Κυριακή 11 Ιουλίου 2010

ΜΙΑ ΚΕΡΔΙΣΜΕΝΗ ΧΡΟΝΙΑ

Ήταν το 1976 όταν, πιτσιρικάς ακόμα, σε ηλικία 17,5 ετών πήγα να σπουδάσω στην Ελβετία. Να υπενθυμίσω ότι εκείνη την εποχή η Ελλάδα ήταν τελείως αποκομμένη από την Ευρώπη και το εκπαιδευτικό μας σύστημα δεν έχαιρε και πολύ μεγάλης εκτίμησης στο εξωτερικό (όχι βέβαια ότι τώρα είναι πολύ καλύτερα τα πράγματα, αλλά τέλος πάντων). Σε αντίθεση με τους άλλους Ευρωπαίους – Γάλλους, Άγγλους, Ιταλούς, Βέλγους, Γερμανούς κλπ – οι οποίοι γίνονταν δεκτοί στα ελβετικά πανεπιστήμια με μία απλή αίτηση, οι Έλληνες και οι άλλοι Βαλκάνιοι ήταν υποχρεωμένοι να δώσουν εισαγωγικές εξετάσεις. Προσπάθησα να προετοιμαστώ όσο το δυνατόν καλύτερα γι’ αυτή τη δοκιμασία, όμως η βαρύτητα εκεί δινόταν στην κρίση και όχι στην απομνημόνευση την οποία ακόμα υποστηρίζουμε στην Ελλάδα. Για παράδειγμα, στην Ιστορία έπρεπε να ετοιμάσω τέσσερα μεγάλα θέματα – Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος , Μεσοπόλεμος, Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και το Ανατολικό Ζήτημα – εκ των οποίων θα εξεταζόμουν στα δύο, και μάλιστα προφορικά. Τράβηξα ένα χαρτάκι από τα πολλά που υπήρχαν σε ένα κουτί και μου διάβασαν την ερώτηση: Ποια ήταν η αιτία της ήττας του Ρόμελ στην Αφρική; Φυσικά, η απάντηση δεν ήθελε ούτε ημερομηνίες ούτε αφήγηση γεγονότων. Απλά, έπρεπε να επιχειρηματολογήσω, πράγμα στο οποίο δεν ήμουν μαθημένος.
        Και σαν να μην έφτανε αυτό, τα γαλλικά μου ήταν πολύ φτωχά. Εδώ θα κάνω μια παρένθεση για να πω ότι ο παππούς μου ήταν διευθυντής γαλλικής σχολής και οι περισσότερες καθηγήτριες γαλλικών που είχα στο εξατάξιο τότε γυμνάσιο ήταν μαθήτριές του, με αποτέλεσμα να μου βάζουν 20 στον έλεγχο από σεβασμό στον κύριο καθηγητή, ενώ εγώ ήμουν μάλλον άσχετος. Μόνο στην έκτη γυμνασίου βρέθηκε μία, που δεν είχε καν ακουστά τον παππού, οπότε με το που παίρνουμε τους βαθμούς του πρώτου τριμήνου, βλέπω Γαλλικά : 7! Φυσικά, όλη η τάξη έσκασε στα γέλια… Παρ’ όλα αυτά, ο μέσος όρος των μαθημάτων που έδωσα – Ιστορία, Γαλλικά, Μαθηματικά – έφτασε τη βάση, οπότε θεωρητικά είχα καταφέρει να μπω στο Πανεπιστήμιο.
          Σε αυτό το σημείο, πρέπει να αναφέρω ότι εκτός από τον εξεταστή, παρών σε όλες τις εξετάσεις του κάθε υποψηφίου είναι και ένας άλλος εκπρόσωπος του εκπαιδευτικού προσωπικού, ο οποίος βρίσκεται εκεί για να σχηματίσει σφαιρική άποψη για την προσωπικότητα του εξεταζόμενου. Αυτό το βρίσκω εξαιρετικό, γιατί δείχνει πόσο σοβαρά παίρνουν στην Ελβετία τον κάθε μαθητή. Και ακόμα πιο εξαιρετικό βρίσκω το γεγονός ότι στη δική μου την περίπτωση, ο εκπαιδευτικός αυτός ήταν ούτε λίγο ούτε πολύ ο ίδιος ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου της Γενεύης, ο Κλοντ Μποσσυ. Θέλω να υπογραμμίσω δε ότι εκείνη την εποχή στην Ευρώπη θεωρούσαν τους Έλληνες λίγο παρακατιανούς, περίπου όπως βλέπουν πολλοί συμπατριώτες μας σήμερα τα Αλβανάκια. Ωστόσο, στο πανεπιστήμιο μας έδιναν τη μεγαλύτερη δυνατή σημασία – και αυτό δεν θα το ξεχάσω ποτέ.
