Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2010

Η ΔΟΥΛΕΙΑ ΚΑΝΕΙ ΤΟΝ… ΦΟΙΤΗΤΗ


Από τις αρχές της φοιτητικής μου ζωής στη Γενεύη, ήμουν αναγκασμένος να δουλεύω από δω κι από κει σε τακτά χρονικά διαστήματα, γιατί ναι μεν οι γονείς μου μού έστελναν το τότε επιτρεπόμενο από τον νόμο φοιτητικό συνάλλαγμα – 300 ελβετικά φράγκα, που τύχαινε να είναι και το ποσόν το επιτρεπόμενο από τα οικονομικά τους –όμως για να ζήσω χρειαζόμουν τουλάχιστον άλλα τόσα. Ευτυχώς το πανεπιστήμιο της Γενεύης, διέθετε γραφείο ευρέσεως εργασίας, όπου ο κάθε ενδιαφερόμενος μπορούσε να βρει τη δουλειά που του ταίριαζε τη δεδομένη στιγμή. Πολλοί διάλεγαν να κάνουν μαθήματα ή μπέιμπι σίτινγκ, να δουλέψουν σε σουπερμάρκετ ή σε τυπογραφείο για να εξασφαλίσουν ένα χαρτζιλίκι, όμως προσωπικά προτιμούσα τις πολύωρες εργασίες με συγκεκριμένη διάρκεια τριών ή τεσσάρων ημερών και υψηλό μεροκάματο, που θα μου εξασφάλιζαν μέσα σε λίγες μέρες τα λεφτά που μου έλειπαν για τον μήνα.

Μια τέτοια δουλειά, καλοπληρωμένη αλλά και πολύ δύσκολη, την οποία έκανα αρκετά συχνά, ήταν η καταμέτρηση δερμάτων άγριων ζώων και κυρίως κροκοδείλων στο τελωνείο. Οι ποσότητες ήταν τεράστιες. Σαράντα χιλιάδες δέρματα κατέφταναν στοιβαγμένα σε εκατοντάδες κουτιά που έπρεπε να ανοιχτούν για να καταμετρηθεί το εμπόρευμα πριν το παραλάβει η εταιρεία που είχε κάνει την παραγγελία. Εμάς μας πλήρωνε τόσο η εταιρεία που τα παραλάμβανε όσο και εκείνη που τα έστελνε, κάνοντας μας να νιώθουμε κάτι σαν ορκωτοί λογιστές: «Ναι, πράγματι ήταν 40.000 τα δέρματα, ούτε ένα λιγότερο ούτε ένα περισσότερο», επιβεβαιώναμε και γι’ αυτό πληρωνόμαστε γύρω στα 10 φράγκα την ώρα. Επίσης κάναμε και ποιοτικό διαχωρισμό – τόσα Α’ ποιότητας, τόσα Β’ ποιότητας, τόσα Γ’.
Βέβαια, κάποιος που τα ακούει αυτά μπορεί να μην αντιλαμβάνεται τον βαθμό δυσκολίας αυτής της δουλειάς, θεωρώντας πως η καταμέτρηση εμπορευμάτων μπορεί μεν να είναι βαρετή αλλά δεν είναι και τόσο εξουθενωτική. Εδώ πρέπει να διευκρινίσω ότι η παράμετρος που έκανε τη δουλειά δύσκολη ήταν η ανυπόφορη μπόχα – ένα συνονθύλευμα από τη βαριά οσμή του ακατέργαστου δέρματος και την έντονη δυσωδία της αμμωνίας και των άλλων συντηρητικών με τα οποία πότιζαν τα τομάρια. Μια φριχτή μυρωδιά που ακόμα κι αν δεν σου έφερνε λιποθυμία ή εμετό, εισχωρούσε στις ίνες των ρούχων σου, στα μαλλιά σου, στους πόρους της επιδερμίδας σου, και μετά δεν έλεγε να σε αφήσει για μέρες, όσο κι αν τριβόσουν με σαπούνι, όσο κι αν αρωματιζόσουν με κολόνιες. Την κουβαλούσες μαζί σου, ή νόμιζες ότι την κουβαλάς, γιατί ήταν ολοζώντανη μέσα στα ρουθούνια σου.

