Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2010

Η ΔΟΥΛΕΙΑ ΚΑΝΕΙ ΤΟΝ… ΦΟΙΤΗΤΗ


Από τις αρχές της φοιτητικής μου ζωής στη Γενεύη, ήμουν αναγκασμένος να δουλεύω από δω κι από κει σε τακτά χρονικά διαστήματα, γιατί ναι μεν οι γονείς μου μού έστελναν το τότε επιτρεπόμενο από τον νόμο φοιτητικό συνάλλαγμα – 300 ελβετικά φράγκα, που τύχαινε να είναι και το ποσόν το επιτρεπόμενο από τα οικονομικά τους –όμως για να ζήσω χρειαζόμουν τουλάχιστον άλλα τόσα. Ευτυχώς το πανεπιστήμιο της Γενεύης, διέθετε γραφείο ευρέσεως εργασίας, όπου ο κάθε ενδιαφερόμενος μπορούσε να βρει τη δουλειά που του ταίριαζε τη δεδομένη στιγμή. Πολλοί διάλεγαν να κάνουν μαθήματα ή μπέιμπι σίτινγκ, να δουλέψουν σε σουπερμάρκετ ή σε τυπογραφείο για να εξασφαλίσουν ένα χαρτζιλίκι, όμως προσωπικά προτιμούσα τις πολύωρες εργασίες με συγκεκριμένη διάρκεια τριών ή τεσσάρων ημερών και υψηλό μεροκάματο, που θα μου εξασφάλιζαν μέσα σε λίγες μέρες τα λεφτά που μου έλειπαν για τον μήνα.

Μια τέτοια δουλειά, καλοπληρωμένη αλλά και πολύ δύσκολη, την οποία έκανα αρκετά συχνά, ήταν η καταμέτρηση δερμάτων άγριων ζώων και κυρίως κροκοδείλων στο τελωνείο. Οι ποσότητες ήταν τεράστιες. Σαράντα χιλιάδες δέρματα κατέφταναν στοιβαγμένα σε εκατοντάδες κουτιά που έπρεπε να ανοιχτούν για να καταμετρηθεί το εμπόρευμα πριν το παραλάβει η εταιρεία που είχε κάνει την παραγγελία. Εμάς μας πλήρωνε τόσο η εταιρεία που τα παραλάμβανε όσο και εκείνη που τα έστελνε, κάνοντας μας να νιώθουμε κάτι σαν ορκωτοί λογιστές: «Ναι, πράγματι ήταν 40.000 τα δέρματα, ούτε ένα λιγότερο ούτε ένα περισσότερο», επιβεβαιώναμε και γι’ αυτό πληρωνόμαστε γύρω στα 10 φράγκα την ώρα. Επίσης κάναμε και ποιοτικό διαχωρισμό – τόσα Α’ ποιότητας, τόσα Β’ ποιότητας, τόσα Γ’.
Βέβαια, κάποιος που τα ακούει αυτά μπορεί να μην αντιλαμβάνεται τον βαθμό δυσκολίας αυτής της δουλειάς, θεωρώντας πως η καταμέτρηση εμπορευμάτων μπορεί μεν να είναι βαρετή αλλά δεν είναι και τόσο εξουθενωτική. Εδώ πρέπει να διευκρινίσω ότι η παράμετρος που έκανε τη δουλειά δύσκολη ήταν η ανυπόφορη μπόχα – ένα συνονθύλευμα από τη βαριά οσμή του ακατέργαστου δέρματος και την έντονη δυσωδία της αμμωνίας και των άλλων συντηρητικών με τα οποία πότιζαν τα τομάρια. Μια φριχτή μυρωδιά που ακόμα κι αν δεν σου έφερνε λιποθυμία ή εμετό, εισχωρούσε στις ίνες των ρούχων σου, στα μαλλιά σου, στους πόρους της επιδερμίδας σου, και μετά δεν έλεγε να σε αφήσει για μέρες, όσο κι αν τριβόσουν με σαπούνι, όσο κι αν αρωματιζόσουν με κολόνιες. Την κουβαλούσες μαζί σου, ή νόμιζες ότι την κουβαλάς, γιατί ήταν ολοζώντανη μέσα στα ρουθούνια σου.

Όμως νούμερο ένα σκληρή εργασία από αυτές που έκανα ως φοιτητής ήταν στο εργοστάσιο της MAZDA , όπου προσλήφθηκα για να πλένω τα νεοεισαχθέντα αυτοκίνητα που έφταναν από την Ιαπωνία σε κακό χάλι μετά από το ταξίδι τους με πλοία και με τρένα και τα οποία έπρεπε να αστράφτουν προτού σταλούν στις αντιπροσωπείες για να πουληθούν. Πάνω σε ειδικές λωρίδες σχηματίζονταν ολόκληρες αλυσίδες από χιλιάδες καινούρια αυτοκίνητα, που περίμεναν ένα ένα να καθαριστούν από ταινίες, κολλημένα χαρτάκια, σκόνες κ.τ.λ. από ένα εργατικό δυναμικό 500 ατόμων.
Με την προοπτική ότι θα δούλευα δύο μήνες και θα έβγαζα τα απαραίτητα χρήματα για μια ολόκληρη χρονιά, είχα ενθουσιαστεί. Βέβαια, το ωράριο ήταν εξουθενωτικό: 5:00 π.μ. – 5:00 μ.μ.. Και μάλιστα στην καρδιά του χειμώνα -Φεβρουάριο μήνα- που περιττό να πω πόσο βαρύς είναι στην Ελβετία. Την πρώτη μέρα, με το που μπήκα, με πλησιάζει ο υπεύθυνος , ο κύριος Σκοτολάτι (30 χρόνια από τότε θυμάμαι ακόμα το όνομά του και θα το θυμάμαι όσο ζω) και μου δείχνει μία σειρά από αυτοκίνητα. Προτού ξεκινήσω κάθε ένα από αυτά, έπρεπε να χτυπάω την κάρτα εργασίας που μου είχαν δώσει και μόλις τελείωνα έπρεπε να την ξαναχτυπάω για να καταγράφεται ο χρόνος που έκανα για να πλύνω κάθε κομμάτι. Ξεκινάω λοιπόν με τον φανατισμό του νεοφώτιστου και πέφτω με τα μούτρα στο πλύσιμο του πρώτου αυτοκινήτου , το οποίο έκανα λαμπίκο μετά από περίπου μιάμιση ώρα. Πάω να αρχίσω και το δεύτερο με το ίδιο κέφι και ξαφνικά βλέπω τον κύριο Σκοτολάτι από πάνω μου - ξερακιανό, στεγνό, βλοσυρό - και μου κόπηκαν τα ήπατα.
«Μιάμιση ώρα για ένα αυτοκίνητο;» ούρλιαξε.
«Ναι, αλλά το έκανα τέλειο», προσπάθησα να δικαιολογηθώ.
«Έχεις ένα τέταρτο για το καθένα. Ούτε λεπτό παραπάνω. Αλλιώς απολύεσαι», με προειδοποίησε. Και το εννοούσε.
Με έπιασε πανικός. Ο στόχος μου φάνηκε τελείως ανέφικτος. Είχα δουλέψει με όλη μου την ψυχή, χωρίς χασομέρι, και μου είχε πάρει 90 λεπτά για να πλύνω ένα αυτοκίνητο. Τώρα πώς θα μείωνα τον χρόνο μου στο ένα έκτο; Για να μην πω για το πόσο με είχε ενοχλήσει ο εκβιασμός: Ή κάνεις αυτό που σου λέω ή άντε γεια .
Τέλος πάντων… πολλά περιθώρια δεν είχα. Στρώθηκα αμέσως στη δουλειά, προσπαθώντας να χρησιμοποιήσω όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά τον εξοπλισμό με τον οποίο με είχαν προμηθεύσει και οργάνωσα την εργασία μου έτσι ώστε να προχωράω με τη σωστή σειρά και χωρίς περιττά πηγαινέλα. Οπότε μετά από δυο τρία αυτοκίνητα έφτασα – ω του θαύματος! – τον στόχο των 15 λεπτών.
