Για τα παιδιά του ορφανοτροφείου που μέχρι πριν λίγο είχαν γνωρίσει μόνο τη φρίκη του πολέμου, την απώλεια και μια μίζερη πραγματικότητα από τις σκηνές των στρατοπέδων μέχρι το ορφανοτροφείο όπου ζουν σήμερα, ο Δημήτρης – πέρα από τους υπολογιστές που τους πήγε, την τηλεόραση που κατάφερε να τους δωρίσουν, τη στοιχειώδη έστω ιατροφαρμακευτική περίθαλψη που τους εξασφάλισε και τα μαθήματα που τους έκανε για να τα βοηθήσει – φρόντισε και για την ψυχαγωγία τους (λέξη άγνωστη για τα περισσότερα από αυτά). Μερικά παιδιά πήγαν για πρώτη φορά στη ζωή τους σε εστιατόριο ή σε πιτσαρία μαζί του, πήγαν σε πάρτυ και περιπάτους, πήγαν στο ζωολογικό κήπο, πήγαν ακόμα και εκδρομή. Παρακάτω, παραθέτω άλλο ένα μεταφρασμένο απόσπασμα από το ημερολόγιό του. Ο.
Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου
Τι μέρα κι αυτή! Ξεκινήσαμε γύρω στις 10 το πρωί αντί στις 8 που προβλεπόταν, δηλαδή ακριβώς στην ώρα μας, σύμφωνα με την κονγκολέζικη έννοια του χρόνου. Ευτυχώς δεν έχει βρέξει όλη τη νύχτα και η μέρα ήταν ηλιόλουστη. Είμαστε σαν τις σαρδέλες για άλλη μια φορά στο βανάκι, γιατί παρ’ όλες τις συστάσεις μου ο Désiré φέρνει μαζί του τη γυναίκα του τη Mirfi και την αδερφή της την Candy. Κατανοητό, αφού κι εκείνες δεν έχουν πάει ποτέ τους εκδρομή, όμως προτεραιότητά μας ήταν τα παιδιά και εφόσον δεν μπορούσαμε να νοικιάσουμε μεγαλύτερο λεωφορείο, καλό θα ήταν οι δύο γυναίκες να μείνουν στο σπίτι.
Γύρω στη μία το μεσημέρι αφήνουμε πίσω μας τον κεντρικό δρόμο για να κατευθυνθούμε προς τους καταρράκτες. Μία ταμπέλα μας πληροφορεί ότι απέχουν 56 χιλιόμετρα. Ω Θεέ μου!!! Πενήντα έξι χιλιόμετρα στην αφρικανική σαβάνα κι έτσι σαρδελοποιημένοι – θα είναι πραγματική κόλαση… Και ήταν… Στο δρόμο προς τους καταρράκτες διασχίζουμε πολλά πρωτόγονα χωριά. Τα σπίτια είναι φτιαγμένα από αυτοσχέδιους πλίνθους από άργιλο στεγνωμένους στον ήλιο, ενώ η στέγη τους είναι από άχυρα. Τουλάχιστον εδώ όλα φαίνονται καθαρά. Το πράσινο κάνει το σύνολο πολύ ευχάριστο στο μάτι, σε αντίθεση με την ασχήμια της πρωτεύουσας. Τα παιδιά που παίζουν στις αυλές, μόλις αντιληφθούν το λεωφορείο μας, μας χαιρετούν και τρέχουν δίπλα μας. Και μόλις με βλέπουν καθισμένο ανάμεσα στους μαθητές μου, φωνάζουν: «Mundele, mundele» (λευκός) οπότε τα πιτσιρίκια μες στο βανάκι με κοιτούν και σκάνε στα γέλια. Επίσης μου δείχνουν πως τα πιο μικρά που βρίσκονται έξω κλαίνε, γιατί δεν έχουν δει ποτέ τους λευκό άνθρωπο.
Παρ’ όλο που δεν υπάρχει τίποτα το προσβλητικό σ’ αυτή την προσφώνηση, δεν μου είναι καθόλου ευχάριστο να ακούω συνέχεια γύρω μου «mundele, mundele». Αυτομάτως αισθάνομαι μια συμπάθεια για όλους τους μαύρους που εμείς αποκαλούμε «νέγρους» ή «αράπηδες». Ο Désiré με πληροφορεί ότι η έννοια της εκπαίδευσης και του σχολείου είναι ανύπαρκτες στις επαρχίες του Κονγκό. Μου έρχονται τότε στο μυαλό οι στατιστικές που είχα διαβάσει προτού έλθω εδώ, σύμφωνα με τις οποίες ο μισός πληθυσμός της χώρας είναι αναλφάβητος.