Όμως νούμερο ένα σκληρή εργασία από αυτές που έκανα ως φοιτητής ήταν στο εργοστάσιο της MAZDA , όπου προσλήφθηκα για να πλένω τα νεοεισαχθέντα αυτοκίνητα που έφταναν από την Ιαπωνία σε κακό χάλι μετά από το ταξίδι τους με πλοία και με τρένα και τα οποία έπρεπε να αστράφτουν προτού σταλούν στις αντιπροσωπείες για να πουληθούν. Πάνω σε ειδικές λωρίδες σχηματίζονταν ολόκληρες αλυσίδες από χιλιάδες καινούρια αυτοκίνητα, που περίμεναν ένα ένα να καθαριστούν από ταινίες, κολλημένα χαρτάκια, σκόνες κ.τ.λ. από ένα εργατικό δυναμικό 500 ατόμων.
Με την προοπτική ότι θα δούλευα δύο μήνες και θα έβγαζα τα απαραίτητα χρήματα για μια ολόκληρη χρονιά, είχα ενθουσιαστεί. Βέβαια, το ωράριο ήταν εξουθενωτικό: 5:00 π.μ. – 5:00 μ.μ.. Και μάλιστα στην καρδιά του χειμώνα -Φεβρουάριο μήνα- που περιττό να πω πόσο βαρύς είναι στην Ελβετία. Την πρώτη μέρα, με το που μπήκα, με πλησιάζει ο υπεύθυνος , ο κύριος Σκοτολάτι (30 χρόνια από τότε θυμάμαι ακόμα το όνομά του και θα το θυμάμαι όσο ζω) και μου δείχνει μία σειρά από αυτοκίνητα. Προτού ξεκινήσω κάθε ένα από αυτά, έπρεπε να χτυπάω την κάρτα εργασίας που μου είχαν δώσει και μόλις τελείωνα έπρεπε να την ξαναχτυπάω για να καταγράφεται ο χρόνος που έκανα για να πλύνω κάθε κομμάτι. Ξεκινάω λοιπόν με τον φανατισμό του νεοφώτιστου και πέφτω με τα μούτρα στο πλύσιμο του πρώτου αυτοκινήτου , το οποίο έκανα λαμπίκο μετά από περίπου μιάμιση ώρα. Πάω να αρχίσω και το δεύτερο με το ίδιο κέφι και ξαφνικά βλέπω τον κύριο Σκοτολάτι από πάνω μου - ξερακιανό, στεγνό, βλοσυρό - και μου κόπηκαν τα ήπατα.
«Μιάμιση ώρα για ένα αυτοκίνητο;» ούρλιαξε.
«Ναι, αλλά το έκανα τέλειο», προσπάθησα να δικαιολογηθώ.
«Έχεις ένα τέταρτο για το καθένα. Ούτε λεπτό παραπάνω. Αλλιώς απολύεσαι», με προειδοποίησε. Και το εννοούσε.
Με έπιασε πανικός. Ο στόχος μου φάνηκε τελείως ανέφικτος. Είχα δουλέψει με όλη μου την ψυχή, χωρίς χασομέρι, και μου είχε πάρει 90 λεπτά για να πλύνω ένα αυτοκίνητο. Τώρα πώς θα μείωνα τον χρόνο μου στο ένα έκτο; Για να μην πω για το πόσο με είχε ενοχλήσει ο εκβιασμός: Ή κάνεις αυτό που σου λέω ή άντε γεια .
Τέλος πάντων… πολλά περιθώρια δεν είχα. Στρώθηκα αμέσως στη δουλειά, προσπαθώντας να χρησιμοποιήσω όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά τον εξοπλισμό με τον οποίο με είχαν προμηθεύσει και οργάνωσα την εργασία μου έτσι ώστε να προχωράω με τη σωστή σειρά και χωρίς περιττά πηγαινέλα. Οπότε μετά από δυο τρία αυτοκίνητα έφτασα – ω του θαύματος! – τον στόχο των 15 λεπτών.
