Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2010

ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΣΥΝΕΧΕΙΑ

Βιβλίο ολόκληρο θα μπορούσε να γράψει κανείς για τον Βλαντιμίρ. Βίος και πολιτεία… Καταρχάς ήταν το πιο ζωντανό, το πιο αισιόδοξο και το πιο γενναιόδωρο πλάσμα που γνώρισα ποτέ. Χαρισματικός όσο κανένας άλλος. Ένας άνθρωπος με τόση θετική ενέργεια, που ό,τι κι αν του παρουσιαζόταν, ακόμα και η μεγαλύτερη αναποδιά, αυτός όχι μόνο δεν το έβαζε κάτω, αλλά πάντα θα γύριζε τα πράγματα έτσι ώστε να βγάλει στην επιφάνεια μια καλή τους πλευρά. Επίσης από μικρός ήταν ο τύπος που δεν μπαίνει σε καλούπια, που κινείται με μια ελευθερία αδιανόητη για το μέσο όρο, ωστόσο ποτέ δεν ζούσε σε βάρος των άλλων και είχε σεβασμό για τους γύρω του, μικρούς και μεγάλους. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ήταν ένας μάγος, ένας γητευτής των πάντων. Δεν ξετρέλαινε μόνο τα κορίτσια, αλλά κέρδιζε με τη μία όλους όσοι τύχαινε να τον γνωρίσουν.
Στον αντίποδα του Βλαντιμίρ, είχαμε τον Φιλίπ – ένα παιδί που με το που το έβλεπες καταλάβαινες περί τίνος επρόκειτο: η προσωποποίηση της τυπικότητας. Ήταν αδύνατος και κατάλευκος, με μια χωρίστρα που νόμιζες ότι την έκανε με χάρακα. Και πάντα κουστουμαρισμένος – ακόμα και στο μάθημα ερχόταν με παπιγιόν. Συχνά πυκνά τον επισκέπτονταν οι γονείς του, που ήταν κι εκείνοι τελείως αποστειρωμένοι. Φειδωλοί στα λόγια και στις συναισθηματικές εκδηλώσεις τους. Και, φυσικά, αριστοκρατικής καταγωγής.
Αυτός ο Φιλίπ, λοιπόν, ήταν τόσο ήσυχος και υπάκουος, ήταν τόσο καλό παιδί και τόσο επιμελής μαθητής που σε προβλημάτιζε. Ό,τι του έλεγες το έκανε κατά γράμμα και δεν παρέκλινε ούτε κατά μία τρίχα. Συνεπέστατος, σοβαρός, τέλειος… Τόσο που σε έφερνε στο σημείο να πεις: «Μα κάνε και κάτι στραβό επιτέλους, βρε παιδάκι μου!» Δεν χρειαζόταν πτυχίο ψυχολογίας για να καταλάβει κανείς ότι έπρεπε να βοηθήσουμε αυτό το παιδί να βγει από την «τελειότητα» του, να χαλαρώσει λίγο και να ζήσει κι αυτό τις χαρές της ηλικίας του. Αυτό δεν ήταν μόνο δική μου διαπίστωση, αλλά και του διευθυντή, ο οποίος είχε και τη φαεινή – πλην ριψοκίνδυνη – ιδέα να βάλει τον Φιλίπ στο ίδιο δωμάτιο με τον Βλαντιμίρ!
Άλλο παιδί του τύπου του Βλαντιμίρ θα το θεωρούσε αυτό τη μεγαλύτερη τιμωρία. «Γιατί με βάλατε στο ίδιο δωμάτιο με τόσο άψογο παιδί!» θα έλεγε. «Εγώ θέλω να είμαι με τους φίλους μου, την τσακαλοπαρέα». Ο Βλαντιμίρ, όμως, δεν το είδε καθόλου έτσι. Και αυτό ήταν το μεγαλείο του: τα πήγαινε καλά με όλους. Με τον Φιλίπ; Με τον Φιλίπ. Καμία αντίρρηση. Ίσα-ίσα, βρέθηκε στο στοιχείο του, γιατί του είχε δοθεί υλικό για να μεγαλουργήσει.