         Όταν βγήκαν, λοιπόν, τα αποτελέσματα, ο Πρύτανης με κάλεσε στο γραφείο του. Δεν ήθελε απλώς να κάνει μια τυπική συζήτηση μαζί μου. Μου μίλησε με κολακευτικά λόγια – «βλέπω ότι είσαι εξαιρετικό παιδί, με καλή μόρφωση, ότι κατάφερες να περάσεις τις εξετάσεις κλπ κλπ» – αλλά και με συμβούλεψε σαν πατέρας λέγοντας μου ότι θα ήταν καλύτερα να μην γραφτώ στο Πανεπιστήμιο γιατί τα γαλλικά μου δεν ήταν σε καλό επίπεδο και θα δυσκολευόμουν να παρακολουθήσω τα μαθήματα. Αυτό που πρότεινε εκείνος ήταν να γραφτώ στην Έcole de Langue et Civilization Francaises για να μάθω τη γλώσσα και να πάω στο πανεπιστήμιο την επόμενη χρονιά. Χωρίς υπερβολή, με κράτησε στο γραφείο του τρεις ολόκληρες ώρες, παρουσιάζοντάς μου τις επιλογές που είχα και προσπαθώντας με πολλή ευγένεια αλλά και με επιμονή να με πείσει να αποδεχτώ τη λύση του. Στο τέλος μάλιστα μου είπε ότι θα παρακολουθούσε την πρόοδό μου από κοντά για να είμαστε σίγουροι ότι τα πάμε καλά.
        Βγήκα από το γραφείο του βουρκωμένος. Δεν είχα καμία όρεξη να καθυστερήσω τις σπουδές μου, όμως δεν μπορούσα να του πω και όχι. Είχα πιεστεί όσο ποτέ άλλοτε στη ζωή μου. Θέλοντας και μη, γράφτηκα στη σχολή που μου είχε προτείνει και το κερασάκι στην τούρτα ήταν ότι κράτησε την υπόσχεσή του να παρακολουθεί την πρόοδό μου. Αυτό δεν ήταν απλή παρακολούθηση, ήταν στενός κορσές: Κάθε Δευτέρα πρωί, έπρεπε να περνάω από το γραφείο του, όπου είχε συγκεντρωμένους όλους τους βαθμούς μου από την προηγούμενη βδομάδα και μου έκανε τα ανάλογα σχόλια. Αυτό βέβαια σήμαινε ότι έπρεπε να είμαι όσο το δυνατόν πιο συνεπής στις υποχρεώσεις μου. Κι εγώ που νόμιζα ότι θα ήμουν χαλαρός….
        Όταν έδωσα για δεύτερη φορά εξετάσεις, πέρασα με πολύ καλό βαθμό. Αρίστευσα σε όλα τα μαθήματα και μπήκα πλέον στο πανεπιστήμιο θριαμβευτικά. Και φυσικά, μπορούσα να παρακολουθώ τα μαθήματα με μεγάλη άνεση. Μπορεί εν έτει 1976 να με είχε εκνευρίσει η σχολαστικότητα του Πρύτανη, τώρα όμως εκτιμώ ιδιαίτερα τη στάση αυτού του καταπληκτικού εκπαιδευτικού. Με συγκίνηση θυμάμαι με πόσο ενδιαφέρον και αγάπη έσκυψε πάνω από το πρόβλημά μου και πώς, υπολογίζοντας ως προσωπικότητα εμένα, το άσχετο Ελληνόπουλο, έβγαλε στην επιφάνεια τον καλύτερό μου εαυτό. Ο τρόπος του ήταν για μένα ένα μάθημα ζωής. Θα έλεγα ότι σ’ αυτόν τον άνθρωπο οφείλω τα πάντα. Αυτός με πήρε από το χέρι και με οδήγησε στον δρόμο τον καλό, κάνοντας εκείνη τη χρονιά – που αρχικά θεωρούσα χαμένη – μια χρονιά με τεράστιο κέρδος. Αλήθεια, ποιος Πρύτανης ελληνικού πανεπιστημίου, θα έκανε το ίδιο για ένα Αλβανάκι;