Ένα αυτοκίνητο, λοιπόν, ανά 15 λεπτά. Και το ένα πίσω από το άλλο. Επί δώδεκα ώρες nonstop. Με μόνη διακοπή ένα εικοσάλεπτο διάλειμμα για το μεσημεριανό γεύμα. Οι ρυθμοί ήταν τέτοιοι που δεν είχαμε χρόνο να ανταλλάξουμε ούτε μία κουβέντα με τον διπλανό μας. Πραγματικά, εξοντωτική δουλειά που γινόταν ακόμα πιο αγχωτική κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του κύριου Σκοτολάτι. Και μετά γυρνούσα στο σπίτι, όπου έπρεπε να διαβάσω για το Πανεπιστήμιο. Απορώ πώς άντεχα…
Με τον καιρό, ωστόσο, άρχισε να εκτιμάται πολύ η απόδοσή μου. Τα πιο καλοπλυμένα αυτοκίνητα ήταν τα δικά μου. Μάλιστα τιμής ένεκεν, μου ανέθεσαν να πλένω τα αυτοκίνητα που προορίζονταν για το Σαλόνι του Αυτοκινήτου που γινόταν κάθε Μάρτιο στη Γενεύη. Κι εγώ ένιωθα πολύ περήφανος που είχα αυτή την ευθύνη. Αυτό βέβαια δεν μείωνε την κούραση μου.
Οι δύο μήνες πέρασαν γρήγορα και ήρθε και η τελευταία μου μέρα στο εργοστάσιο. Έφτασα στις 5 το πρωί όπως πάντα, έπλυνα κάμποσα αυτοκίνητα με τον γνωστό εξοντωτικό ρυθμό των 15 λεπτών ανά κομμάτι και περίμενα με ανυπομονησία να φτάσει 5 το απόγευμα για να σχολάσω, να πάρω τα λεφτά μου και να αφήσω πίσω μου δια παντός το εργοστάσιο, τα αυτοκίνητα και πάνω απ’ όλα τον στριμμένο κύριο Σκοτολάτι, τον φόβο και τον τρόμο των εργαζομένων. Είκοσι λεπτά όμως πριν από τις πέντε, με πλησιάζει ο ίδιος ο κύριος Σκοτολάτι και μου λέει: «Αρκετά. Δύο μήνες δεν έχεις σηκώσει κεφάλι. Τώρα σταμάτα και έλα στην αίθουσα συνεστιάσεων».
Σταμάτησα λοιπόν τη δουλειά και αφού πλύθηκα, πήγα, όπως μου είχε ζητηθεί, στην αίθουσα συνεστιάσεων . Όπου, προς μεγάλη μου έκπληξη, με περίμενε όλο το προσωπικό του εργοστασίου και ένας τεράστιος μπουφές με όλα τα καλά: τυριά, αλλαντικά, κρασιά… Είχα μείνει άφωνος. Είχε στηθεί ολόκληρο αποχαιρετιστήριο πάρτυ για χάρη μου, για χάρη ενός φοιτητή-εργάτη των δύο μηνών. Και διοργανωτής ήταν ο μέχρι τότε αχώνευτος κύριος Σκοτολάτι. Αυτός που λίγα λεπτά νωρίτερα δεν ήθελα να ξαναδώ μπροστά μου. Αυτός που υπολόγιζε ακόμα και το δευτερόλεπτο στη δουλειά. Και που τώρα είχε σχολάσει 500 άτομα 20 λεπτά νωρίτερα για να μου πουν αντίο. Που τώρα, με μία μαγική κίνηση, είχε δείξει μια ανθρώπινη πλευρά που δεν είχα φανταστεί ποτέ. Τα δάκρια άρχισαν να τρέχουν ποτάμι από τα μάτια μου. Δεν μπορούσα να αρθρώσω ούτε μία λέξη. Τότε ήταν που ορκίστηκα να μη βιαστώ ποτέ ξανά να κρίνω τους ανθρώπους.

Πάντως απ’ όλες τις δουλειές που έκανα στα φοιτητικά μου χρόνια, θα μπορούσα να πω πως η πιο περιπετειώδης, αν και ίσως η πιο σύντομη, ήταν η εμπειρία μου με το μπέιμπι-σίτινγκ. Όλοι οι συμφοιτητές μου έκαναν αυτή τη δουλειά να ακούγεται σαν να ήταν η πιο ξεκούραστη στον κόσμο. Οι αποδοχές δεν ήταν σπουδαίες – έβγαζες το πολύ 5 ελβετικά φράγκα την ώρα και ποτέ δεν καθόσουν πάνω από ένα τρίωρο – ωστόσο, σύμφωνα με τα λεγόμενα των φίλων μου, τις περισσότερες φορές μπορούσες να βάλεις το παιδί για ύπνο κι εσύ να διαβάζεις για το πανεπιστήμιο. Αντί λοιπόν να μελετάς στο σπίτι, πας και μελετάς στο σπίτι του παιδιού, και σου μένει και το χαρτζιλίκι. Το τερπνόν μετά του ωφελίμου.