Μόλις, λοιπόν, βρέθηκαν τα δύο άκρα στο ίδιο δωμάτιο, ο Βλαντιμίρ πήρε αμέσως δραστικά μέτρα. Τον υποχρέωσε να ξεχάσει τα κοστούμια του και να φορέσει επιτέλους κι αυτός ένα τζιν όπως όλα τα παιδιά (το οποίο σημειωτέον του το αγόρασε και ο ίδιος με το χαρτζιλίκι του). Και μάλιστα τζιν τριμμένο και σκισμένο, όπως επέβαλε η μόδα. Τι να κάνει ο κακομοίρης ο Φιλίπ – δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς. Βέβαια έλεγε έντρομος: «Θα με σκοτώσουν οι γονείς μου, αν με δουν ντυμένο έτσι».
«Σταμάτα τη γκρίνια και φόρα το», του επιβαλλόταν ο συγκάτοικος, χωρίς να του αφήνει κανένα περιθώριο αντίδρασης. Και πράγματι, το Σαββατοκύριακο που ήρθαν να τον δουν οι γονείς του, ο πατέρας έπαθε σοκ όταν ο γιος του εμφανίστηκε με τη νέα του αμφίεση. Ευτυχώς παρενέβη ο διευθυντής και έσωσε την κατάσταση.
Άσε που από την πρώτη μέρα κιόλας, ο Βλαντιμίρ τραβολογούσε τον Φιλίπ στους κοιτώνες των κοριτσιών, το «δεύτερό του σπίτι», που βρισκόταν περίπου ένα χιλιόμετρο μακριά από το κτίριο των αγοριών.
«Μα ντρέπομαι…» έλεγε ο Φιλίπ.
«Θα έρθεις θες δε θες», ήταν η απάντηση του Βλαντιμίρ.
«Μα θα μας πιάσουν», ξανάλεγε ο Φιλίπ που οι παρανομίες δεν ήταν καθόλου του στυλ του.
«Σιγά μη μας πιάσουν», τον καθησύχαζε ο πάντα ατάραχος Βλαντιμίρ. «Μα..» πήγαινε να διαμαρτυρηθεί ο Φιλίπ.
«Δεν έχει μα!»
Από τη μία είχαμε, λοιπόν τον Βλαντιμίρ που όποια πόρτα κι αν άνοιγε, τον υποδέχονταν μετά βαΐων και κλάδων, κι από την άλλη τον Φιλίπ που δεν τολμούσε να ανοίξει καμία πόρτα. Ήταν τόσο, μα τόσο ντροπαλός που ούτε μπορούσε να διανοηθεί μια τέτοια κίνηση. Τώρα όμως ήταν κι εκείνος ευπρόσδεκτος στις παρέες των κοριτσιών, και μάλιστα χωρίς να κάνει καμία προσπάθεια. Γιατί ο Βλαντιμίρ ήταν κάθετος: Ή και τους δύο ή κανέναν.
Τα αξιομνημόνευτα περιστατικά αυτής της επεισοδιακής συγκατοίκησης είναι αναρίθμητα. Η ουσία όμως ήταν μία. Όταν έβαλαν τα δυο αγόρια στο ίδιο δωμάτιο, ο Βλαντιμίρ όχι απλώς δεν δυσανασχέτησε, όχι απλώς δέχτηκε την ιδέα, όχι απλώς δεν είδε ούτε για μια στιγμή αφ’ υψηλού τον Φιλίπ, αλλά προσπάθησε να κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσε για τον φίλο του. Μότο του ήταν «Η ζωή είναι ωραία μόνο όταν τη μοιράζεσαι». Τα δώρα που του προσφέρονταν απλόχερα δεν είχαν καμία αξία αν ήταν να τα κρατήσει μόνο για τον εαυτό του. Ήθελε συνδαιτυμόνες στο τραπέζι της χαράς, συγκάτοικους στο σπίτι της τρέλας, συνοδοιπόρους στην περιπέτεια της ζωής, συνένοχους στις ξεκαρδιστικές σκανταλιές του.