Διασταυρωνόμαστε με ένα φορτηγό που έχει πάθει βλάβη, και το οποίο είναι φορτωμένο με πίλι (κάτι κονγκολέζικες πιπεριές) και σαφού, ένα φρούτο που χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης σ’ αυτή τη χώρα και που δεν καταναλώνεται ωμό αλλά μαγειρεμένο. Μας λένε να πάρουμε τα σακιά που έχουν μέσα γιατί το φορτηγό θα επισκευαστεί σε τρεις μέρες το νωρίτερο και μέχρι τότε το πίλι και τα σαφού θα είναι για τα σκουπίδια. Εμείς απαντάμε πως θα πάμε μέχρι τους καταρράκτες και στην επιστροφή ίσως μπορέσουμε να τους βοηθήσουμε.
Προχωράμε πολύ αργά και σε ορισμένα σημεία αναγκαζόμαστε να κατέβουμε και να σπρώξουμε προκειμένου να βοηθήσουμε το λεωφορείο μας να ξεκολλήσει από την άμμο ή τη λάσπη. Αναρωτιέμαι αν θα τα καταφέρουμε να φτάσουμε στον προορισμό μας, καθώς ο ουρανός είναι απειλητικός και η βροχή δεν θα αργήσει να έρθει. Ευτυχώς αυτή τη φορά δεν έχουμε να κάνουμε με τροπική καταιγίδα, όμως παρ’ όλα αυτά κάθε φορά που βγαίνουμε για να ξεκολλήσουμε το όχημά μας, βουτάμε κυριολεκτικά μες στη λάσπη. Τα ρούχα μας, τα χέρια μας, τα πόδια μας, τα πρόσωπά μας είναι τόσο λερωμένα!
Μετά από τέσσερις ώρες φτάνουμε επιτέλους στους καταρράκτες. Δεν το είχαμε προβλέψει, όμως πρέπει να πληρώσουμε 5 δολάρια το άτομο για να τους επισκεφτούμε. Μετά από διαπραγματεύσεις καταλήγουμε στα 20 δολάρια για όλους.
Ένας ξεναγός μας οδηγεί στους καταρράκτες μέσα από το τροπικό δάσος. Η άγρια βλάστηση και η μουσική του τρεχούμενου νερού μας μαγεύουν. Μετά από 20 λεπτά φτάνουμε. Το θέαμα είναι ανυπέρβλητο. Τα περισσότερα πιτσιρίκια αρχίζουν να φωνάζουν εκστασιασμένα. Δεν περίμεναν κάτι τέτοιο. Μόλις περνάει το πρώτο σοκ, τα παιδιά καταβροχθίζουν με τα μάτια τις εικόνες μπροστά τους. Η φωτογραφική μηχανή και η βιντεοκάμερα δουλεύουν ασταμάτητα. Ο ενθουσιασμός είναι στο αποκορύφωμά του. Τα παιδιά χαίρονται που υπάρχουν τέτοια θαύματα της φύσης μέσα στη χώρα τους. Το Κονγκό δεν είναι μόνο η ασχήμια της γειτονιάς τους, αλλά και αυτό. Δεν παύουν να λένε: «Σ’ ευχαριστούμε, Δημήτρη, που μας έφερες εδώ».
Φορώντας μαγιό ή ακόμα και εσώρουχα, όλοι – μη εξαιρουμένου και του οδηγού – πλησιάζουμε και αφήνουμε να μας ψεκάσει το νερό που πέφτει από ύψος 70 μέτρων. Τα παιδιά χοροπηδάνε από χαρά, τραγουδάνε, πλατσουρίζουν – κάνουν ότι τους περάσει από το μυαλό για να δείξουν πόσο ευχαριστημένα είναι.
Αρχίζει να νυχτώνει και δυστυχώς είναι ώρα να γυρίσουμε πίσω. Η επιστροφή, με τη βροχή που έχει πέσει, προμηνύεται πολύ δύσκολη. Είναι επτά παρά τέταρτο. Όλως περιέργως, παρ’ όλη τη βροχή, τη λάσπη και το σκοτάδι, τα προβλήματά μας είναι λιγότερα συγκριτικά με τον πηγαιμό. Ο οδηγός είναι πιο έμπειρός τώρα και τα καταφέρνει καλύτερα στα επικίνδυνα σημεία Διασχίζουμε τα ίδια χωριά, όμως αυτή τη φορά μες στο σκοτάδι δεν βλέπουμε παρά μόνο τις φωτιές που έχουν ανάψει οι ντόπιοι για να μαγειρέψουν, αφού το ηλεκτρικό ρεύμα εδώ είναι άγνωστο. Σκέψου πόσο άδικο είναι να μένεις μόλις μερικά χιλιόμετρα από τους καταρράκτες που έχουν τέτοια δυνατότητα υδροηλεκτρικής ενέργειας και να μην έχεις ρεύμα. Από αυτούς τους καταρράκτες, το Κονγκό όχι μόνο ηλεκτροδοτεί την Κινσάσα αλλά και εξάγει ρεύμα στη Νότιο Αφρική.