Ένα ωραίο απόγευμα λοιπόν παρουσιάστηκα κι εγώ σε ένα σπίτι για να προσφέρω τις υπηρεσίες μου ως μπέιμπι-σίτερ. Με το που μου άνοιξαν την πόρτα, κατάλαβα ότι βρισκόμουν στο βασίλειο ενός παιδιού. Δεν υπήρχε τετραγωνικό εκατοστό που να μην είναι καλυμμένο από πεταμένα παιχνίδια. Και ανάμεσα στα παιχνίδια, περιφερόταν ένας αεικίνητος πιτσιρικάς, περίπου 2-2,5 ετών. Οι γονείς, αφού μου έδωσαν κάποιες γενικές οδηγίες στα γαλλικά, αποχαιρέτησαν τον μικρό σε μια γλώσσα που μου φάνηκε κάτι σαν σλάβικα, και έφυγαν. Είχαμε μείνει οι δυο μας. Ένας μπέμπης γεμάτος ενέργεια και εγώ, που δεν ήξερα πώς μπορούσε να εκτονωθεί όλη αυτή η ενέργεια.
Η καλύτερη ιδέα που μπορούσα να σκεφτώ, και που την είχαν προτείνει και οι γονείς, ήταν μια βόλτα στο πάρκο. Πάμε λοιπόν εκεί κι αυτός αρχίζει να τρέχει πέρα δώθε, να πηγαίνει στα άλλα παιδάκια, να πέφτει, να σηκώνεται, να ξανατρέχει… Εγώ τον παρακολουθούσα από μια απόσταση ασφαλείας – ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα αφού δεν υπήρχαν ούτε αυτοκίνητα, ούτε μοτοσυκλέτες ούτε άλλα τροχοφόρα εκεί γύρω. Η ασφάλεια όμως είναι κάτι το σχετικό, γιατί στο κέντρο του πάρκου υπήρχε ένα σιντριβάνι, όπου σκαρφάλωσε σε χρόνο μηδέν και πριν προλάβω να αντιδράσω, έπεσε μέσα… Τρελάθηκα! «Θα πνιγεί!» είπα από μέσα μου κι όρμησα πανικόβλητος να τον βγάλω έξω. Βρεγμένος όπως ήταν, με τα ρούχα του να στάζουν, τον πήρα και τον πήγα σπίτι. Στον δρόμο σκεφτόμουν τι θα πω στους γονείς του. Πώς μπορούσα να δικαιολογηθώ; Θα μου έκαναν μήνυση; Άσε που και μόνο στη σκέψη του τι θα μπορούσε να είχε συμβεί, με έπιανε κρύος ιδρώτας.
Με το που φτάσαμε στο σπίτι, άρχισε καινούρια περιπέτεια, γιατί δεν είχα ιδέα πού ήταν τα ρούχα του μικρού για να τον αλλάξω. Άρχισα λοιπόν να ανοίγω όλα τα συρτάρια και όλες τις ντουλάπες για να βρω αλλαξιές. Κάτι βρήκα τελικά, όμως δεν είχα αλλάξει παιδί ποτέ στη ζωή μου. Δεν ήξερα ούτε τι πρέπει να φοράει ένα παιδί ούτε πώς το φοράει. Εν τω μεταξύ, μέχρι να του βγάλω τα βρεγμένα ρούχα και να του βάλω τα στεγνά, αυτός κρύωνε και άρχισε να κλαίει, να κλωτσάει, να στριφογυρνάει… Βρε καλό μου, βρε χρυσό μου, κάτσε να σε αλλάξω! Τίποτα αυτός… Κάποια στιγμή, επιτέλους , κατάφερα να του φορέσω τα ρούχα του. Το κλάμα όμως συνεχιζόταν. Σε μια ύστατη προσπάθεια να τον ηρεμήσω, τον έβαλα να κοιταχτεί στον καθρέφτη του μπάνιου , με τη σκέψη ότι θα διασκέδαζε βλέποντας τα μούτρα του αλλά και τα δικά μου μούτρα καθώς έκανα διάφορες αστείες γκριμάτσες. Πράγματι, σε λίγα δευτερόλεπτα το κλάμα είχε αντικατασταθεί από γέλια, τα οποία μάλιστα έγιναν και κακαριστά, και εγώ είπα Δόξα τω Θεώ, όμως ξαφνικά κάνει μια απότομη κίνηση με το χέρι του και ρίχνει κάτω τα δεκάδες μπουκαλάκια που ήταν στριμωγμένα πάνω στο ραφάκι του μπάνιου. Τα μισά από αυτά έγιναν χίλια κομμάτια. Και παντού χύθηκαν κολώνιες και λοσιόν. Δεύτερος πανικός σε ένα απόγευμα. Πώς θα τα μαζέψω όλα αυτά; Και τι θα πω; ΤΙ ΘΑ ΠΩ; Ξαφνικά θυμήθηκα όλους τους συμφοιτητές μου που μου έλεγαν ότι στο μπέιμπι σίτινγκ κάθεσαι και διαβάζεις. Τι ειρωνία!