Όπου κι αν πήγαινε ήταν γιορτή. Θυμάμαι ένα καλοκαίρι που είχε έρθει μαζί με τη μετέπειτα γυναίκα του και την αδερφή του στο εξοχικό μας στην Επανομή. Το σπίτι ήταν μικρό για όλους εμάς που είχαμε μαζευτεί – εκτός από τους φιλοξενούμενους κι εμένα , ήταν εκεί κι η μητέρα μου, ο πατέρας μου, ο αδερφός μου, η γυναίκα του και τα δύο τους παιδιά -- και οι ανέσεις στοιχειώδεις. Ήμασταν κυριολεκτικά ο ένας πάνω στον άλλον. Ωστόσο, η γκρίνια κι η μιζέρια δεν χωράει εκεί που είναι ο Βλαντιμίρ, ο οποίος έχει πάντα καλή διάθεση και την εκπληκτική ικανότητα να φτιάχνει και τη διάθεση των άλλων. Τα ανίψια μου, ο Βασίλης κι ο Αλέξανδρος, είχαν ξετρελαθεί μαζί του καθώς τους έκανε μαγικά, μιμήσεις, αστεία, έπαιζε μαζί τους μαξιλαροπόλεμο, μασκαρευόταν ή εμφανιζόταν εκεί που δεν τον περίμεναν, προκαλώντας τους αυτό το ανάμικτο συναίσθημα τρομάρας και ευφορίας. Τον λάτρεψαν κι αυτοί όπως και οι γονείς μου, στους οποίους και πάλι αφιέρωνε χρόνο και ενέργεια. Ήθελε όλους να τους περιλαμβάνει – να μην αποκλείει κανένα – και μάλιστα σ’ όλες τις δραστηριότητες. Πρότεινε, για παράδειγμα, να πάμε για νυχτερινό μπάνιο στις τρεις τα ξημερώματα.
«Ξύπνα και τη μαμά σου», μου έλεγε. «Πρέπει να’ ρθει κι αυτή μαζί μας».
«Δεν είμαστε καλά», προσπαθούσα να τον συνετίσω εγώ.
«Κρίμα είναι να χάσει τέτοια φάση», επέμενε εκείνος και πήγαινε να την ξυπνήσει ο ίδιος.
Όλοι ανεξαιρέτως άξιζαν την προσοχή του. Με όλους ασχολιόταν και όλους τους αιχμαλώτιζε με τη γενναιοδωρία της ψυχής του.
Ένα άλλο δυνατό του σημείο ήταν οι εκπλήξεις. Εμφανιζόταν πάντα out of the blue, σαν τον Κίτο, τον Γιαπωνέζο βοηθό του Κλουζό στο Ροζ Πάνθηρα. Δεν ήξερες από πού θα σου’ ρθει – σαν ένας σίφουνας, σαν ένα τσουνάμι που απλώς έπρεπε να το υποστείς.
Δεν θα ξεχάσω τότε που μπήκε ακροπατώντας στο σπίτι μου στο Γκστάαντ στις τέσσερις το πρωί (είχε πάντα τα κλειδιά στην τσέπη του) επιστρέφοντας από το Παρίσι, έτσι… για να μου πει ένα «γεια!». Πάει στην κρεβατοκάμαρα και αφού άναψε έναν αναπτήρα είδε ότι στο κρεβάτι μου ήταν οι γονείς μου. Έρχεται στο σαλόνι και σκύβοντας δίπλα στον καναπέ ανάβει πάλι τον αναπτήρα, αλλά τόσο κοντά στο πρόσωπό μου που με έκαψε. «Βοήθεια!» ούρλιαξα και αμέσως άκουσα και τη μάνα μου και τον πατέρα μου να φωνάζουν: «Κλέφτης! Κλέφτης!» Πανζουρλισμός που γρήγορα μεταλλάχτηκε σε γέλια και χαρές, μόλις καταλάβαμε ότι ήταν ο αγαπημένος μας Βλαντιμίρ.
Μια άλλη φορά, είχα γυρίσει στο σπίτι μετά από ξενύχτι κι έπεσα να κοιμηθώ. Δεν πρόλαβε να με πάρει ο ύπνος και άκουσα ένα θόρυβο έξω από το δωμάτιο. Αυτά που θα διηγηθώ έγιναν σε κλάσματα του δευτερολέπτου, όμως είμαι υποχρεωμένος να τα πω αναλυτικά (απορώ πώς χώρεσαν σε τόσο λίγο χρόνο):
1. Σκέφτηκα πως είχε μπει κάποιος στο σπίτι πριν από μένα γιατί διαφορετικά θα άκουγα τα σκαλοπάτια της ξύλινης σκάλας να τρίζουν. Και, φυσικά, είχε έρθει για κακό. Ήμουν λοιπόν παγιδευμένος μέσα στο ίδιο μου το σπίτι.
2. Άρπαξα ενστικτωδώς το 45άρι (άδειο φυσικά) που είχα πάντα δίπλα στο κρεβάτι μου, πάνω στο κομοδίνο.
3. Σηκώθηκα πάνω, τέντωσα το χέρι μου και φώναξα «Αλτ! Πυροβολώ!» με φωνή τόσο άγρια που τρόμαξα κι εγώ ο ίδιος.
4. Άκουσα ένα «μπαμ!» και ένιωσα κάτι να με χτυπάει στο μέτωπο. «Ωχ, με φάγανε», είπα, πιστεύοντας πως με είχαν πυροβολήσει αλλά ο θάνατος δεν έρχεται ακαριαία. Ταυτόχρονα αισθάνθηκα μουσκεμένος.
Εκείνη τη στιγμή ανάβουν τα φώτα. Και τι να δω! Τον Βλαντιμίρ με δυο φιλενάδες του. Αυτό που με είχε χτυπήσει κατακούτελα ήταν ο φελλός από ένα μπουκάλι σαμπάνιας. Είχαν μπει στο σπίτι και με περίμεναν με ένα κιβώτιο σαμπάνιες για να γιορτάσουμε κι εγώ δεν θυμάμαι τι.
Πάντα απρόβλεπτος. Έξω από κάθε πρόγραμμα, έξω από κάθε λογική σειρά. Και εκεί κρυβόταν όλη η γοητεία του – στο αναπάντεχο της συμπεριφοράς του. Όπως τότε που γλεντούσαμε σε μια ντίσκο στην Κυανή Ακτή με κάτι κοπέλες που είχαμε γνωρίσει πριν από λίγη ώρα στο μπαρ ενός φίλου του. Εκεί που πίναμε και χορεύαμε και διασκεδάζαμε, έρχεται και μου λέει: «Σου χρωστάω κάτι για όλες τις ωραίες συζητήσεις που έχουμε κάνει μαζί και ήρθε η ώρα να σου το ξεπληρώσω». Ήταν γεγονός ότι είχαμε κουβεντιάσει πολλές φορές για τον Θεό, το Σύμπαν, την Αρχή και το Τέλος, αναλύοντας τις μεταφυσικές ανησυχίες μας. Και εκείνη τη στιγμή, ανάμεσα σε ξέφρενους χορούς, καπνούς και αλκοόλ, είχε νιώσει την ανάγκη να μου ανταποδώσει αυτό που θεωρούσε ότι μου όφειλε.
Μας βάζει λοιπόν σε ένα δεξιοτίμονο Range Rover που του είχε κόψει την οροφή, κάνοντας το να μοιάζει περισσότερο με ΡΕΟ, και οδηγώντας με ιλιγγιώδη ταχύτητα, μας πηγαίνει σ’ ένα λόφο όπου δεσπόζει μια εκκλησία με ένα νεκροταφείο θυμάτων του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Και έξω από την εκκλησία, χωμένο μέσα σ’ ένα βράχο, βρίσκεται ένα πελώριο μπρούτζινο άγαλμα της Παναγίας, ύψους 10-12 μέτρων, όπου το είχαν κρύψει οι Γάλλοι στον Β Παγκόσμιο Πόλεμο για να μην πέσει στα χέρια των Γερμανών και το κάνουν βόμβες. Το μέγεθος και μόνο σου προκαλούσε δέος. Πόσο μάλλον μέσα στη νύχτα λουσμένο απ’ το φως του φεγγαριού. Με μεγάλη κατάνυξη μπήκαμε στην εκκλησία οι τέσσερις μας, ο Βλαντιμίρ, εγώ και οι δύο σχεδόν άγνωστες (που σίγουρα θα απορούσαν πώς βρέθηκαν από τη ντίσκο στον οίκο του Θεού) και ανάψαμε ένα κεράκι. Το γλυκό φως των κεριών και η κλασική μουσική που ακουγόταν σιγανά έκανε την ατμόσφαιρα πολύ υποβλητική. Βγαίνοντας έξω, καθίσαμε καταγής και μείναμε σιωπηλοί μέχρι τα ξημερώματα, κοιτώντας την εκκλησία, τον ουρανό, τους τάφους των νεαρών στρατιωτών, τη γιγάντια Παναγία.
Αναμφίβολα, αυτή η νύχτα άξιζε πολλά, θα έλεγα πολύ περισσότερα απ’ όσα είχα προσφέρει εγώ στον Βλαντιμίρ όλα αυτά τα χρόνια που γνωριζόμαστε. Ακόμα και τώρα έχω την αίσθηση ότι από αυτό το παιδί έμαθα, δεν του έμαθα εγώ κι ας ήμουν καθηγητής του, ότι του χρωστάω, δεν μου χρωστάει.
Η πιο συγκλονιστική όμως εμπειρία που είχα με τον Βλαντιμίρ ήταν την ημέρα της κηδείας της μητέρας του. Δυστυχώς, τα τρία αδέρφια έχασαν τους γονείς τους πολύ νωρίς, και μάλιστα μέσα σε έναν χρόνο και τους δύο. Και με τον πατέρα, αλλά κυρίως με τη μάνα τους, είχαν πολύ μεγάλο δέσιμο, μια σχέση πολύ στενή και πολύ γλυκιά. Ιδιαίτερα ο Βλαντιμίρ, πέρα από την αγάπη και το σεβασμό που της είχε, τη θεωρούσε και την καλύτερή του φίλη. Σε κάθε παλαβομάρα του έπρεπε να συμμετέχει κι εκείνη. Για να εγκαινιάσει την καινούρια μηχανή του, για παράδειγμα, πρώτη και καλύτερη έκανε βόλτα τη μαμά του. Και η δύστυχη έτρεμε απ’ το φόβο της καθώς έτρεχαν με 200 χιλιόμετρα, όμως δεν του χάλαγε χατίρι. Άλλες φορές πάλι, την έφερνε στα μπαράκια και στα κλαμπ, και χόρευε μαζί της μέχρι τελικής πτώσης. «Τι θέλω εγώ, 50 χρονών γυναίκα μαζί σας;» του έλεγε, αλλά εκείνος όπως πάντα ήταν ανυποχώρητος. Δεν είναι δύσκολο, λοιπόν, να φανταστεί κανείς πόσο μεγάλη απώλεια ήταν ο θάνατός της, τη στιγμή μάλιστα που τα παιδιά ήταν μόλις 19,18 και 16 ετών.
Είχα παραστεί κι εγώ στην κηδεία της μητέρας του Βλαντιμίρ. Όπως ήταν αναμενόμενο, κατά τη διάρκεια της τελετής, η ατμόσφαιρα ήταν πολύ βαριά. Μια νέα γυναίκα είχε πεθάνει μέσα σε λίγους μήνες από καρκίνο, αφήνοντας ένα τεράστιο κενό στην οικογένεια.
Μετά την ταφή, πήγαμε στο σπίτι της οικογένειας στο Σεν Ζαν Καπ Φερά, -- σ’ εκείνο το εκπληκτικό σπίτι που λέγαμε πως έχει δημοσιευτεί σε πολλά αρχιτεκτονικά βιβλία και περιοδικά – για ένα ποτό. Ενώ λοιπόν πίναμε το ποτό μας, σιωπηλοί και κατηφείς όπως αρμόζει μετά από μία κηδεία, σηκώνεται πάνω ο Βλαντιμίρ και ξαναγεμίζοντας τα ποτήρια μας, λέει: «Η μητέρα μας δεν θα ήθελε να μας βλέπει έτσι. Αρκετά υπέφερε, ας μην τη στενοχωρήσουμε άλλο». Η επόμενη κίνησή του ήταν να βάλει μουσική στη διαπασών και να αρχίσει να χορεύει. Τον ακολούθησαν κι όλοι οι άλλοι, στην αρχή σφιγμένοι, μετά όλο και πιο χαλαροί, ώσπου η βραδιά εξελίχτηκε σε τρικούβερτο γλέντι, σε ξέφρενη γιορτή, ίσως στο καλύτερο πάρτυ που έχω πάει ποτέ. Ανοίχτηκαν σαμπάνιες στη μνήμη της, και άδειασαν πολλά μπουκάλια κρασί στο όνομά της. Και, φυσικά, γίναμε όλοι φέσι.
Αργότερα, το πάρτυ μεταφέρθηκε στου Jimmy’s, το γνωστό κλαμπ του Μόντε Κάρλο, όπου συνεχίσαμε τον χορό και την οινοποσία μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες.
Και αφού κλείσαμε το μαγαζί, τα βήματά μας μας έφεραν για δεύτερη φορά στο νεκροταφείο. Πηδήσαμε σβέλτα την ψηλή μάντρα, εφόσον οι καγκελόπορτες του κοιμητηρίου ήταν κλειδωμένες, πήγαμε στον τάφο της μητέρας των παιδιών και καθίσαμε όλοι γύρω της. Για άλλη μια φορά, ήπιαμε κρασί στη μνήμη της, αλλά και ποτίσαμε με κρασί το φρέσκο χώμα που τη σκέπαζε, αποχαιρετώντας την για πάντα, όχι με θρήνους αλλά με γέλια και τραγούδια. Η σκηνή ήταν άκρως σουρεαλιστική και ίσως κάποιος που δεν γνώριζε τον Βλαντιμίρ να θεωρούσε αυτή τη συμπεριφορά του βέβηλη και προσβλητική για το πρόσωπο της νεκρής. Όμως για μένα ήταν μια εκδήλωση πολύ τρυφερή, με βάθος και ουσία. Αδιαφορώντας για τα προσχήματα, ο Βλαντιμίρ έκανε ακριβώς αυτό που θα επιθυμούσε η μαμά του. Γιατί εκείνη σίγουρα ήθελε τα παιδιά της να είναι χαρούμενα κι ευτυχισμένα όχι μόνο όσο την είχαν κοντά τους, αλλά ακόμα και – ή κυρίως – εν τη απουσία της. Χωρίς το πένθος να τους μαυρίζει την ψυχή. Μόνο έτσι θα ξεκινούσε ήσυχη για το μεγάλο ταξίδι της.

1 σχόλιο:

  1. Εγώ πάλι θα κάνω σχόλιο για τη φωτογραφία την οποία δεν είχα ξαναδεί: Δύο πολύ αγαπημένοι φίλοι! (Κι ας είναι καθηγητής με μαθητή...)

    ΑπάντησηΔιαγραφή