Ξανασυναντάμε το χαλασμένο φορτηγό που συναντήσαμε το μεσημέρι. Δίνω την άδεια στον οδηγό μας – εφόσον δεν υπάρχει κίνδυνος – να φορτώσει άντρες και εμπορεύματα στη σκεπή. Μετά από λίγο, βλέπουμε άλλο ένα φορτηγό που έχει κολλήσει και μας φράζει τον δρόμο. Ακόμα και με τη βοήθειά μας, θα ξεκολλήσουν από τη λάσπη μετά από πολλές ώρες. Είναι αποκαρδιωτικό. Όλοι πεινάνε και είναι πολύ κουρασμένοι. Θέλουμε να φτάσουμε όσο γίνεται πιο γρήγορα στον θείο της Maman Mirfi που μας περιμένει στην Banza Ngungu να φάμε και να κοιμηθούμε. Ο οδηγός προτείνει να ακολουθήσει μια διαδρομή μέσα από τη σαβάνα προκειμένου να κόψει δρόμο. Όμως προτιμά να το κάνει αυτό χωρίς φορτίο. Μας δίνει λοιπόν ραντεβού στο επόμενο χωριό, μερικά χιλιόμετρα πιο πέρα. Κατεβαίνουμε όλοι και περπατάμε μέσα στο σκοτάδι. Ο περίπατος είναι υπέροχος κάτω από το φως του φεγγαριού μέσα στο τροπικό δάσος. Κάποιος ρωτάει αν υπάρχουν άγρια ζώα στην περιοχή. «Δεν ξέρω», απαντάω, «όμως αν υπάρχει κανένα λιοντάρι, καλά θα κάνει να μην πλησιάσει, γιατί έτσι όπως είμαστε πεινασμένοι, θα καταλήξει στα κάρβουνα». Όλα τα παιδιά σκάνε στα γέλια.
Η υποδοχή από τους χωρικούς είναι πολύ θερμή. Βγάζουν σεντόνια που τα απλώνουν κατά γης για να ξαπλώσουμε και καρέκλες για να καθίσουμε. Είναι όλοι τους πολύ φιλόξενοι. Ποτέ δεν μου είχε περάσει από το μυαλό πως μετά από μια ρομαντική βόλτα στο σεληνόφως μέσα στην αφρικανική σαβάνα, θα περίμενα να κάνω ωτοστόπ σε ένα λεωφορείο. Το βανάκι επιτέλους εμφανίζεται και αμέσως παίρνουμε πάλι τον δρόμο της επιστροφής, όχι όμως για πολύ, καθώς ένα άλλο φορτηγό που έχει κολλήσει κι αυτό στη λάσπη μας φράζει τον δρόμο. Εδώ τα πράγματα φαίνονται ακόμα πιο δύσκολα: άντρες με φτυάρια προσπαθούν να διώξουν τη λάσπη από τις ρόδες, όμως μόλις με βλέπουν αρχίζουν να φωνάζουν: «Mundele, mundele». Όλοι θέλουν να φωτογραφηθούν μαζί μου. Για να με ευχαριστήσουν, μου προσφέρουν σαφού και φρέσκα φιστίκια, τα οποία μοιράζω αμέσως στα παιδιά που είναι πεινασμένα, αφού από το πρωί δεν έχουν φάει παρά ένα κομμάτι ψωμί.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, διαπιστώνουμε μέσα στο σκοτάδι ότι μας έχει σκάσει ένα λάστιχο. Ο οδηγός μας προτείνει πάλι το ίδιο. Μας δίνει ραντεβού στο επόμενο χωριό. Ο ίδιος θα αλλάξει λάστιχο και θα κόψει δρόμο για να μας συναντήσει. Για άλλη μια φορά περπατάμε κάτω από το φως του φεγγαριού μέχρι να τον βρούμε.
Είναι περασμένα μεσάνυχτα όταν φτάνουμε στο σπίτι του θείου που είχε πάψει να ελπίζει ότι θα μας δει. Ανάβουμε φωτιά για να μαγειρέψουμε ρύζι και πούντου. Με βάση, πάντα, τη μανιόκα. Είναι τρεις το πρωί όταν τελικά καθόμαστε να φάμε.
Στην τηλεόραση παίζει το έργο «Hotel Rwanda» που αφηγείται πολύ ρεαλιστικό τη γενοκτονία που έγινε πριν από μερικά χρόνια σ’ αυτή τη γειτονική χώρα και που στη συνέχεια πυροδότησε τον πόλεμο στο Κονγκό, έναν πόλεμο που συνεχίζει να μαίνεται στις ανατολικές επαρχίες. Ξαπλώνουμε όλοι στο πάτωμα για να δούμε την ταινία, αγκαλιασμένοι μεταξύ μας. Παρ’ όλη την κούραση, τα παιδιά έχουν τα μάτια κολλημένα στην τηλεόραση. Θέλουν να καταλάβουν τι συνέβη. Γιατί είναι ορφανά, αφού με μια δυο εξαιρέσεις, έχουν όλα χάσει τους γονείς τους σ’ αυτόν τον πόλεμο. Ο ύπνος, όμως, δεν μας αφήνει να δούμε το τέλος.
Τρίτη 15 Φεβρουαρίου
Πρωινό ξύπνημα κατά τις 7 η ώρα, παρ’ όλη τη χτεσινή κούραση. Η τουαλέτα εδώ είναι μια τρύπα στη μια γωνιά της αυλής, ενώ το «ντους» περιβάλλεται από μερικές λαμαρίνες στην άλλη γωνία για να σου εξασφαλίζει ένα μίνιμουμ προστασίας από τα αδιάκριτα βλέμματα. Το νερό φτάνει εδώ με κουβάδες. Ευτυχώς βρέχει, οπότε έτσι διευκολύνεται το ξέβγαλμα. Ο Désiré, προνοητικός όπως πάντα, είχε φέρει μαζί του λίγο καφέ. Πρέπει να παραδεχτώ ότι όλοι κάνουν ό,τι μπορούν για να με ευχαριστήσουν. Ο καφές μας βοηθάει να ξυπνήσουμε λίγο καλύτερα.
Τα παιδιά θέλουν να ξαναδούν το χτεσινοβραδινό φιλμ, οπότε ξαναβάζουμε το βίντεο. Στις πολύ ρεαλιστικές σκηνές με τις σφαγές, φοβούνται και αναστατώνονται. Πότε ο Papa Désiré πότε εγώ, κάνουμε παρεμβάσεις για να τους εξηγήσουμε τα γεγονότα ή για να κάνουμε κάποιο σχόλιο. Είναι πολύ συγκινητικό να τα βλέπεις να παρακολουθούν ένα έργο που τα αφορά άμεσα. Σίγουρα θα οργανώσουμε μια βραδιά στο ορφανοτροφείο με μια συζήτηση πάνω στο θέμα.
Φεύγουμε για τις σπηλιές. Κάνουμε πρώτα μια στάση στο τοπικό τουριστικό γραφείο για να συζητήσουμε με τον υπεύθυνο το αντίτιμο εισόδου. Στην αρχή είναι 5 δολάρια το άτομο. Με το που εμφανίζομαι εγώ, αυτό γίνεται 15 δολάρια, που είναι η τιμή για τους λευκούς. Αρχίζουμε τα αναπόφευκτα παζάρια. Εξηγώ ότι πρόκειται για ορφανά και ότι μπορούν να δείξουν μια γενναιοδωρία για τα δικά τους παιδιά. Μπροστά στην αποφασιστικότητά μου να μην αγοράσω παρά μόνο ένα εισιτήριο και να αφήσω όλους τους άλλους έξω, η τιμή εισόδου για όλους μας γίνεται 30 δολάρια. Επιβιβαζόμαστε για να ξεκινήσουμε, αλλά το λεωφορείο κολλάει στη λάσπη, έτσι αναγκαζόμαστε να κάνουμε 5 χιλιόμετρα με τα πόδια μέσα στο δάσος. Πρώτη στάση στο χωριό για να πάρουμε άδεια επίσκεψης από τον αρχηγό. Είναι ένας ηλικιωμένος άντρας που είχε πολεμήσει στον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο. Μας αφηγείται ένδοξες ιστορίες και βάζει το στρατιωτικό καπέλο της εποχής για μερικές αναμνηστικές φωτογραφίες. Μετά από μια καταπληκτική βόλτα μέσα στο τροπικό δάσος, βρισκόμαστε στην είσοδο της σπηλιάς. Η σπηλιά δεν έχει τίποτα το εξαιρετικό, όμως για τα παιδιά είναι η πρώτη φορά που μπαίνουν στα έγκατα της γης, μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, έχοντας μόνο ένα φακό που είχαμε φέρει μαζί μας. Είναι πολύ εντυπωσιασμένα.
Είναι περίπου τέσσερις το απόγευμα που παίρνουμε τον δρόμο της επιστροφής. Φτάνουμε στο ορφανοτροφείο γύρω στις εννιά το βράδυ. Τα μικρά που δεν ήταν μαζί μας και μας περίμεναν με ανυπομονησία, μας υποδέχονται πολύ θερμά. Τους λείψαμε, αλλά κι εκείνα μας έλειψαν. Θα προσπαθήσω να βρούμε ένα τρόπο να επισκεφτούν κι εκείνα αυτά τα ωραία μέρη.