Μετά από πολύ ψάξιμο, βρήκα πανιά, σκούπες, φαράσια – τέλος πάντων, τα μάζεψα. Εκεί όμως που πάω να κλείσω πίσω μου την πόρτα του μπάνιου, κοιτάω προς το σαλόνι και βλέπω – Χριστέ μου !!! – τον μικρό ανεβασμένο στο πρεβάζι του ανοιχτού παράθυρου! Μπρος από το παράθυρο, που σημειωτέον είχαν αφήσει ανοιχτό οι γονείς πριν φύγουν, υπήρχε ένας καναπές στον οποίο είχε σκαρφαλώσει ο μικρός όση ώρα μάζευα τα σπασμένα, και τώρα ήταν έτοιμος ίσως να δώσει έναν σάλτο από τον δεύτερο όροφο. Η ψυχή μου πήγε στην Κούλουρη! Τώρα όλα τα προηγούμενα γεγονότα μου φάνταζαν τελείως ασήμαντα. Εδώ είχα να κάνω με ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ κίνδυνο. Πατώντας στις μύτες των ποδιών για να μην τον ξαφνιάσω, πήγα κοντά του κι αφού τον άρπαξα με μια γρήγορη κίνηση, τον έβαλα μέσα. Και αμέσως σφάλισα το παράθυρο.
Σε λίγο ήρθαν και οι γονείς.
«Πώς τα περάσατε;» ρώτησαν ανέμελα.
«Είχαμε κάποια προβληματάκια», είπα εγώ και άρχισα να απαριθμώ μία προς μία τις περιπέτειές μας. «Και φροντίστε να βγάλετε τον καναπέ από το παράθυρο».
«Το ξέρουμε ότι είναι ζωηρούλης», ήταν η απάντησή τους και αμέσως έκαναν να με πληρώσουν.
«Σας παρακαλώ», είπα εγώ έτοιμος να αρνηθώ τα χρήματά τους. «Σας έκανα τόσες ζημιές. Μάλλον εγώ θα έπρεπε να σας πληρώσω».
Ωστόσο αυτοί όχι μόνο με πλήρωσαν τα συμφωνημένα αλλά μου έδωσαν και φιλοδώρημα προτού με ρωτήσουν αν θα πήγαινα και την επομένη. Εγώ, φυσικά, βρήκα χίλιες δικαιολογίες , όπως κατάλαβα ότι είχαν κάνει και ένα σωρό άλλα παιδιά πριν από μένα. Και όπου φύγει φύγει.
Έτσι γρήγορα έληξε η καριέρα μου στο μπέιμπι σίτινγκ και δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί.

1 σχόλιο:

  1. Αχ! Πολύ γέλασα και θυμήθικα κι εγώ κάποιες περιπέτειες στο Παρίσι... Πάντως, ωραία χρόνια, ε; Είσουν όμως τυχερός και στις 2 περιπτώσεις, ίσως επειδή είσαι και καλός και συνεπής άνθρωπος... Χθες, διάβασα ένα άρθρο και μου φάνηκε πολύ εχθρικός και ανάνθρωπος ο τρόπος που συμπεριηέρονται κάποιοι εργολάβοι στους κακομοίρους που δουλεύουν για αυτούς (Nouvel Observateur) Δεν είναι φοιτητές και δεν ξέρω αν θα έχουν τη καλοσύνη σου πρός τον "αφένδι"... Μπράβο σου, Όλγα, που τα κάνεις τόσο ζωντανά... και συγνώμη για τα λάθη στα Ελληνικά...;-)Με αγάπη, Μ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή