Σάββατο 20 Μαρτίου 2010

ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΣΤΗ ΣΕΝΕΓΑΛΗ Ή ΜΠΡΟΣ ΛΙΟΝΤΑΡΙ ΚΑΙ ΠΙΣΩ ΙΠΠΟΠΟΤΑΜΟΣ

Στις αρχές της δεκαετίας του 90, αποφάσισα να κάνω ένα ταξίδι στη Μαύρη Αφρική για να γνωρίσω την πιο πρωτόγονη πλευρά της ηπείρου και να έρθω σε επαφή με τη φτώχια αλλά και τη μαγευτική φύση αυτού του τόπου. Πρώτη μου σκέψη ήταν να πάω στο Μαλί. Είχα αγοράσει χάρτες και βιβλία και είχα συγκεντρώσει όλες τις σχετικές πληροφορίες για να περιοδεύσω στο εσωτερικό της χώρας με ένα τζιπ και σλίπινγκμπαγκ. Τα σχέδιά μου τα ανακοίνωσα σε κάποιους μαθητές μου, οι οποίοι ενθουσιάστηκαν με την ιδέα και εκδήλωσαν την επιθυμία να συμμετάσχουν κι αυτοί στο ταξίδι. Στην αρχή είπα εντάξει, όμως όταν το καλοσκέφτηκα μου φάνηκε πως ήταν μάλλον παρακινδυνευμένο να πάρω μαζί μου δύο παιδιά – ένα αγόρι κι ένα κορίτσι – σε μια χώρα σαν το Μαλί, οπότε τα σχέδιά μου άλλαξαν και προτίμησα τη γειτονική Σενεγάλη, ένα μέρος κάπως πιο πολιτισμένο.       
Πήραμε λοιπόν το αεροπλάνο για το Ντακάρ τρία άτομα, ο Ο., η Ν. κι εγώ, αφού πρώτα είχαμε φροντίσει και για την τελευταία λεπτομέρεια. Οι ασήκωτες αποσκευές μας περιλάμβαναν, πέρα από τον ρουχισμό μας, κονσέρβες, κουζινικά, γκαζάκια, είδη φαρμακείου (άπειρα), κουνουπιέρες, κουβέρτες κι ένα σωρό άλλα πράγματα απαραίτητα για ελεύθερο κάμπινγκ. Γιατί σκοπός του ταξιδιού ήταν να ζήσουμε τον παλμό της χώρας που χτυπούσε πολύ μακριά από τα τουριστικά ξενοδοχεία.
        Μόλις κατεβήκαμε από το αεροπλάνο, την ώρα που μπαίναμε στο νοικιασμένο τζιπ μας, έπεσαν πάνω μας σαν ακρίδες δεκάδες μαυράκια που ζητιάνευαν. Τα απλωμένα τους χέρια εισέβαλαν και μέσα στο τζιπ μας από τα ανοιχτά παράθυρα που αναγκαστήκαμε να κλείσουμε την ώρα που απομακρυνόμαστε με ανακούφιση, ξεφεύγοντας από τον ασφυκτικό κλοιό τους. Οι μαθητές μου ιδίως, που για πρώτη φορά έρχονταν αντιμέτωποι με τη φτώχια και τη μιζέρια, είχαν ενοχληθεί σε τέτοιο σημείο που ήθελαν να γυρίσουν πίσω. Εγώ, από την άλλη, προσπάθησα να τους καθησυχάσω, λέγοντάς τους ότι την επομένη κιόλας θα φεύγαμε από την πόλη και τους ανθρώπους της και θα βρισκόμαστε κοντά στη φύση όπου δεν θα μας ενοχλούσε κανείς.
        Την άλλη μέρα, ξεκινήσαμε το ταξίδι με το τζιπ κατευθυνόμενοι προς το νότο, με απώτερο σκοπό να πάμε στην Γκάμπια και μετά στη Γουινέα Μπισσάου. Η επόμενη πόλη που θα συναντούσαμε ήταν το Καολάκ, που βρισκόταν σε ευθεία γραμμή 200 χιλιόμετρα μακριά. Δεν θα ακολουθούσαμε ασφαλτοστρωμένους δρόμους, ούτε καν χωματόδρομους , και μοναδικός μας μπούσουλας ήταν τα χνάρια από τις ρόδες άλλων αυτοκινήτων. Αυτό σήμαινε ότι η απόσταση θα γινόταν διπλάσια ή και τριπλάσια λόγω των φυσικών εμποδίων που θα συναντούσαμε. Φυσικά, είχαμε μαζί μας χάρτες και πυξίδες. Όταν ρωτήσαμε διάφορους ντόπιους αν ήταν καλύτερα να πάμε παραλιακά ή από την ενδοχώρα, οι γνώμες διχάστηκαν. Άλλοι μας είπαν να μην προτιμήσουμε τον παραλιακό δρόμο γιατί λόγω μεγάλης παλίρροιας, υπήρχε κίνδυνος να κολλήσουμε στη λάσπη, ενώ άλλοι υποστήριζαν πως θα ήμαστε πιο ασφαλείς αποφεύγοντας τη σαβάνα και έχοντας σαν οδηγό τον Ατλαντικό Ωκεανό. Εμείς προτιμήσαμε να ακούσουμε τους δεύτερους.
        Βρεθήκαμε λοιπόν να τρέχουμε με 60-70 χιλιόμετρα την ώρα (ιλιγγιώδεις ταχύτητες για τις δεδομένες συνθήκες) πάνω στην πατημένη άμμο, με τον ωκεανό δεξιά μας, απολαμβάνοντας την ελευθερία μας. Κάθε τόσο, κάναμε μια στάση και ρίχναμε μια βουτιά στη θάλασσα, ενώ κάποια στιγμή αγοράσαμε ένα ψάρι 10-15 κιλά (το πιο μικρό που βρήκαμε σ’ αυτόν τον φημισμένο ψαρότοπο) και φυσικά, αφού το ψήσαμε, φάγαμε λιγότερο από το ένα τρίτο. Συνεχίσαμε το ταξίδι μας, πάντα με την ίδια ανέμελη διάθεση, ώσπου ξαφνικά το αυτοκίνητο βούλιαξε στην άμμο και με τις 4 ρόδες. Οι χειρότεροι φόβοι μας έγιναν πραγματικότητα.
        Αμέσως βγήκαμε έξω και άρχισα να σκάβω γύρω από τα λάστιχα του τζιπ, μετά ξαναμπήκα και έβαλα μπρος… Μάταια όμως… Τα πράγματα ήταν σκούρα: Ήμαστε στη μέση του πουθενά, ολομόναχοι. Ψυχή ζώσα δεν υπήρχε στον ορίζοντα. Ούτε υπήρχε τρόπος να ειδοποιήσουμε κανέναν. Με έπιασε μαύρη απελπισία, που οι άλλοι δύο δεν συμμερίζονταν γιατί, σαν παιδιά που ήταν, έβλεπαν την όλη κατάσταση σαν την πολυπόθητη περιπέτεια που έπρεπε να ζήσουμε σ’ αυτή την εκδρομή. Εγώ είχα χωθεί ολόκληρος μέσα στη λάσπη, συνεχίζοντας το σκάψιμο, ενώ εκείνοι απλώς επόπτευαν, σίγουροι ότι στο τέλος κάτι θα γίνει. Εκεί όμως που είχα χάσει κάθε ελπίδα, εμφανίστηκαν κάτι παιδάκια 6-7 χρονών, που κουβαλούσαν στους ώμους τους κάτι κλαδάκια – δεν ξέρω από πού γιατί σ’ εκείνο το περιβάλλον δεν υπήρχε δέντρο ούτε για δείγμα. Αμέσως, μόλις με είδαν, άρχισαν να σκάβουν κι αυτά με τα χεράκια τους γύρω από τις ρόδες, κάνοντας ό,τι έκανα κι εγώ. Επειδή δεν μιλούσαν γαλλικά, τους ζήτησα με νοήματα να βάλουμε τα ξυλάκια τους κάτω από τις ρόδες για να δημιουργήσουμε μια στέρεα βάση που θα βοηθούσε το τζιπ να ξεκολλήσει από τη λάσπη. Βέβαια ένιωθα τύψεις που τους ζητούσα κάτι τέτοιο γιατί ένας Θεός ξέρει πόσο κόπο είχαν κάνει για να τα κόψουν και πόσα χιλιόμετρα τα είχαν κουβαλήσει. Τέλος πάντων, τα βάλαμε κάτω από τις ρόδες, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Αντί να βγει το αυτοκίνητο από τη λάσπη, χώθηκε ακόμα πιο βαθιά, βυθίζοντας κι εμένα σε ακόμα μεγαλύτερη απελπισία.
        Όμως τα παιδάκια δεν το έβαλαν κάτω και δύο από αυτά έφυγαν για να γυρίσουν μετά από 1-2 ώρες με τις μανάδες τους οι οποίες κρατούσαν στα χέρια τους κάτι χατζάρες. Ούτε αυτές μιλούσαν γαλλικά, αλλά με πήραν από το χέρι και με πήγαν σε μια περιοχή όπου υπήρχαν δέντρα. Εκεί, με τις χατζάρες, άρχισαν να χτυπούν τους κορμούς με μεγάλη δεξιοτεχνία ώσπου τους έκοψαν και μετά τους σύραμε στο σημείο που ήταν το αυτοκίνητο για να τους βάλουμε κάτω από τις ρόδες. Όλοι είχαμε γίνει χάλια από το χώμα και τον ιδρώτα που είχαμε χύσει – εκτός από τους δύο συνταξιδιώτες μου που ήταν αμέτοχοι όλη αυτή την ώρα, προσέχοντας μη λερώσουν τα ολοκαίνουργια καπέλα τους και τις άψογες μπότες τους.
          Η προσπάθειά μας αποδείχτηκε για άλλη μια φορά μάταιη. Οι κορμοί βυθίστηκαν κι αυτοί στη λάσπη. Το τζιπ είχε χωθεί τόσο πολύ στο βρεγμένο χώμα που δεν άνοιγαν ούτε οι πόρτες του. Μετά από αυτό, ειδοποιήθηκαν και οι άντρες των γυναικών με τις ματσέτες, που ήρθαν κι εκείνοι να μας συνδράμουν. Ένα ολόκληρο χωριό είχε έρθει να βοηθήσει. Το θέμα ήταν πώς. Ξαφνικά, ένας από τους άντρες είχε μια φαεινή ιδέα: Να πάνε στο χωριό να φέρουν καλάθια και να τα γεμίσουν με στεγνό χώμα που θα μάζευαν με τα χέρια τους. Κι ύστερα οι άντρες να σηκώσουν το αυτοκίνητο από τη μία πλευρά και οι γυναίκες να αδειάσουν το στεγνό χώμα από κάτω. Αυτό το επανέλαβαν πολλές φορές από τις δύο πλευρές εναλλάξ και το αυτοκίνητο άρχισε να ανεβαίνει λίγο λίγο μέχρι που βγήκε τελείως από τη λάσπη και έτσι ήμαστε πάλι σε θέση να ταξιδέψουμε.
        Τώρα πώς μπορούσα εγώ να ευχαριστήσω αυτούς τους ανθρώπους για όσα είχαν κάνει; Τους έδωσα ένα χρηματικό ποσόν διόλου ευκαταφρόνητο – γύρω στα 200 ευρώ σε σημερινά λεφτά – αν και αμφιβάλλω αν είχαν έρθει άλλη φορά σε επαφή με χρήμα. Όμως δεν ήξερα με ποιο άλλο τρόπο μπορούσα να τους ξεπληρώσω για την αλληλεγγύη που μας είχαν δείξει. Ένα ολόκληρο χωριό είχε κυριολεκτικά μπει μες στη λάσπη για να μας… ξελασπώσει.
        Μετά από αυτό το πάθημα, είπαμε να αφήσουμε την ακτογραμμή και να μπούμε στην ενδοχώρα. Βέβαια και εκεί δεν μας έλειψαν οι περιπέτειες. Όμως πάντα εμφανίζονταν ως δια μαγείας οι ντόπιοι και μας έβγαζαν από τις δύσκολες καταστάσεις. Μέσα στο άγνωστο και αφιλόξενο περιβάλλον της σαβάνας, επιζητούσαμε την ανθρώπινη παρουσία, οπότε ενώ στην αρχή λέγαμε πως όσο πιο μόνοι τόσο το καλύτερο, τελικά είχαμε φτάσει στο σημείο να μη σταματάμε αν δεν βρίσκαμε κάποιο χωριό, όπου οι άνθρωποι μας πρόσφεραν απλόχερα τη φιλοξενία και τη βοήθειά τους.
        Ένα βράδυ, αφού φτάσαμε σ’ ένα χωριό και κουβεντιάσαμε λίγο με τους ντόπιους, ρωτήσαμε αν ήταν ασφαλές να κοιμηθούμε λίγο πιο έξω, στο ύπαιθρο. Εκείνοι μας είπαν ότι υπήρχαν λεοπαρδάλεις και πάνθηρες που θα μπορούσαν να επιτεθούν σε οικόσιτα ζώα, όχι όμως σε ανθρώπους, και πως αν ανάβαμε μια φωτιά θα ήμαστε απόλυτα ασφαλείς. Έτσι κι εμείς απομακρυνθήκαμε λίγο από τις αχυροκαλύβες και ανάψαμε μια φωτιά, όπως μας συμβούλεψαν να κάνουμε. Ο Ο. που ήταν πιο φοβητσιάρης οχυρώθηκε μέσα στο τζιπ έχοντας μάλιστα και μια χατζάρα δίπλα του, η Ν. κι εγώ όμως πήραμε τα σλίπινγκμπαγκ μας και ξαπλώσαμε κοντά στη φωτιά, κρατώντας από ένα βιβλίο μέχρι να μας πάρει ο ύπνος. Εκεί που διαβάζαμε ήσυχα κι ωραία, ακούμε ένα βρυχηθμό. Πεταχτήκαμε κι οι τρεις σαν ελατήρια. Κάποια λεοπάρδαλη μάλλον ήταν εκεί κοντά. Εγώ άρπαξα αυτόματα ένα μαχαίρι που είχα δίπλα μου, ενώ η Ν. όρμησε να μπει μέσα στο αυτοκίνητο. Την ίδια στιγμή ο Ο. , που ήταν ήδη μέσα στο αυτοκίνητο, πάτησε την ασφάλεια για να σιγουρευτεί ακόμα περισσότερο. Ο ένας μέσα και η άλλη έξω – αλλά και οι δύο σε κατάσταση υστερίας. Τελικά, μπήκαμε και οι τρεις στο τζιπ, στήνοντας αυτί για να ακούσουμε έναν ενδεχόμενο άλλο βρυχηθμό. Όμως, αντί για βρυχηθμό, ακούσαμε ένα γάιδαρο να γκαρίζει σαν να είχε πάθει αμόκ. Αμέσως σκεφτήκαμε ότι η λεοπάρδαλη είχε επιτεθεί στο γάιδαρο και αποφασίζοντας να τον βοηθήσουμε, έβαλα μπρος το αυτοκίνητο, μάρσαρα και άναψα τα φώτα – τα οποία έπεσαν πάνω σ’ έναν γάιδαρο τρομοκρατημένο, όχι από τη λεοπάρδαλη αλλά από εμάς. Το καημένο το ζωντανό το έβαλε στα πόδια. Όσο για τη λεοπάρδαλη, δεν μάθαμε τι έγινε. Πάντως το άλλο πρωί, οι άνθρωποι του χωριού, που μας έφεραν νερό να πλυθούμε και τσάι να πιούμε, μας είπαν ότι δεν είχε γίνει καμία επίθεση από ζώο.
        Πηγαίναμε λοιπόν από χωριό σε χωριό, προσπαθώντας να μη χαθούμε καθώς στην ενδοχώρα αυτό ήταν πολύ πιο δύσκολο απ’ ότι στον παραθαλάσσιο δρόμο. Παρ’ όλο που συμβουλευόμαστε την πυξίδα, συναντούσαμε αμμόλοφους, δέντρα, βράχια κι ένα σωρό άλλα εμπόδια που μας ανάγκαζαν να κάνουμε παρακάμψεις και να απομακρυνόμαστε από την ευθεία γραμμή (που μία μοίρα να ξέφευγες, κατευθυνόσουν προς εντελώς διαφορετικό σημείο). Άσε που το ανώμαλο έδαφος δεν σε άφηνε να αναπτύξεις ταχύτητα μεγαλύτερη από 10 χιλιόμετρα την ώρα. Εκεί που πηγαίναμε σιγά σιγά, ταλαιπωρημένοι από τις κακουχίες και άπλυτοι γιατί το νερό που κουβαλούσαμε ήταν μόνο για να μαγειρεύουμε και για να πίνουμε και όχι για να πλενόμαστε, βρεθήκαμε στην κορυφή ενός φαραγγιού, πάνω από ένα ποτάμι. Πρώτη σκέψη που μας πέρασε από το μυαλό ήταν να κάνουμε ένα μπάνιο. Το είχαμε τόση ανάγκη, αφού σ’ όλους μας τους πόρους είχε εισχωρήσει χώμα και άμμος που μαζί με τον ιδρώτα είχε γίνει λάσπη! Αφήσαμε το αυτοκίνητο εκεί και αφού πήραμε σαπούνια, σαμπουάν, πετσέτες, βίντεο και φωτογραφικές μηχανές, κατεβήκαμε την απότομη πλαγιά. Με το που φθάσαμε στην όχθη, είδαμε πως μας περίμενε μια οικογένεια ιπποποτάμων. Οι ντόπιοι μας είχαν προειδοποιήσει ότι οι ιπποπόταμοι, αν και φυτοφάγοι, ήταν από τα πιο επικίνδυνα ζώα, καθώς έχουν πολύ ανεπτυγμένο το ένστικτο της προστασίας της ιδιοκτησίας τους και των μικρών τους. Αν θεωρήσουν ότι απειλείς τον χώρο τους, θα σου επιτεθούν. Άσε που τρέχουν πιο γρήγορα και από τα άλογα ( περίπου με 60 χλμ την ώρα). Όσο το δυνατόν πιο αθόρυβα, απομακρυνθήκαμε από τους ιπποπόταμους, αφού πρώτα ενδώσαμε στον πειρασμό και τραβήξαμε μερικές φωτογραφίες, και όταν πια βρεθήκαμε σε απόσταση ασφαλείας, μπήκαμε στο νερό, πρώτος εγώ και μετά δειλά δειλά κι οι άλλοι, και αρχίσαμε να σαπουνιζόμαστε. Εκείνη τη στιγμή ακούσαμε για πρώτη φορά τον εκκωφαντικό βρυχηθμό ενός λιονταριού, που αντήχησε ακόμα πιο δυνατά εξαιτίας της ακουστικής του φαραγγιού. Σηκώθηκαν μέχρι και οι τρίχες της κεφαλής μας. Αμέσως κατάλαβα γιατί το αποκαλούν βασιλιά της ζούγκλας και πώς μπορεί να νιώθουν τα άλλα ζώα όταν το ακούν. Οι δύο συνταξιδιώτες μου βγήκαν γρήγορα από το νερό και άρχισαν να τρέχουν. Εγώ προσπάθησα να διατηρήσω την ψυχραιμία μου και συμβούλεψα και τους άλλους να μην φέρονται σπασμωδικά. Πρώτον, αν το λιοντάρι πεινούσε δεν θα έκανε τέτοιο σαματά, αλλά θα ερχόταν ύπουλα και αθόρυβα κοντά μας και απλώς θα νιώθαμε τα νύχια του και τα δόντια του. Δεύτερον δεν έπρεπε να δείξουμε ότι φοβόμαστε γιατί έτσι θα το προκαλούσαμε να μας κυνηγήσει. «Ας πάρουμε τα πράγματα και ας κατευθυνθούμε με βήμα σταθερό προς το αυτοκίνητο», τους είπα και πείστηκαν κι εκείνοι πως έτσι έπρεπε να κάνουμε. Όμως για να πάμε στο αυτοκίνητο, έπρεπε να περάσουμε πάλι από το σημείο με τους ιπποπόταμους. Προχωρούσαμε λοιπόν αργά και σταθερά, ακούγοντας κάθε τόσο τους ανατριχιαστικούς βρυχηθμούς του λιονταριού, ενώ την ώρα που φτάσαμε στη βάση της προσβάσιμης πλαγιάς του φαραγγιού, ακούσαμε έναν ιπποπόταμο να βγαίνει από το νερό και να έρχεται από πίσω μας. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, μπρος λιοντάρι πίσω ιπποπόταμος. Πώς τη γλιτώσαμε; Η συνέχεια στο επόμενο…

Κυριακή 14 Μαρτίου 2010

ΣΤΟ ΕΔΩΛΙΟ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΟ

Από τα φοιτητικά μου χρόνια και η παρακάτω ιστορία: Επειδή το κόστος ζωής στην Ελβετία ήταν πολύ υψηλό, πολύς κόσμος και κυρίως πολλοί φοιτητές  πήγαιναν για ψώνια στη Γαλλία. Εξάλλου, η Γενεύη είναι περιτριγυρισμένη από γαλλικά σύνορα, πράγμα που διευκόλυνε αυτό το πέρα-δώθε για ψύλλου πήδημα.  Βέβαια, η Ελβετία, για να προστατέψει την ντόπια αγορά, είχε θέσει ποσοτικά όρια για κάποια τρόφιμα, ενώ για ορισμένα είδη  ίσχυε πλήρης απαγόρευση. Για παράδειγμα, η επιτρεπόμενη ποσότητα ήταν ½ κιλό κρέας και ένα μπουκάλι κρασί κατ’ άτομο, με αποτέλεσμα να επιστρατεύονται παιδιά, ξαδέρφια, πεθερές, κουνιάδοι και φίλοι για να μπορέσει κανείς να κάνει τα ψώνια του επαρκώς. Επίσης, απαγορευόταν δια ροπάλου η εισαγωγή  πουλερικών. Δεν ξέρω αν σε αυτή την απόφαση είχαν οδηγήσει οικονομικοί ή υγειονομικοί λόγοι. Όμως έτσι είχαν τα πράγματα.
                Κάνοντας κι εγώ ό,τι και οι άλλοι φοιτητές, πήγαινα τακτικά σ’ ένα σουπερμάρκετ της Γαλλίας για φτηνά ψώνια. Μια μέρα όμως έφτασα την ώρα που έκλεινε, με αποτέλεσμα να μη με εξυπηρετήσει ο υπάλληλος του κρεοπωλείου, οπότε κατέφυγα στα ράφια με τα κρέατα. Ωστόσο εκεί δεν είχε μείνει ούτε γραμμάριο κρέατος (πόσω μάλλον το ½ κιλό που μου αντιστοιχούσε), γι’ αυτό άρπαξα βιαστικά ένα συσκευασμένο κοτόπουλο, αγνοώντας ότι δεν μπορούσα να το περάσω από τα σύνορα. Ύστερα έκανα βιαστικά τα υπόλοιπα ψώνια μου και αφού πλήρωσα, μπήκα στο αυτοκίνητο και κατευθύνθηκα προς τα γαλλοελβετικά σύνορα.
                Αν και η ουρά ήταν τεράστια, όπως συνέβαινε πάντα  την ώρα που έκλειναν τα καταστήματα, περίμενα υπομονετικά τη σειρά μου.  Προχωρούσαμε τσούκου τσούκου, ένα αυτοκίνητο κάθε τρία λεπτά. Με τα πολλά, βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο με τον τελωνειακό, ο οποίος με ρώτησε αν είχα τίποτα να δηλώσω.
               «Όχι», του απάντησα.
              «Τι έχετε στις σακούλες;»  ήταν η επόμενη ερώτησή του.
              Εγώ άρχισα να του απαριθμώ τα ψώνια ένα-ένα, πιστεύοντας ότι ήμουν μέσα στα νόμιμα πλαίσια. «Και ένα κοτόπουλο», ήταν η τελευταία κουβέντα μου που έκανε τον τελωνειακό να γουρλώσει τα μάτια του σαν να άκουγε το πιο εξωφρενικό πράγμα στον κόσμο.
              «Μα απαγορεύεται!» μου είπε. «Το κοτόπουλο απαγορεύεται!»
              Εγώ δεν είχα ιδέα. Νόμιζα πως ό,τι ίσχυε για το κρέας ίσχυε και για το κοτόπουλο. Και πράγματι, το κοτοπουλάκι που είχα αγοράσει δεν ήταν πάνω από 450 γραμμάρια. Τέλος πάντων, δεν είχα όρεξη για καβγάδες, οπότε αποφάσισα να συμμορφωθώ με το γράμμα του νόμου.
              «Ωραία, λοιπόν. Να το αφήσω και να φύγω», πρότεινα, θέλοντας να ξεμπερδεύω όσο το δυνατόν γρηγορότερα γιατί είχα και μάθημα στο Πανεπιστήμιο.
              «Δεν μπορείτε να το αφήσετε εδώ», μου είπε ο τελωνειακός.
                «Και πού να το πάω;» ρώτησα με πραγματική απορία.
                «Να το επιστρέψετε στο σουπερμάρκετ. Θα σας δώσουν και τα λεφτά σας πίσω»
                «Μα το σουπερμάρκετ έκλεισε», είπα εγώ ενώ είχε αρχίσει να με πιάνει απελπισία.         «Αφήστε με να το πετάξω στον κάδο απορριμμάτων».
                Ο τελωνειακός  ήταν ανένδοτος. «Δεν μπορείτε να το πετάξετε σε ελβετικό έδαφος», μου είπε αυστηρά. «Πηγαίνετε να το πετάξετε στη Γαλλία».
                Η ουρά που είχε σχηματιστεί πίσω μου ήταν ένα ολόκληρο φίδι, στην άκρη του οποίου θα έπρεπε να ξαναστηθώ για να περάσω πάλι από τελωνειακό έλεγχο, αφού πρώτα θα είχα πετάξει το κοτόπουλο σε γαλλικό έδαφος. Ε, δεν υπήρχε περίπτωση! Είχα πεισμώσει τόσο που έκρυψα το απαγορευμένο πουλερικό στο ντουλαπάκι του συνοδηγού (όπου φυσικά χωρούσε τσίμα-τσίμα)  και αποφάσισα  να περάσω στην Ελβετία από ένα άλλο σημείο των συνόρων. Αυτή τη φορά δεν θα έκανα τη βλακεία να το δηλώσω.
                Όταν ήρθε η σειρά μου και με ρώτησε ο δεύτερος τελωνειακός  τι περιείχαν οι σακούλες μου, αράδιασα πάλι ένα-ένα τα ψώνια, παραλείποντας επιμελώς το κοτόπουλο.
                «Τίποτα άλλο;» με ρώτησε σαν να ήξερε ότι έλεγα ψέματα.
                «Όχι», είπα εγώ και αυτός, ενώ μέχρι εκείνη τη στιγμή στεκόταν δίπλα στο παράθυρο του οδηγού, έκανε το γύρο του αυτοκινήτου, άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού και κατευθείαν πάτησε το κουμπί  από το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου. Το οποίο άνοιξε διάπλατα κι από μέσα πετάχτηκε το συσκευασμένο κοτόπουλο.
                «Τι είναι αυτό:» ρώτησε με νόημα.
                Προσπάθησα να τα μπαλώσω, λέγοντας ότι το είχα ξεχάσει εκεί μέσα, ότι δεν ήξερα ότι απαγορευόταν κλπ. κλπ., όμως αυτό δεν τον εμπόδισε να μου βάλει ένα γερό πρόστιμο για την παρανομία μου. Παρ’ όλα αυτά, όλως περιέργως, με άφησε να το περάσω στην Ελβετία.
                Τελικά, τα είχα καταφέρει. Μετά από τα πιο βιαστικά ψώνια που είχα κάνει ποτέ, από μια δίωρη αναμονή στα σύνορα,  από συνεννοήσεις με τελωνειακούς και πρόστιμα, είχα γεμίσει ικανοποιητικά το ψυγείο μου. Το δε κοτόπουλο θα το μαγείρευα το βράδυ για τους φίλους μου.
                Αφού μαζευτήκαμε λοιπόν στο σπίτι, έβγαλα στο μπαλκόνι μια ψησταριά που είχα φέρει από την Ελλάδα, άναψα κάρβουνα, έβαλα και τη σούβλα με το μηχανάκι και άρχισα να ψήνω το κοτόπουλο. Καθώς περνούσε η ώρα και η πετσούλα ροδοψηνόταν, γαργαλιστικές μυρωδιές έφταναν στα ρουθούνια μας. Εκεί που μας είχε ανοίξει η όρεξη και είχαν αρχίσει να τρέχουν τα σάλια μας, χτυπάει το κουδούνι. Τρέχω να ανοίξω και τι να δω; Μπροστά στην πόρτα μου στέκονταν δύο αστυνομικοί.
                «Ψήνετε σε ψησταριά;» με ρώτησε ο ένας εκ των δύο.
                «Ναι», απάντησα μέσα στην αθωότητά μου, απορώντας με την ερώτηση.
                 «Ξέρετε, απαγορεύεται μετά από μία ορισμένη ώρα», με ενημέρωσε ο ίδιος αστυνομικός. «Οι γείτονές σας παραπονούνται».
                   Καιρός ήταν να το ακούσω κι αυτό! Να κάνεις καταγγελία στην αστυνομία επειδή ο γείτονάς σου ψήνει στα κάρβουνα! Δεν μπορούσα να πιστέψω στ’ αυτιά μου.
                  «Μα κανείς δεν παραπονέθηκε σε μένα», είπα, προσπαθώντας να συλλάβω τη λογική του παραλόγου.
                   «Δεν έχει σημασία. Παραπονέθηκαν σε μας», απάντησε το όργανο της τάξης και μου έκοψε κι άλλο ένα γερό πρόστιμο αφού πρώτα με υποχρέωσε να βάλω μέσα την ψησταριά και μου συνέστησε να μην ξαναψήσω εκτός ωραρίου και χωρίς τη συναίνεση των γειτόνων μου. (Ευτυχώς, το κοτόπουλο είχε ψηθεί εν τω μεταξύ και έτσι θα μπορούσαμε να το φάμε).
                   «Μα είναι άδικο να πληρώσω», διαμαρτυρήθηκα, σκεφτόμενος ότι μαζί με το προηγούμενο πρόστιμο, θα μου στοίχιζε ο κούκος αηδόνι, ή το κοτόπουλο χαβιάρι.
                     «Αν έχετε αντίρρηση, μπορείτε να ασκήσετε έφεση», πρότεινε ο αστυνομικός.
                     Πράγματι λοιπόν άσκησα έφεση και μετά από δέκα μέρες, βρέθηκα στα δικαστήρια κατηγορούμενος για ένα κοτόπουλο. Μπαίνοντας μέσα στην αίθουσα, άρχισα να τρέμω από τον φόβο μου. Αισθανόμουν σαν να με κατηγορούσαν για φόνο. «Πού πάω;» έλεγα από μέσα μου. «Και μάλιστα χωρίς δικηγόρο!!!» (Αλήθεια, ποιος δικηγόρος θα αναλάμβανε την υπεράσπισή μου;)
                       Η διαδικασία ολοκληρώθηκε με κάθε τυπικότητα. Απαγγέλθηκε η κατηγορία, κρατήθηκαν πρακτικά, τέθηκαν ερωτήματα από τους δικαστές. Όλη αυτή την ώρα, ένιωθα ένα έντονο σφίξιμο στο στομάχι, σαν να κρινόταν ολόκληρη η ζωή μου από την απόφαση του δικαστηρίου. Κάποια στιγμή βέβαια οι δικαστές ξεκαρδίστηκαν στα γέλια – σίγουρα θα είχαν χρόνια να βρεθούν αντιμέτωποι με τόσο κωμική υπόθεση. Και δεν άργησαν να ανακοινώσουν την απόφασή τους:  Αθώος ο κατηγορούμενος.
                Αν και αθώος, όμως, ο κατηγορούμενος είχε υποστεί ένα σωρό ταλαιπωρίες εξαιτίας ενός κοτόπουλου και μάλιστα των 450 γραμμαρίων. Αν δεν σε θέλει, δεν σε θέλει – τελεία και παύλα.

Παρασκευή 5 Μαρτίου 2010

Η ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΑΣΚΑΛΙΝ


Τον καιρό που ήμουν στην Ελβετία, έζησα και μια πολύ τραγική ιστορία: την αρρώστια και τον θάνατο της πεντάχρονης Πασκαλίν.
     Η Πασκαλίν, κόρη του αγαπητού φίλου και συναδέλφου μου του Ρενέ, ήταν ένα πολύ πρόσχαρο και πολύ όμορφο κοριτσάκι – ένα σωστό κουκλί. Δυστυχώς όμως η μοίρα τη χτύπησε ανελέητα. Ήταν μόλις τριών χρονών όταν έγινε η διάγνωση: η μικρή έπασχε από λευχαιμία. Από την αρχή, οι γιατροί είχαν δώσει ελάχιστες ελπίδες, οι οποίες όσο περνούσε ο καιρός λιγόστευαν όλο και περισσότερο, ώσπου εξανεμίστηκαν τελείως μετά από δύο χρόνια αγώνα.
     Το δράμα ήταν ότι η Πασκαλίν, αν και τόσο μικρούλα, είχε πλήρη συναίσθηση της κατάστασής της. Θυμάμαι που ρωτούσε τη φίλη μου τη Μαρί-Φρανσουάζ που την επισκεπτόταν συχνά: «Γιατί εγώ; Γιατί σε μένα; Γιατί να πεθάνω;» Και όσο κι αν εκείνη προσπαθούσε να την καθησυχάσει, η μικρή ήξερε ότι οι μέρες που της απόμεναν ήταν λίγες. Πολύ λίγες.
      Και όταν πια η ζωή της έγινε ένα βάσανο από τους αφόρητους πόνους, οι γιατροί πρότειναν στον πατέρα της να δώσουν ένα τέλος στο μαρτύριό της και εκείνος δέχτηκε. Πήρε την Πασκαλίν στην αγκαλιά του κι αυτή ξεψύχησε στα χέρια του…
     Όσο τραγική, όμως, κι αν ακούγεται αυτή η ιστορία, ακόμα πιο τραγικό είναι το γεγονός ότι κάποιος θα μπορούσε να έχει σώσει αυτό το κοριτσάκι, γιατί αυτή η ασθένεια θεραπεύεται με μεγάλο ποσοστό επιτυχίας με μια μεταμόσχευση μυελού των οστών, αρκεί να βρεθεί ο κατάλληλος δότης. Η διαδικασία είναι απλή, τόσο για τον δότη όσο και για τον λήπτη. Για τον δότη, ειδικά, είναι τόσο απλή όσο και μια αιμοληψία, ο δε μυελός των οστών που αφαιρείται αναπλάθεται μέσα σε λίγες μέρες.
     Επειδή λοιπόν σίγουρα υπάρχει κάποιος στον κόσμο που είναι συμβατός με τον καθένα από μας, μπορούμε ή μάλλον επιβάλλεται να γίνουμε όλοι δότες μυελού των οστών. Πώς γίνεται αυτό; Πας σε ένα νοσοκομείο και αφού σου κάνουν μια απλή εξέταση αίματος, καταχωρίζουν τα στοιχεία σου σε μια παγκόσμια τράπεζα δεδομένων. Αν κάποτε παρουσιαστεί από οποιοδήποτε μέρος του κόσμου ένα άρρωστο παιδί με το οποίο έχεις ιστοσυμβατότητα, σε καλούν για να βοηθήσεις.
     Περιττό να πω ότι μετά την τραγική ιστορία της Πασκαλίν έγινα δότης μυελού των οστών στην Ελβετία. Και όταν ήρθα στην Ελλάδα, ξαναέγινα. Αυτό έτυχε να το κάνω στη Θεσσαλονίκη: πήγα στο Θεαγένειο Νοσοκομείο και μετά από την ολιγόλεπτη διαδικασία που περιέγραψα νωρίτερα, μου έδωσαν ένα χαρτάκι που με χρήζει δότη. Το οποίο έχω πάντα στο πορτοφόλι μου. Μέχρι τώρα δεν με έχουν καλέσει, ωστόσο ελπίζω μέχρι τα 55 μου (ηλικία-όριο) να έχω τη χαρά να φανώ χρήσιμος σε κάποιο παιδί σαν την Πασκαλίν.

Υ.Γ. Για όσους ενδιαφέρονται να γίνουν δότες μυελού των οστών, υπάρχει η παρακάτω ηλ. διεύθυνση:http://www.bestrong.org.gr/el/learncancer/treatmentstemcellandbonemarrowtransplants/donorofmarrow/
Υ.Γ.2 Στη φωτογραφία είναι η κάρτα δωρητή σώματος, γιατί παρόμοια επίσημη κάρτα δότη μυελού των οστών δεν υπάρχει.

Τετάρτη 3 Μαρτίου 2010

ΜΠΟΧΑ Ή ΑΡΩΜΑ;

Είχα μόλις αφήσει την πατρική στέγη με τα σπιτικά φαγητά της μαμάς, όταν μαζί με τον κατά δύο χρόνια μεγαλύτερο αδερφό μου και συγκάτοικό μου στη Γενεύη αρχίσαμε να πειραματιζόμαστε με νέες γεύσεις, πιο διεθνείς και πιο εκλεπτυσμένες. Οι προσπάθειές μας στη μαγειρική στέφονταν άλλοτε με επιτυχία και άλλοτε με παταγώδη αποτυχία, αν και σήμερα μπορούμε να λέμε και οι δυο μας ότι τα καταφέρνουμε αρκετά καλά στην κουζίνα.
        Μεγάλο ενδιαφέρον δείχναμε για τη γαλλική γαστρονομία και, όπως ήταν φυσικό, κάποια στιγμή ήρθε η ώρα να κάνουμε τη γνωριμία μας και με τα περίφημα γαλλικά τυριά, τα οποία μας ήταν παντελώς άγνωστα. Μέχρι τότε, όταν λέγαμε τυρί εννοούσαμε την πατροπαράδοτη φέτα που φέρναμε από την Ελλάδα σε τενεκέδες. Δεν είχαμε ιδέα ούτε από Brie ούτε από Chevre ούτε από Reblochon.
        Λαχταρώντας λοιπόν να δοκιμάσουμε καινούριες γεύσεις, πήγαμε μια μέρα στο σουπερμάρκετ και μεταξύ άλλων ρίξαμε στο καλάθι μας και ένα γαλλικό τυρί, ένα Caprice des Dieux , που ανήκει στην ίδια οικογένεια με το Camembert. Πληρώσαμε στο ταμείο και με το που γυρίσαμε στο σπίτι, το πρώτο πράγμα που κάναμε αφού τακτοποιήσαμε τα ψώνια μας ήταν να ανοίξουμε το πακέτο με το τυρί, έτοιμοι να το περιποιηθούμε καταλλήλως. Όμως, τι δυσάρεστη έκπληξη ήταν αυτή! Προτού καλά καλά ανοίξουμε τη συσκευασία, πλημμύρισε το δωμάτιο μια έντονη μυρωδιά αμμωνίας, λες και κάποιος είχε κατουρήσει πάνω στο τυρί.
        «Απαπά!» είπα αναγουλιασμένος . «Τι είναι αυτή η βρώμα; Σίγουρα είναι χαλασμένο!»
        Ο αδερφός μου συμφώνησε μαζί μου απόλυτα (αν και ήταν ήδη κάμποσο καιρό στην Ελβετία, μάλλον ήταν κι αυτός αρχάριος στο θέμα «γαλλικά τυριά»). Έτσι πήραμε το ανοιγμένο πακέτο και επιστρέψαμε στο σουπερμάρκετ, σκοπεύοντας – κατά την ελληνική συνήθεια – να κάνουμε φασαρία. Φουριόζοι, πάμε στο ταμείο, και κραδαίνοντας το μισανοιγμένο τυρί, αρχίσαμε να φωνάζουμε πως δεν θα μας πιάσουν κορόιδα αυτοί και πως θέλουμε τα λεφτά μας πίσω.
        «Ηρεμήστε. Δεν έγινε και τίποτα!» μας καθησύχασε ο ευγενέστατος και ψυχραιμότατος ταμίας.
         «Μα το τυρί σας είναι χαλασμένο. Βρωμάει!» επιμέναμε εμείς.
         «Αφήστε το και πάρτε ένα άλλο», μας πρότεινε εκείνος, αποστομώνοντας μας, καθώς ειδικά την δεκαετία του 70 τέτοιου είδους συμπεριφορές ήταν άγνωστες σε μας τους Έλληνες. Ο τύπος δεν είχε καν κοιτάξει αν το τυρί ήταν χαλασμένο και μας έδινε το ελεύθερο να πάρουμε μια άλλη συσκευασία! «Είναι τρελοί αυτοί οι Ελβετοί…» σκεφτήκαμε αλλά δεν είπαμε κουβέντα. Απλά αφήσαμε το πακέτο που είχαμε αγοράσει προηγουμένως και πήραμε ένα καινούριο.
         Περιττό να πω ότι επιστρέφοντας στο σπίτι έγινε πάλι το ίδιο σκηνικό: Ανοίγουμε το τυρί και για δεύτερη φορά μας πήρε η ίδια ακριβώς μπόχα. «Γρήγορα πίσω!» είπα στον αδερφό μου που ήταν κι εκείνος εξίσου αγανακτισμένος με μένα.
        Ξανά μανά επιστρέφουμε στο σουπερμάρκετ, αποφασισμένοι αυτή τη φορά να τους τα ψάλουμε για τα καλά. Δεν θα τους επιτρέπαμε να μας τουμπάρουν πάλι με τις ευγένειές τους. «Μα δεν ντρέπεστε;» είπαμε εκνευρισμένοι στον ταμία. «Μας πουλήσατε ξανά χαλασμένο τυρί!»
Εκείνος, εξίσου ψύχραιμος με πριν, μας πρότεινε να πάρουμε μια άλλη συσκευασία ή να μας δώσει τα λεφτά μας πίσω. Εμείς όμως θέλαμε ντε και καλά να παραπονεθούμε στον υπεύθυνο. Χωρίς χρονοτριβή, ο ταμίας φώναξε έναν κακόμοιρο τυπάκο, τον οποίο μας σύστησε ως υπεύθυνο του τμήματος των τυριών. Με το που άνοιξε το στόμα του, καταλάβαμε ότι ήταν Πορτογάλος .
        «Μυρίστε το», του είπα φέρνοντας το ανοιγμένο Caprice des Dieux στη μύτη του. «Είναι χαλασμένο!»
        «Έχετε απόλυτο δίκιο», είπε εκείνος «Πράγματι είναι χαλασμένο. Πάρτε ένα άλλο».
        Παίρνουμε λοιπόν μια άλλη συσκευασία και την ανοίγουμε αυτή τη φορά μπροστά του για να αποφύγουμε τα άσκοπα πηγαινέλα. Και πάλι ξεχύθηκε η ίδια αφόρητη μυρωδιά.
        Κάνοντας μια γκριμάτσα αηδίας, ο Πορτογάλος παραδέχτηκε ότι και αυτό το τυρί ήταν χαλασμένο. Υποψιασμένος πια, άνοιξε άλλα δυο-τρία πακέτα και αφού αποφάνθηκε ότι ολόκληρη η παρτίδα ήταν για πέταμα, έδωσε εντολή να αποσυρθούν όλα τα Caprice des Dieux από τα ράφια του καταστήματος. Τα οποία, παρεμπιπτόντως, ήταν μια χαρά. Απλώς, ο υπεύθυνος του τμήματος αποδείχτηκε τόσο άσχετος με τα γαλλικά τυριά όσο κι εμείς. Μας πήρε κάμποσα χρόνια για να μάθουμε να εκτιμάμε αυτή την υπέροχη … μπόχα.