Ένα αυτοκίνητο, λοιπόν, ανά 15 λεπτά. Και το ένα πίσω από το άλλο. Επί δώδεκα ώρες nonstop. Με μόνη διακοπή ένα εικοσάλεπτο διάλειμμα για το μεσημεριανό γεύμα. Οι ρυθμοί ήταν τέτοιοι που δεν είχαμε χρόνο να ανταλλάξουμε ούτε μία κουβέντα με τον διπλανό μας. Πραγματικά, εξοντωτική δουλειά που γινόταν ακόμα πιο αγχωτική κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του κύριου Σκοτολάτι. Και μετά γυρνούσα στο σπίτι, όπου έπρεπε να διαβάσω για το Πανεπιστήμιο. Απορώ πώς άντεχα…
Με τον καιρό, ωστόσο, άρχισε να εκτιμάται πολύ η απόδοσή μου. Τα πιο καλοπλυμένα αυτοκίνητα ήταν τα δικά μου. Μάλιστα τιμής ένεκεν, μου ανέθεσαν να πλένω τα αυτοκίνητα που προορίζονταν για το Σαλόνι του Αυτοκινήτου που γινόταν κάθε Μάρτιο στη Γενεύη. Κι εγώ ένιωθα πολύ περήφανος που είχα αυτή την ευθύνη. Αυτό βέβαια δεν μείωνε την κούραση μου.
Οι δύο μήνες πέρασαν γρήγορα και ήρθε και η τελευταία μου μέρα στο εργοστάσιο. Έφτασα στις 5 το πρωί όπως πάντα, έπλυνα κάμποσα αυτοκίνητα με τον γνωστό εξοντωτικό ρυθμό των 15 λεπτών ανά κομμάτι και περίμενα με ανυπομονησία να φτάσει 5 το απόγευμα για να σχολάσω, να πάρω τα λεφτά μου και να αφήσω πίσω μου δια παντός το εργοστάσιο, τα αυτοκίνητα και πάνω απ’ όλα τον στριμμένο κύριο Σκοτολάτι, τον φόβο και τον τρόμο των εργαζομένων. Είκοσι λεπτά όμως πριν από τις πέντε, με πλησιάζει ο ίδιος ο κύριος Σκοτολάτι και μου λέει: «Αρκετά. Δύο μήνες δεν έχεις σηκώσει κεφάλι. Τώρα σταμάτα και έλα στην αίθουσα συνεστιάσεων».
Σταμάτησα λοιπόν τη δουλειά και αφού πλύθηκα, πήγα, όπως μου είχε ζητηθεί, στην αίθουσα συνεστιάσεων . Όπου, προς μεγάλη μου έκπληξη, με περίμενε όλο το προσωπικό του εργοστασίου και ένας τεράστιος μπουφές με όλα τα καλά: τυριά, αλλαντικά, κρασιά… Είχα μείνει άφωνος. Είχε στηθεί ολόκληρο αποχαιρετιστήριο πάρτυ για χάρη μου, για χάρη ενός φοιτητή-εργάτη των δύο μηνών. Και διοργανωτής ήταν ο μέχρι τότε αχώνευτος κύριος Σκοτολάτι. Αυτός που λίγα λεπτά νωρίτερα δεν ήθελα να ξαναδώ μπροστά μου. Αυτός που υπολόγιζε ακόμα και το δευτερόλεπτο στη δουλειά. Και που τώρα είχε σχολάσει 500 άτομα 20 λεπτά νωρίτερα για να μου πουν αντίο. Που τώρα, με μία μαγική κίνηση, είχε δείξει μια ανθρώπινη πλευρά που δεν είχα φανταστεί ποτέ. Τα δάκρια άρχισαν να τρέχουν ποτάμι από τα μάτια μου. Δεν μπορούσα να αρθρώσω ούτε μία λέξη. Τότε ήταν που ορκίστηκα να μη βιαστώ ποτέ ξανά να κρίνω τους ανθρώπους.

Πάντως απ’ όλες τις δουλειές που έκανα στα φοιτητικά μου χρόνια, θα μπορούσα να πω πως η πιο περιπετειώδης, αν και ίσως η πιο σύντομη, ήταν η εμπειρία μου με το μπέιμπι-σίτινγκ. Όλοι οι συμφοιτητές μου έκαναν αυτή τη δουλειά να ακούγεται σαν να ήταν η πιο ξεκούραστη στον κόσμο. Οι αποδοχές δεν ήταν σπουδαίες – έβγαζες το πολύ 5 ελβετικά φράγκα την ώρα και ποτέ δεν καθόσουν πάνω από ένα τρίωρο – ωστόσο, σύμφωνα με τα λεγόμενα των φίλων μου, τις περισσότερες φορές μπορούσες να βάλεις το παιδί για ύπνο κι εσύ να διαβάζεις για το πανεπιστήμιο. Αντί λοιπόν να μελετάς στο σπίτι, πας και μελετάς στο σπίτι του παιδιού, και σου μένει και το χαρτζιλίκι. Το τερπνόν μετά του ωφελίμου.
Ένα ωραίο απόγευμα λοιπόν παρουσιάστηκα κι εγώ σε ένα σπίτι για να προσφέρω τις υπηρεσίες μου ως μπέιμπι-σίτερ. Με το που μου άνοιξαν την πόρτα, κατάλαβα ότι βρισκόμουν στο βασίλειο ενός παιδιού. Δεν υπήρχε τετραγωνικό εκατοστό που να μην είναι καλυμμένο από πεταμένα παιχνίδια. Και ανάμεσα στα παιχνίδια, περιφερόταν ένας αεικίνητος πιτσιρικάς, περίπου 2-2,5 ετών. Οι γονείς, αφού μου έδωσαν κάποιες γενικές οδηγίες στα γαλλικά, αποχαιρέτησαν τον μικρό σε μια γλώσσα που μου φάνηκε κάτι σαν σλάβικα, και έφυγαν. Είχαμε μείνει οι δυο μας. Ένας μπέμπης γεμάτος ενέργεια και εγώ, που δεν ήξερα πώς μπορούσε να εκτονωθεί όλη αυτή η ενέργεια.
Η καλύτερη ιδέα που μπορούσα να σκεφτώ, και που την είχαν προτείνει και οι γονείς, ήταν μια βόλτα στο πάρκο. Πάμε λοιπόν εκεί κι αυτός αρχίζει να τρέχει πέρα δώθε, να πηγαίνει στα άλλα παιδάκια, να πέφτει, να σηκώνεται, να ξανατρέχει… Εγώ τον παρακολουθούσα από μια απόσταση ασφαλείας – ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα αφού δεν υπήρχαν ούτε αυτοκίνητα, ούτε μοτοσυκλέτες ούτε άλλα τροχοφόρα εκεί γύρω. Η ασφάλεια όμως είναι κάτι το σχετικό, γιατί στο κέντρο του πάρκου υπήρχε ένα σιντριβάνι, όπου σκαρφάλωσε σε χρόνο μηδέν και πριν προλάβω να αντιδράσω, έπεσε μέσα… Τρελάθηκα! «Θα πνιγεί!» είπα από μέσα μου κι όρμησα πανικόβλητος να τον βγάλω έξω. Βρεγμένος όπως ήταν, με τα ρούχα του να στάζουν, τον πήρα και τον πήγα σπίτι. Στον δρόμο σκεφτόμουν τι θα πω στους γονείς του. Πώς μπορούσα να δικαιολογηθώ; Θα μου έκαναν μήνυση; Άσε που και μόνο στη σκέψη του τι θα μπορούσε να είχε συμβεί, με έπιανε κρύος ιδρώτας.
Με το που φτάσαμε στο σπίτι, άρχισε καινούρια περιπέτεια, γιατί δεν είχα ιδέα πού ήταν τα ρούχα του μικρού για να τον αλλάξω. Άρχισα λοιπόν να ανοίγω όλα τα συρτάρια και όλες τις ντουλάπες για να βρω αλλαξιές. Κάτι βρήκα τελικά, όμως δεν είχα αλλάξει παιδί ποτέ στη ζωή μου. Δεν ήξερα ούτε τι πρέπει να φοράει ένα παιδί ούτε πώς το φοράει. Εν τω μεταξύ, μέχρι να του βγάλω τα βρεγμένα ρούχα και να του βάλω τα στεγνά, αυτός κρύωνε και άρχισε να κλαίει, να κλωτσάει, να στριφογυρνάει… Βρε καλό μου, βρε χρυσό μου, κάτσε να σε αλλάξω! Τίποτα αυτός… Κάποια στιγμή, επιτέλους , κατάφερα να του φορέσω τα ρούχα του. Το κλάμα όμως συνεχιζόταν. Σε μια ύστατη προσπάθεια να τον ηρεμήσω, τον έβαλα να κοιταχτεί στον καθρέφτη του μπάνιου , με τη σκέψη ότι θα διασκέδαζε βλέποντας τα μούτρα του αλλά και τα δικά μου μούτρα καθώς έκανα διάφορες αστείες γκριμάτσες. Πράγματι, σε λίγα δευτερόλεπτα το κλάμα είχε αντικατασταθεί από γέλια, τα οποία μάλιστα έγιναν και κακαριστά, και εγώ είπα Δόξα τω Θεώ, όμως ξαφνικά κάνει μια απότομη κίνηση με το χέρι του και ρίχνει κάτω τα δεκάδες μπουκαλάκια που ήταν στριμωγμένα πάνω στο ραφάκι του μπάνιου. Τα μισά από αυτά έγιναν χίλια κομμάτια. Και παντού χύθηκαν κολώνιες και λοσιόν. Δεύτερος πανικός σε ένα απόγευμα. Πώς θα τα μαζέψω όλα αυτά; Και τι θα πω; ΤΙ ΘΑ ΠΩ; Ξαφνικά θυμήθηκα όλους τους συμφοιτητές μου που μου έλεγαν ότι στο μπέιμπι σίτινγκ κάθεσαι και διαβάζεις. Τι ειρωνία!
Μετά από πολύ ψάξιμο, βρήκα πανιά, σκούπες, φαράσια – τέλος πάντων, τα μάζεψα. Εκεί όμως που πάω να κλείσω πίσω μου την πόρτα του μπάνιου, κοιτάω προς το σαλόνι και βλέπω – Χριστέ μου !!! – τον μικρό ανεβασμένο στο πρεβάζι του ανοιχτού παράθυρου! Μπρος από το παράθυρο, που σημειωτέον είχαν αφήσει ανοιχτό οι γονείς πριν φύγουν, υπήρχε ένας καναπές στον οποίο είχε σκαρφαλώσει ο μικρός όση ώρα μάζευα τα σπασμένα, και τώρα ήταν έτοιμος ίσως να δώσει έναν σάλτο από τον δεύτερο όροφο. Η ψυχή μου πήγε στην Κούλουρη! Τώρα όλα τα προηγούμενα γεγονότα μου φάνταζαν τελείως ασήμαντα. Εδώ είχα να κάνω με ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ κίνδυνο. Πατώντας στις μύτες των ποδιών για να μην τον ξαφνιάσω, πήγα κοντά του κι αφού τον άρπαξα με μια γρήγορη κίνηση, τον έβαλα μέσα. Και αμέσως σφάλισα το παράθυρο.
Σε λίγο ήρθαν και οι γονείς.
«Πώς τα περάσατε;» ρώτησαν ανέμελα.
«Είχαμε κάποια προβληματάκια», είπα εγώ και άρχισα να απαριθμώ μία προς μία τις περιπέτειές μας. «Και φροντίστε να βγάλετε τον καναπέ από το παράθυρο».
«Το ξέρουμε ότι είναι ζωηρούλης», ήταν η απάντησή τους και αμέσως έκαναν να με πληρώσουν.
«Σας παρακαλώ», είπα εγώ έτοιμος να αρνηθώ τα χρήματά τους. «Σας έκανα τόσες ζημιές. Μάλλον εγώ θα έπρεπε να σας πληρώσω».
Ωστόσο αυτοί όχι μόνο με πλήρωσαν τα συμφωνημένα αλλά μου έδωσαν και φιλοδώρημα προτού με ρωτήσουν αν θα πήγαινα και την επομένη. Εγώ, φυσικά, βρήκα χίλιες δικαιολογίες , όπως κατάλαβα ότι είχαν κάνει και ένα σωρό άλλα παιδιά πριν από μένα. Και όπου φύγει φύγει.
Έτσι γρήγορα έληξε η καριέρα μου στο μπέιμπι σίτινγκ και δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί.

Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2010

ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΣΥΝΕΧΕΙΑ

Βιβλίο ολόκληρο θα μπορούσε να γράψει κανείς για τον Βλαντιμίρ. Βίος και πολιτεία… Καταρχάς ήταν το πιο ζωντανό, το πιο αισιόδοξο και το πιο γενναιόδωρο πλάσμα που γνώρισα ποτέ. Χαρισματικός όσο κανένας άλλος. Ένας άνθρωπος με τόση θετική ενέργεια, που ό,τι κι αν του παρουσιαζόταν, ακόμα και η μεγαλύτερη αναποδιά, αυτός όχι μόνο δεν το έβαζε κάτω, αλλά πάντα θα γύριζε τα πράγματα έτσι ώστε να βγάλει στην επιφάνεια μια καλή τους πλευρά. Επίσης από μικρός ήταν ο τύπος που δεν μπαίνει σε καλούπια, που κινείται με μια ελευθερία αδιανόητη για το μέσο όρο, ωστόσο ποτέ δεν ζούσε σε βάρος των άλλων και είχε σεβασμό για τους γύρω του, μικρούς και μεγάλους. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ήταν ένας μάγος, ένας γητευτής των πάντων. Δεν ξετρέλαινε μόνο τα κορίτσια, αλλά κέρδιζε με τη μία όλους όσοι τύχαινε να τον γνωρίσουν.
Στον αντίποδα του Βλαντιμίρ, είχαμε τον Φιλίπ – ένα παιδί που με το που το έβλεπες καταλάβαινες περί τίνος επρόκειτο: η προσωποποίηση της τυπικότητας. Ήταν αδύνατος και κατάλευκος, με μια χωρίστρα που νόμιζες ότι την έκανε με χάρακα. Και πάντα κουστουμαρισμένος – ακόμα και στο μάθημα ερχόταν με παπιγιόν. Συχνά πυκνά τον επισκέπτονταν οι γονείς του, που ήταν κι εκείνοι τελείως αποστειρωμένοι. Φειδωλοί στα λόγια και στις συναισθηματικές εκδηλώσεις τους. Και, φυσικά, αριστοκρατικής καταγωγής.
Αυτός ο Φιλίπ, λοιπόν, ήταν τόσο ήσυχος και υπάκουος, ήταν τόσο καλό παιδί και τόσο επιμελής μαθητής που σε προβλημάτιζε. Ό,τι του έλεγες το έκανε κατά γράμμα και δεν παρέκλινε ούτε κατά μία τρίχα. Συνεπέστατος, σοβαρός, τέλειος… Τόσο που σε έφερνε στο σημείο να πεις: «Μα κάνε και κάτι στραβό επιτέλους, βρε παιδάκι μου!» Δεν χρειαζόταν πτυχίο ψυχολογίας για να καταλάβει κανείς ότι έπρεπε να βοηθήσουμε αυτό το παιδί να βγει από την «τελειότητα» του, να χαλαρώσει λίγο και να ζήσει κι αυτό τις χαρές της ηλικίας του. Αυτό δεν ήταν μόνο δική μου διαπίστωση, αλλά και του διευθυντή, ο οποίος είχε και τη φαεινή – πλην ριψοκίνδυνη – ιδέα να βάλει τον Φιλίπ στο ίδιο δωμάτιο με τον Βλαντιμίρ!
Άλλο παιδί του τύπου του Βλαντιμίρ θα το θεωρούσε αυτό τη μεγαλύτερη τιμωρία. «Γιατί με βάλατε στο ίδιο δωμάτιο με τόσο άψογο παιδί!» θα έλεγε. «Εγώ θέλω να είμαι με τους φίλους μου, την τσακαλοπαρέα». Ο Βλαντιμίρ, όμως, δεν το είδε καθόλου έτσι. Και αυτό ήταν το μεγαλείο του: τα πήγαινε καλά με όλους. Με τον Φιλίπ; Με τον Φιλίπ. Καμία αντίρρηση. Ίσα-ίσα, βρέθηκε στο στοιχείο του, γιατί του είχε δοθεί υλικό για να μεγαλουργήσει.
Μόλις, λοιπόν, βρέθηκαν τα δύο άκρα στο ίδιο δωμάτιο, ο Βλαντιμίρ πήρε αμέσως δραστικά μέτρα. Τον υποχρέωσε να ξεχάσει τα κοστούμια του και να φορέσει επιτέλους κι αυτός ένα τζιν όπως όλα τα παιδιά (το οποίο σημειωτέον του το αγόρασε και ο ίδιος με το χαρτζιλίκι του). Και μάλιστα τζιν τριμμένο και σκισμένο, όπως επέβαλε η μόδα. Τι να κάνει ο κακομοίρης ο Φιλίπ – δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς. Βέβαια έλεγε έντρομος: «Θα με σκοτώσουν οι γονείς μου, αν με δουν ντυμένο έτσι».
«Σταμάτα τη γκρίνια και φόρα το», του επιβαλλόταν ο συγκάτοικος, χωρίς να του αφήνει κανένα περιθώριο αντίδρασης. Και πράγματι, το Σαββατοκύριακο που ήρθαν να τον δουν οι γονείς του, ο πατέρας έπαθε σοκ όταν ο γιος του εμφανίστηκε με τη νέα του αμφίεση. Ευτυχώς παρενέβη ο διευθυντής και έσωσε την κατάσταση.
Άσε που από την πρώτη μέρα κιόλας, ο Βλαντιμίρ τραβολογούσε τον Φιλίπ στους κοιτώνες των κοριτσιών, το «δεύτερό του σπίτι», που βρισκόταν περίπου ένα χιλιόμετρο μακριά από το κτίριο των αγοριών.
«Μα ντρέπομαι…» έλεγε ο Φιλίπ.
«Θα έρθεις θες δε θες», ήταν η απάντηση του Βλαντιμίρ.
«Μα θα μας πιάσουν», ξανάλεγε ο Φιλίπ που οι παρανομίες δεν ήταν καθόλου του στυλ του.
«Σιγά μη μας πιάσουν», τον καθησύχαζε ο πάντα ατάραχος Βλαντιμίρ. «Μα..» πήγαινε να διαμαρτυρηθεί ο Φιλίπ.
«Δεν έχει μα!»
Από τη μία είχαμε, λοιπόν τον Βλαντιμίρ που όποια πόρτα κι αν άνοιγε, τον υποδέχονταν μετά βαΐων και κλάδων, κι από την άλλη τον Φιλίπ που δεν τολμούσε να ανοίξει καμία πόρτα. Ήταν τόσο, μα τόσο ντροπαλός που ούτε μπορούσε να διανοηθεί μια τέτοια κίνηση. Τώρα όμως ήταν κι εκείνος ευπρόσδεκτος στις παρέες των κοριτσιών, και μάλιστα χωρίς να κάνει καμία προσπάθεια. Γιατί ο Βλαντιμίρ ήταν κάθετος: Ή και τους δύο ή κανέναν.
Τα αξιομνημόνευτα περιστατικά αυτής της επεισοδιακής συγκατοίκησης είναι αναρίθμητα. Η ουσία όμως ήταν μία. Όταν έβαλαν τα δυο αγόρια στο ίδιο δωμάτιο, ο Βλαντιμίρ όχι απλώς δεν δυσανασχέτησε, όχι απλώς δέχτηκε την ιδέα, όχι απλώς δεν είδε ούτε για μια στιγμή αφ’ υψηλού τον Φιλίπ, αλλά προσπάθησε να κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσε για τον φίλο του. Μότο του ήταν «Η ζωή είναι ωραία μόνο όταν τη μοιράζεσαι». Τα δώρα που του προσφέρονταν απλόχερα δεν είχαν καμία αξία αν ήταν να τα κρατήσει μόνο για τον εαυτό του. Ήθελε συνδαιτυμόνες στο τραπέζι της χαράς, συγκάτοικους στο σπίτι της τρέλας, συνοδοιπόρους στην περιπέτεια της ζωής, συνένοχους στις ξεκαρδιστικές σκανταλιές του.
Όπου κι αν πήγαινε ήταν γιορτή. Θυμάμαι ένα καλοκαίρι που είχε έρθει μαζί με τη μετέπειτα γυναίκα του και την αδερφή του στο εξοχικό μας στην Επανομή. Το σπίτι ήταν μικρό για όλους εμάς που είχαμε μαζευτεί – εκτός από τους φιλοξενούμενους κι εμένα , ήταν εκεί κι η μητέρα μου, ο πατέρας μου, ο αδερφός μου, η γυναίκα του και τα δύο τους παιδιά -- και οι ανέσεις στοιχειώδεις. Ήμασταν κυριολεκτικά ο ένας πάνω στον άλλον. Ωστόσο, η γκρίνια κι η μιζέρια δεν χωράει εκεί που είναι ο Βλαντιμίρ, ο οποίος έχει πάντα καλή διάθεση και την εκπληκτική ικανότητα να φτιάχνει και τη διάθεση των άλλων. Τα ανίψια μου, ο Βασίλης κι ο Αλέξανδρος, είχαν ξετρελαθεί μαζί του καθώς τους έκανε μαγικά, μιμήσεις, αστεία, έπαιζε μαζί τους μαξιλαροπόλεμο, μασκαρευόταν ή εμφανιζόταν εκεί που δεν τον περίμεναν, προκαλώντας τους αυτό το ανάμικτο συναίσθημα τρομάρας και ευφορίας. Τον λάτρεψαν κι αυτοί όπως και οι γονείς μου, στους οποίους και πάλι αφιέρωνε χρόνο και ενέργεια. Ήθελε όλους να τους περιλαμβάνει – να μην αποκλείει κανένα – και μάλιστα σ’ όλες τις δραστηριότητες. Πρότεινε, για παράδειγμα, να πάμε για νυχτερινό μπάνιο στις τρεις τα ξημερώματα.
«Ξύπνα και τη μαμά σου», μου έλεγε. «Πρέπει να’ ρθει κι αυτή μαζί μας».
«Δεν είμαστε καλά», προσπαθούσα να τον συνετίσω εγώ.
«Κρίμα είναι να χάσει τέτοια φάση», επέμενε εκείνος και πήγαινε να την ξυπνήσει ο ίδιος.
Όλοι ανεξαιρέτως άξιζαν την προσοχή του. Με όλους ασχολιόταν και όλους τους αιχμαλώτιζε με τη γενναιοδωρία της ψυχής του.
Ένα άλλο δυνατό του σημείο ήταν οι εκπλήξεις. Εμφανιζόταν πάντα out of the blue, σαν τον Κίτο, τον Γιαπωνέζο βοηθό του Κλουζό στο Ροζ Πάνθηρα. Δεν ήξερες από πού θα σου’ ρθει – σαν ένας σίφουνας, σαν ένα τσουνάμι που απλώς έπρεπε να το υποστείς.
Δεν θα ξεχάσω τότε που μπήκε ακροπατώντας στο σπίτι μου στο Γκστάαντ στις τέσσερις το πρωί (είχε πάντα τα κλειδιά στην τσέπη του) επιστρέφοντας από το Παρίσι, έτσι… για να μου πει ένα «γεια!». Πάει στην κρεβατοκάμαρα και αφού άναψε έναν αναπτήρα είδε ότι στο κρεβάτι μου ήταν οι γονείς μου. Έρχεται στο σαλόνι και σκύβοντας δίπλα στον καναπέ ανάβει πάλι τον αναπτήρα, αλλά τόσο κοντά στο πρόσωπό μου που με έκαψε. «Βοήθεια!» ούρλιαξα και αμέσως άκουσα και τη μάνα μου και τον πατέρα μου να φωνάζουν: «Κλέφτης! Κλέφτης!» Πανζουρλισμός που γρήγορα μεταλλάχτηκε σε γέλια και χαρές, μόλις καταλάβαμε ότι ήταν ο αγαπημένος μας Βλαντιμίρ.
Μια άλλη φορά, είχα γυρίσει στο σπίτι μετά από ξενύχτι κι έπεσα να κοιμηθώ. Δεν πρόλαβε να με πάρει ο ύπνος και άκουσα ένα θόρυβο έξω από το δωμάτιο. Αυτά που θα διηγηθώ έγιναν σε κλάσματα του δευτερολέπτου, όμως είμαι υποχρεωμένος να τα πω αναλυτικά (απορώ πώς χώρεσαν σε τόσο λίγο χρόνο):
1. Σκέφτηκα πως είχε μπει κάποιος στο σπίτι πριν από μένα γιατί διαφορετικά θα άκουγα τα σκαλοπάτια της ξύλινης σκάλας να τρίζουν. Και, φυσικά, είχε έρθει για κακό. Ήμουν λοιπόν παγιδευμένος μέσα στο ίδιο μου το σπίτι.
2. Άρπαξα ενστικτωδώς το 45άρι (άδειο φυσικά) που είχα πάντα δίπλα στο κρεβάτι μου, πάνω στο κομοδίνο.
3. Σηκώθηκα πάνω, τέντωσα το χέρι μου και φώναξα «Αλτ! Πυροβολώ!» με φωνή τόσο άγρια που τρόμαξα κι εγώ ο ίδιος.
4. Άκουσα ένα «μπαμ!» και ένιωσα κάτι να με χτυπάει στο μέτωπο. «Ωχ, με φάγανε», είπα, πιστεύοντας πως με είχαν πυροβολήσει αλλά ο θάνατος δεν έρχεται ακαριαία. Ταυτόχρονα αισθάνθηκα μουσκεμένος.
Εκείνη τη στιγμή ανάβουν τα φώτα. Και τι να δω! Τον Βλαντιμίρ με δυο φιλενάδες του. Αυτό που με είχε χτυπήσει κατακούτελα ήταν ο φελλός από ένα μπουκάλι σαμπάνιας. Είχαν μπει στο σπίτι και με περίμεναν με ένα κιβώτιο σαμπάνιες για να γιορτάσουμε κι εγώ δεν θυμάμαι τι.
Πάντα απρόβλεπτος. Έξω από κάθε πρόγραμμα, έξω από κάθε λογική σειρά. Και εκεί κρυβόταν όλη η γοητεία του – στο αναπάντεχο της συμπεριφοράς του. Όπως τότε που γλεντούσαμε σε μια ντίσκο στην Κυανή Ακτή με κάτι κοπέλες που είχαμε γνωρίσει πριν από λίγη ώρα στο μπαρ ενός φίλου του. Εκεί που πίναμε και χορεύαμε και διασκεδάζαμε, έρχεται και μου λέει: «Σου χρωστάω κάτι για όλες τις ωραίες συζητήσεις που έχουμε κάνει μαζί και ήρθε η ώρα να σου το ξεπληρώσω». Ήταν γεγονός ότι είχαμε κουβεντιάσει πολλές φορές για τον Θεό, το Σύμπαν, την Αρχή και το Τέλος, αναλύοντας τις μεταφυσικές ανησυχίες μας. Και εκείνη τη στιγμή, ανάμεσα σε ξέφρενους χορούς, καπνούς και αλκοόλ, είχε νιώσει την ανάγκη να μου ανταποδώσει αυτό που θεωρούσε ότι μου όφειλε.
Μας βάζει λοιπόν σε ένα δεξιοτίμονο Range Rover που του είχε κόψει την οροφή, κάνοντας το να μοιάζει περισσότερο με ΡΕΟ, και οδηγώντας με ιλιγγιώδη ταχύτητα, μας πηγαίνει σ’ ένα λόφο όπου δεσπόζει μια εκκλησία με ένα νεκροταφείο θυμάτων του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Και έξω από την εκκλησία, χωμένο μέσα σ’ ένα βράχο, βρίσκεται ένα πελώριο μπρούτζινο άγαλμα της Παναγίας, ύψους 10-12 μέτρων, όπου το είχαν κρύψει οι Γάλλοι στον Β Παγκόσμιο Πόλεμο για να μην πέσει στα χέρια των Γερμανών και το κάνουν βόμβες. Το μέγεθος και μόνο σου προκαλούσε δέος. Πόσο μάλλον μέσα στη νύχτα λουσμένο απ’ το φως του φεγγαριού. Με μεγάλη κατάνυξη μπήκαμε στην εκκλησία οι τέσσερις μας, ο Βλαντιμίρ, εγώ και οι δύο σχεδόν άγνωστες (που σίγουρα θα απορούσαν πώς βρέθηκαν από τη ντίσκο στον οίκο του Θεού) και ανάψαμε ένα κεράκι. Το γλυκό φως των κεριών και η κλασική μουσική που ακουγόταν σιγανά έκανε την ατμόσφαιρα πολύ υποβλητική. Βγαίνοντας έξω, καθίσαμε καταγής και μείναμε σιωπηλοί μέχρι τα ξημερώματα, κοιτώντας την εκκλησία, τον ουρανό, τους τάφους των νεαρών στρατιωτών, τη γιγάντια Παναγία.
Αναμφίβολα, αυτή η νύχτα άξιζε πολλά, θα έλεγα πολύ περισσότερα απ’ όσα είχα προσφέρει εγώ στον Βλαντιμίρ όλα αυτά τα χρόνια που γνωριζόμαστε. Ακόμα και τώρα έχω την αίσθηση ότι από αυτό το παιδί έμαθα, δεν του έμαθα εγώ κι ας ήμουν καθηγητής του, ότι του χρωστάω, δεν μου χρωστάει.
Η πιο συγκλονιστική όμως εμπειρία που είχα με τον Βλαντιμίρ ήταν την ημέρα της κηδείας της μητέρας του. Δυστυχώς, τα τρία αδέρφια έχασαν τους γονείς τους πολύ νωρίς, και μάλιστα μέσα σε έναν χρόνο και τους δύο. Και με τον πατέρα, αλλά κυρίως με τη μάνα τους, είχαν πολύ μεγάλο δέσιμο, μια σχέση πολύ στενή και πολύ γλυκιά. Ιδιαίτερα ο Βλαντιμίρ, πέρα από την αγάπη και το σεβασμό που της είχε, τη θεωρούσε και την καλύτερή του φίλη. Σε κάθε παλαβομάρα του έπρεπε να συμμετέχει κι εκείνη. Για να εγκαινιάσει την καινούρια μηχανή του, για παράδειγμα, πρώτη και καλύτερη έκανε βόλτα τη μαμά του. Και η δύστυχη έτρεμε απ’ το φόβο της καθώς έτρεχαν με 200 χιλιόμετρα, όμως δεν του χάλαγε χατίρι. Άλλες φορές πάλι, την έφερνε στα μπαράκια και στα κλαμπ, και χόρευε μαζί της μέχρι τελικής πτώσης. «Τι θέλω εγώ, 50 χρονών γυναίκα μαζί σας;» του έλεγε, αλλά εκείνος όπως πάντα ήταν ανυποχώρητος. Δεν είναι δύσκολο, λοιπόν, να φανταστεί κανείς πόσο μεγάλη απώλεια ήταν ο θάνατός της, τη στιγμή μάλιστα που τα παιδιά ήταν μόλις 19,18 και 16 ετών.
Είχα παραστεί κι εγώ στην κηδεία της μητέρας του Βλαντιμίρ. Όπως ήταν αναμενόμενο, κατά τη διάρκεια της τελετής, η ατμόσφαιρα ήταν πολύ βαριά. Μια νέα γυναίκα είχε πεθάνει μέσα σε λίγους μήνες από καρκίνο, αφήνοντας ένα τεράστιο κενό στην οικογένεια.
Μετά την ταφή, πήγαμε στο σπίτι της οικογένειας στο Σεν Ζαν Καπ Φερά, -- σ’ εκείνο το εκπληκτικό σπίτι που λέγαμε πως έχει δημοσιευτεί σε πολλά αρχιτεκτονικά βιβλία και περιοδικά – για ένα ποτό. Ενώ λοιπόν πίναμε το ποτό μας, σιωπηλοί και κατηφείς όπως αρμόζει μετά από μία κηδεία, σηκώνεται πάνω ο Βλαντιμίρ και ξαναγεμίζοντας τα ποτήρια μας, λέει: «Η μητέρα μας δεν θα ήθελε να μας βλέπει έτσι. Αρκετά υπέφερε, ας μην τη στενοχωρήσουμε άλλο». Η επόμενη κίνησή του ήταν να βάλει μουσική στη διαπασών και να αρχίσει να χορεύει. Τον ακολούθησαν κι όλοι οι άλλοι, στην αρχή σφιγμένοι, μετά όλο και πιο χαλαροί, ώσπου η βραδιά εξελίχτηκε σε τρικούβερτο γλέντι, σε ξέφρενη γιορτή, ίσως στο καλύτερο πάρτυ που έχω πάει ποτέ. Ανοίχτηκαν σαμπάνιες στη μνήμη της, και άδειασαν πολλά μπουκάλια κρασί στο όνομά της. Και, φυσικά, γίναμε όλοι φέσι.
Αργότερα, το πάρτυ μεταφέρθηκε στου Jimmy’s, το γνωστό κλαμπ του Μόντε Κάρλο, όπου συνεχίσαμε τον χορό και την οινοποσία μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες.
Και αφού κλείσαμε το μαγαζί, τα βήματά μας μας έφεραν για δεύτερη φορά στο νεκροταφείο. Πηδήσαμε σβέλτα την ψηλή μάντρα, εφόσον οι καγκελόπορτες του κοιμητηρίου ήταν κλειδωμένες, πήγαμε στον τάφο της μητέρας των παιδιών και καθίσαμε όλοι γύρω της. Για άλλη μια φορά, ήπιαμε κρασί στη μνήμη της, αλλά και ποτίσαμε με κρασί το φρέσκο χώμα που τη σκέπαζε, αποχαιρετώντας την για πάντα, όχι με θρήνους αλλά με γέλια και τραγούδια. Η σκηνή ήταν άκρως σουρεαλιστική και ίσως κάποιος που δεν γνώριζε τον Βλαντιμίρ να θεωρούσε αυτή τη συμπεριφορά του βέβηλη και προσβλητική για το πρόσωπο της νεκρής. Όμως για μένα ήταν μια εκδήλωση πολύ τρυφερή, με βάθος και ουσία. Αδιαφορώντας για τα προσχήματα, ο Βλαντιμίρ έκανε ακριβώς αυτό που θα επιθυμούσε η μαμά του. Γιατί εκείνη σίγουρα ήθελε τα παιδιά της να είναι χαρούμενα κι ευτυχισμένα όχι μόνο όσο την είχαν κοντά τους, αλλά ακόμα και – ή κυρίως – εν τη απουσία της. Χωρίς το πένθος να τους μαυρίζει την ψυχή. Μόνο έτσι θα ξεκινούσε ήσυχη για το μεγάλο ταξίδι της.

Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2010

ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ ΣΑΧΑΡΑ Ή ΠΩΣ ΓΝΩΡΙΣΑ ΤΟΝ ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ

Μετά από τις σπουδές μου σε πανεπιστήμιο της Γενεύης, είχα την τύχη να δουλέψω επί 16 χρόνια σε ένα από τα πιο φημισμένα ελβετικά σχολεία, από εκείνα όπου φοιτούν γόνοι διασήμων, μεγιστάνων, βασιλικών οικογενειών και άλλων VIP’s. Παρ’ όλο που πολλοί θα περίμεναν να ακούσουν ότι είχα να κάνω με κακομαθημένα πλουσιόπαιδα, η αλήθεια είναι ότι στην πλειοψηφία τους ήταν εξαιρετικά παιδιά και με πολλά από αυτά έχω κρατήσει επαφή μέχρι σήμερα.
   Το σχολείο μας κάθε χρόνο οργάνωνε εκδρομές στο εξωτερικό. Τα ταξίδια αυτά, ωστόσο, ήταν πάντα πολύ κοινότοπα, αφού οι περισσότεροι καθηγητές-συνοδοί δεν έμπαιναν στον κόπο να τα οργανώσουν οι ίδιοι, αλλά κατέφευγαν σε κάποιο ταξιδιωτικό γραφείο που συνήθως πρότεινε ένα στάνταρ πρόγραμμα («Θα πάτε εκεί κι εκεί, θα μείνετε στα Χ ξενοδοχεία, θα επισκεφτείτε τα Ψ μουσεία κ.τ.λ. κ.τ.λ»), το οποίο και ακολουθούσαν κατά γράμμα. Τέτοια ταξίδια είχα κάνει κι εγώ στην αρχή, όπως τότε που είχα φέρει καμιά τριανταριά μαθητές (ο τρελός!) στην Ελλάδα. Μέσα στο πρόγραμμα ήταν, θυμάμαι, και μια επίσκεψη στο Αρχαιολογικό Μουσείο, κατά την οποία θα βλέπαμε, λέει, όλα τα εκθέματα μέσα σε 90 λεπτά, καθώς τα πούλμαν θα μας περίμεναν απ’ έξω μια συγκεκριμένη ώρα. Φυσικά, ήταν αδύνατον να κρατήσω και τα τριάντα παιδιά κοντά μου σ’ ένα τόσο αχανές κτίριο. Τα περισσότερα είχαν εξαφανιστεί και τα συνέλαβα πολύ αργότερα σε διάφορες αίθουσες του μουσείου να φωτογραφίζονται σε σέξι πόζες με τα αγάλματα ή να περιφέρονται εδώ κι εκεί βαριεστημένα. Η επίσκεψη στο περίφημο Αρχαιολογικό Μουσείο είχε αποδειχτεί φιάσκο.
   Αυτό με απασχόλησε. Δεν ήθελα να επιβάλω στο παιδιά κάτι με το ζόρι, να τα αναγκάζω να κάθονται φρόνιμα με τη βέργα για να δουν κάτι που εγώ θεωρούσα σπουδαίο. Το θέμα ήταν ότι δεν έφταιγε η έλλειψη ενδιαφέροντος εκ μέρους των παιδιών, αλλά ο τρόπος που παρουσιάζαμε το κάθε τι. Μια βασική αρχή είναι πως δεν μπορείς να μάθεις σ’ ένα παιδί χίλια πράγματα ταυτόχρονα, δεν μπορείς να το φορτώνεις με εντυπώσεις. Είναι πολύ καλύτερα να του μάθεις ένα πράγμα και σε βάθος. Για παράδειγμα, αντί να πάμε στο Αρχαιολογικό, θα μπορούσαμε να πάμε στους Δελφούς και να δούμε μόνο τον Ηνίοχο. Ή στην Ολυμπία και να δούμε μόνο τον Ερμή του Πραξιτέλη.
   Γι’ αυτό λοιπόν κι εγώ γρήγορα εγκατέλειψα την ιδέα αυτών των ταξιδιών - κονσέρβα και άρχισα να οργανώνω εκδρομές μόνος μου. Ένα από τα ταξίδια που ήθελα πολύ να πραγματοποιήσω ήταν και μια εξόρμηση στην Έρημο Σαχάρα με μια μικρή ομάδα παιδιών, το πολύ δέκα – αριθμός που θα μου επέτρεπε να έχω τον έλεγχο, αλλά κυρίως την επαφή που ήθελα μαζί τους. Τώρα, γιατί στη Σαχάρα; Από καιρό ονειρευόμουν ταξίδια στην Αφρική μετά από τόσα και τόσα που είχα διαβάσει γι’ αυτή την ήπειρο. Άσε που ένα ταξίδι στην έρημο θα ήταν για τα καλομαθημένα παιδιά του σχολείου μας μια μοναδική ευκαιρία να ζήσουν ακραίες καταστάσεις που ενδεχομένως δε θα ζούσαν ποτέ ξανά. Χωρίς πολυτελή αυτοκίνητα, αλλά χρησιμοποιώντας για τη μετακίνησή μας τζιπ 4Χ4 και καμήλες, διανυκτερεύοντας όχι σε σούπερ-λουξ ξενοδοχεία αλλά κάτω απ’ τον ουρανό μέσα σε σλίπινγκ μπαγκ, έχοντας να αντιμετωπίσουμε ένα σωρό απρόβλεπτες αντιξοότητες σ’ ένα έρημο τοπίο, σίγουρα θα είχαμε όλοι μας πολλά να διδαχθούμε. Θα μαθαίναμε ότι ο ένας πρέπει να βοηθάει και να στηρίζει τον άλλον, ότι υπάρχει μια αλληλεξάρτηση μέσα στην ομάδα, ότι μόνοι μας σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον θα ήμαστε χαμένοι, όμως ενωμένοι θα μπορούσαμε να ξεπεράσουμε πολλά εμπόδια. Θεωρούσα ότι τα παιδιά, αυτά τα παιδιά που είχαν μεγαλώσει λίγο πολύ μέσα σε μια γυάλα, έπρεπε να γνωρίσουν και αυτή την πλευρά του κόσμου. Με αυτό ακριβώς το σκεπτικό ξεκίνησα τη διοργάνωση αυτού του ταξιδιού.
   Αφού πήρα πληροφορίες από το ταξιδιωτικό γραφείο Artou – ίσως το πρώτο πρακτορείο που διοργάνωνε extreme ταξίδια ήδη από τη δεκαετία του ’80, έκλεισα τζιπ, οδηγούς, καμήλες, ξεναγούς, ακόμα και ξενοδοχείο για δύο διανυκτερεύσεις, ωστόσο ήταν αδύνατον να βρω αεροπορικά εισιτήρια για την Τζέρμπα, ένα νησάκι πολύ γραφικό και πολύ τουριστικό στη Νότια Τυνησία που βρίσκεται όμως πολύ κοντά στην κυρίως χώρα, όπως ο Πόρος με τον Γαλατά, και πολύ κοντά στα όρια της ερήμου. Είχα ρωτήσει στη Swissair. Τίποτα! Είχα ρωτήσει στις Τυνησιακές Αερογραμμές. Τίποτα κι εκεί! Γι’ αυτό, παρ’ όλο που κατά τα άλλα όλα ήταν προγραμματισμένα, δεν είχα βγάλει καμία σχετική ανακοίνωση στο σχολείο, ούτε είχα κάνει κουβέντα για το ταξίδι σε κανένα παιδί.
   Ωστόσο οι φήμες κυκλοφορούσαν. Ένα πρωί, εκεί που καθόμουν στο γραφείο μου, ακούω ένα χτύπημα στην πόρτα και μπαίνει μέσα ένας τυπάκος γύρω στα δεκάξι. Δεν τον ήξερα. Ήταν καινούριος στο σχολείο, όμως είχε τον αέρα του παλιού.
   «Είστε ο κύριος Ψ.;» με ρωτάει.
   «Ναι.»
   «Έμαθα ότι ετοιμάζετε ένα ταξίδι στη Σαχάρα με σλίπινγκ μπαγκ, τζιπ, καμήλες. Τέλειο ακούγεται».
   «Μόνο που δεν νομίζω να γίνει τελικά», του είπα, «γιατί δεν έχω βρει αεροπορικά εισιτήρια. Είμαστε σε λίστα αναμονής και με πολλούς μπροστά μας».
   «Α! Αυτό δεν είναι πρόβλημα», είπε ο τυπάκος δίνοντας μου την εντύπωση ότι μάλλον ήταν εκτός πραγματικότητας. «Θα σας εξασφαλίσω εγώ μεταφορικό μέσο. Έχετε αρκετές συμμετοχές;» ρώτησε λες και αυτό ήταν το θέμα που έπρεπε να μας απασχολεί.
   «Καμία γιατί δεν έχω καν ανακοινώσει το ταξίδι, αφού μάλλον δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί», απάντησα εγώ στωικά.
   «Σας παρακαλώ, αφήστε το θέμα των συμμετοχών πάνω μου. Θα βρω εγώ άτομα. Και η εκδρομή θα γίνει. Να είστε βέβαιος. Θα τα κανονίσω όλα εγώ», είπε με απόλυτη αυτοπεποίθηση. «Χαίρετε».
   «Γεια σου…» Προσπάθησα να θυμηθώ αν μου είχε πει το όνομά του. Μάλλον δε μου είχε συστηθεί. «Πώς είπαμε ότι σε λένε;»
   «Βλαντιμίρ», απάντησε εκείνος και έφυγε.
   Ο Βλαντιμίρ, όπως έμαθα αργότερα, ήταν ρουμανικής καταγωγής. Οι γονείς του, επί Τσαουσέσκου, είχαν υποστεί τρεις εικονικές εκτελέσεις πριν το σκάσουν από τη Ρουμανία κρυμμένοι σ’ ένα φορτηγό. Αφού εγκαταστάθηκαν στο Παρίσι, δεν άργησαν να κάνουν περιουσία – ο πατέρας του ήταν σπουδαίος αρχιτέκτονας (χαρακτηριστικό δείγμα της δουλειάς του ήταν το εξαιρετικού γούστου σπίτι τους στο Σεν Ζαν Καπ Φερά, κοντά στο Μονακό, που φωτογραφίες του έχουν δημοσιευτεί σε πολλά αρχιτεκτονικά βιβλία και περιοδικά.), αν και το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων του το είχαν αποφέρει οι πατέντες που είχε επινοήσει (διακοσμητικά φιλμ τζαμιών που χρησιμοποιούσαν κυρίως για κινηματογραφικά εφέ). Και τώρα ο Βλαντιμίρ, μαζί με τα δύο του αδέρφια, είχε έρθει στο σχολείο μας σαν κομήτης και ήταν γραφτό να σφραγίσει με την παρουσία του το μυαλό και τις καρδιές τόσο των καθηγητών όσο και των συμμαθητών του.
   Αλλά για να επιστρέψουμε στην ιστορία μας, την άλλη μέρα εμφανίστηκε πάλι στο γραφείο μου ο Βλαντιμίρ και άφησε μπροστά μου μια λίστα με δέκα ονόματα: το δικό του και εννέα κοριτσιών, και τι κοριτσιών! Των πιο ωραίων και ποθητών του σχολείου. Όλες τους θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι τοπ μόντελ – ψηλές, με καλλίγραμμα κορμιά, πανέμορφα πρόσωπα, υπέροχα στιλπνά μαλλιά. Κούκλες.
   «Τρελός είσαι, παιδάκι μου!» αναφώνησα μόλις διάβασα τη λίστα. «Στην έρημο θα πάμε. Έχουμε να συναντήσουμε ένα σωρό δυσκολίες, ένα σωρό αντιξοότητες. Πού θα πάμε με όλα αυτά τα μανεκέν; Δεν καταλαβαίνεις ότι χρειαζόμαστε μπράτσα; Ποιος θα σπρώξει αν κολλήσουμε στην άμμο; Αν μας πιάσει λάστιχο, ποιος θα βοηθήσει; Χρειαζόμαστε και άντρες στο γκρουπ».
   «Μα αφού θα’ μαστε εμείς οι δυο, τι τους χρειαζόμαστε τους άλλους άντρες;» ρώτησε με ειλικρινή απορία ο Βλαντιμίρ.
   «Αν δεν αλλάξει η σύνθεση, δεν πάμε πουθενά», του έκοψα τη φόρα.
   Έτσι ο Βλαντιμίρ αναγκάστηκε να πάρει τη λίστα του και να φύγει από το γραφείο, δίνοντας την εντύπωση ότι είχε χάσει μια μάχη αλλά φυσικά όχι τον πόλεμο. Εδώ πρέπει να πω ότι αυτό το αγόρι ήταν το κρυφό αντικείμενο του πόθου κάθε κοριτσιού. Δεν έχω γνωρίσει ποτέ άτομο που να ασκεί τέτοια γοητεία στο αντίθετο φύλο και μάλιστα σ’ αυτή τη λεγόμενη άχαρη ηλικία. Όλες τον ήθελαν. Και από τα εννέα αυτά κορίτσια της λίστας , είμαι σίγουρος ότι η κάθε μία χωριστά θα ήθελε να είναι μόνη μαζί του, αλλά και πάλι αισθανόταν πολύ τυχερή που ήταν έστω και μία από τις επιλαχούσες. Ανάμεσα σ’ αυτές ήταν και η επίσημη φιλενάδα του, μια πολύ πολύ γλυκιά και πολύ πολύ πλούσια κοπέλα. Που επιπλέον ήταν μέλος σημαντικότατης πριγκιπικής οικογένεια της Ανατολής. Τίποτα λιγότερο. Αυτή την κοπέλα θα την ονομάσουμε Χ.
   Την επόμενη μέρα, ήρθε πάλι στο γραφείο μου ο Βλαντιμίρ, έχοντας αντικαταστήσει στη λίστα του τη λιγότερο ωραία από τα «μοντέλα» με ένα αγόρι. Όμως τι αγόρι ήταν αυτό; Ο Μπαζίλ, ένα συμπαθέστατο μεν παιδί, αλλά όχι και το πιο δυνατό στον κόσμο.
   «Είσαι με τα καλά σου;» του είπα αγανακτισμένος. «Είπαμε πως χρειαζόμαστε αγόρια, μπρατσωμένα αγόρια. Και πάνω από ένα».
   «Αμάν πια!» αγανάκτησε κι εκείνος. «Με τίποτα δεν είστε ευχαριστημένος. Σας έκανα το χατίρι και έβαλα κι ένα αγόρι. Άλλες αλλαγές δεν μπορώ να κάνω. Τελεία και παύλα».
   Βλέποντας ότι δεν μπορούσα να τα βγάλω πέρα μαζί του σ’ αυτό το θέμα, σκέφτηκα να αλλάξω συζήτηση, υπενθυμίζοντάς του ότι ούτως ή άλλως η εκδρομή δε θα γινόταν, αφού δεν είχαμε εισιτήρια. «Ωραία όλα αυτά, φίλε μου», του είπα. «Αεροπλάνο όμως πού θα βρούμε;»
   «Μην ανησυχείτε, θα το κανονίσω κι αυτό», με καθησύχασε ο πάντα αισιόδοξος Βλαντιμίρ.
   Οι μέρες περνούσαν κι εγώ παρότρυνα τα παιδιά να δηλώσουν συμμετοχή σε άλλα ταξίδια, αφού δεν είχα κανένα καλό νέο σχετικά με τα αεροπορικά εισιτήρια και σιγά σιγά εξανεμίζονταν και οι τελευταίες ελπίδες μου. Κάποια στιγμή, ωστόσο, να’ σου και πάλι φάντης μπαστούνι ο Βλαντιμίρ για να μου ανακοινώσει περιχαρής ότι είχε βρει αεροπλάνο.
   «Τι αεροπλάνο;» τον ρώτησα με έκπληξη και δυσπιστία.
   «Το ιδιωτικό αεροπλάνο της Χ », μου απάντησε περήφανος που είχε φέρει σε πέρας την τόσο δύσκολη αποστολή του. «Θα πάμε και θα έρθουμε με το ιδιωτικό της αεροπλάνο. Κατά τα άλλα το πρόγραμμα παραμένει όπως έχει».
   Για να σιγουρευτώ, ρώτησα και την Χ αν ίσχυαν αυτά που μου είχε πει ο Βλαντιμίρ, πήρα και τον πατέρα της τηλέφωνο, ο οποίος μάλιστα μου είπε ότι του κάναμε και μεγάλη χάρη, εφόσον προτιμούσε τα μέλη της οικογένειάς του να αποφεύγουν τα αεροπλάνα της γραμμής για λόγους ασφαλείας, και μετά απ’ όλα αυτά ήμασταν όλοι έτοιμοι για το πολυαναμενόμενο ταξίδι στη Σαχάρα.
   Μου είναι δύσκολο να βρω λόγια για να περιγράψω την πολυτέλεια του αεροπλάνου που μας μετέφερε στην Τζέρμπα. Θα πω μόνο ότι το εσωτερικό του ήταν διαμορφωμένο σαν ένα ολοστρόγγυλο σαλόνι για δέκα άτομα με σούπερ αναπαυτικά καθίσματα, τηλεοράσεις, βίντεο, στερεοφωνικά, ενώ σ’ όλη τη διάρκεια της πτήσης δύο αεροσυνοδοί μας σέρβιραν χαβιάρι και σαμπάνια.
   Μετά από μια ονειρεμένη πτήση, με το που πατήσαμε το πόδι μας στην αίθουσα υποδοχής του αεροδρομίου, με πλησίασαν κάτι τελωνειακοί υπάλληλοι – ήταν εμφανές ότι ήμουν ο αρχηγός του γκρουπ – και με ρώτησαν, δείχνοντας μου τη συγκεκριμένη κοπέλα, αν ήταν η Χ. Την είχαν αναγνωρίσει και απλώς ήθελαν να επιβεβαιώσουν τις υποψίες τους.
   «Ναι», απάντησα αυθόρμητα και οι υπάλληλοι του αεροδρομίου αμέσως μας αντιμετώπισαν σαν γαλαζοαίματους και κάτι παραπάνω, χάρη στην Χ, η οποία – σημειωτέον – ήταν ένα κορίτσι, πολύ σεμνό, πολύ διακριτικό, πολύ χαμηλών τόνων και πάντα πολύ απλά ντυμένο.
   Περάσαμε την πρώτη νύχτα σ’ ένα ξενοδοχείο στην Τζέρμπα και την επομένη μοιραστήκαμε σε τρία τζιπ και ξεκινήσαμε για την έρημο. Θα πηγαίναμε από όαση σε όαση. Περιττό να πω πως όλα όσα φοβόμουν μη μας συμβούν, μας συνέβησαν. Και λάστιχα έσκασαν και στην άμμο κολλήσαμε κι ένα σωρό άλλες περιπέτειες είχαμε. Ευτυχώς δεν ήμαστε μόνο τρεις οι άντρες, αλλά εφτά, με τους τρεις οδηγούς των τζιπ και τον ένα ξεναγό μας, οπότε καταφέραμε να αντεπεξέλθουμε στις συνθήκες χωρίς να μας πιάσει απελπισία. Αν και σίγουρα βοήθησαν και τα κορίτσια όσο μπορούσαν.
   Την πρώτη φορά που αντικρίσαμε την έρημο (και εδώ τονίζω ότι η Σαχάρα έχει σαφώς διαγεγραμμένα όρια – κάνεις ένα βήμα μπροστά και βρίσκεσαι εντός, ένα βήμα πίσω και είσαι εκτός) νιώσαμε σαν τους ανθρώπους που έχουν περάσει όλη τους τη ζωή στα βουνά και βλέπουν για πρώτη φορά τη θάλασσα. Τέτοιο ήταν το σοκ μας μπροστά στην απεραντοσύνη της. Η εικόνα που απλώνεται μπροστά σου δεν έχει τέλος. Και η ομορφιά της είναι απερίγραπτη. Ενώ είναι διαδεδομένη η αντίληψη πως όταν λέμε έρημος εννοούμε ένα άδειο τοπίο χωρίς λεπτομέρειες και χωρίς ποικιλία, στην πραγματικότητα ισχύει ακριβώς το αντίθετο. Έχεις χίλια δυο πράγματα να θαυμάσεις. Ενώ νομίζεις ότι το μάτι θα νεκρωθεί απ’ τη μονοτονία, οι εντυπώσεις είναι τόσες που δεν ξέρεις πού να πρωτοκοιτάξεις: τους αμμόλοφους με τις εκπληκτικές σκιές τους, τον ουρανό, τα χρώματα, τον ορίζοντα
   Ήταν Νοέμβρης και την ημέρα η θερμοκρασία έφτανε τους 36-38 βαθμούς – πολλή ζέστη για τους ταξιδιώτες και ιδιαίτερα για μας που ερχόμαστε από την Ελβετία, ενώ το βράδυ ο υδράργυρος έπεφτε κάτω από το μηδέν, με αποτέλεσμα να τουρτουρίζουμε και να αναγκαζόμαστε να ανάψουμε φωτιές με κλαδιά από φοινικόδεντρα για να ζεσταθούμε. Κάτι άλλο που χαρακτηρίζει το κλίμα της ερήμου είναι η πολύ χαμηλή υγρασία, πράγμα που κάνει την ατμόσφαιρα τελείως, μα τελείως διάφανη, καθαρή σαν κρύσταλλο. Αυτό σημαίνει και ότι σου προσφέρει τα πιο υπέροχα ηλιοβασιλέματα που μπορείς να δεις. Όσες μέρες μείναμε στη Σαχάρα, τόσα ακριβώς ηλιοβασιλέματα απολαύσαμε, μ’ έναν ήλιο να χάνεται στον ορίζοντα , χωρίς τίποτα απολύτως να μας εμποδίζει τη θέα, ανάμεσα σε μια πλημμύρα πεντακάθαρων χρωμάτων – μοβ, πορτοκαλί, ροζ, κόκκινο… Η δύση του ηλίου στην έρημο είναι μια ώρα μαγική.
   Και μετά έπεφτε το σκοτάδι, προσφέροντάς μας άλλο ένα υπερθέαμα: τον έναστρο ουρανό της νύχτας – τον πιο καθαρό που είχα δει ποτέ μου, με τα πιο λαμπερά αστέρια, πάλι λόγω της χαμηλής υγρασίας αλλά και του απόλυτου σκότους, μακριά από τα φώτα του πολιτισμού. Το μοναδικό άλλο φως ήταν αυτό της φωτιάς που ανάβαμε εμείς, και που γύρω της κάναμε ολονύχτιες συζητήσεις για το διάστημα, το ηλιακό σύστημα, τους γαλαξίες, τις μαύρες τρύπες, τη ζωή σε άλλους πλανήτες. Ο ουρανός μας καλούσε, κι εμείς δεν μπορούσαμε να αντισταθούμε στο κάλεσμά του. Πότε πότε, εκεί που κουβεντιάζαμε, εμφανίζονταν απ’ το πουθενά και δυο τρεις Βερβέροι, αυτοί οι καβαλάρηδες της ερήμου με τα πολύχρωμα, φανταχτερά ρούχα, και κάθονταν κι αυτοί γύρω απ’ τη φωτιά, πολύ διακριτικά, χωρίς να μιλάνε, αναζητώντας ολοφάνερα την επαφή με τους ανθρώπους μέσα στο μοναχικό τοπίο της ερήμου.
   Και όταν κάποια νύχτα τύχαινε να μην κουβεντιάζουμε γύρω από τη φωτιά, παίρναμε το λουτρό μας στα αναβλύζοντα νερά των οάσεων. Σε πολλά σημεία έχουν σχηματιστεί φυσικές γούρνες μέσα στο χώμα και από το κέντρο τους ξεπηδούν νερά που η θερμοκρασία τους πρέπει να φτάνει τους 40 βαθμούς. Βουτούσαμε κι εμείς λοιπόν μέσα στο φιλόξενο καυτό νερό και μετά δεν τολμούσαμε να βγούμε ξανά στο κρύο…
   Κάποια στιγμή, τα τζιπ μας μας άφησαν για να συνεχίσουμε τη διαδρομή μας με καμήλες. Ταξιδεύοντας με τα «πλοία της ερήμου», συναντήσαμε και τα περίφημα καραβάνια του αλατιού, που μαζεύουν το πολύτιμο αλάτι από τις αποξηραμένες λίμνες της Σαχάρας και μετά από ταξίδι περίπου δύο μηνών, φτάνουν στο Τιμπουκτού του Μαλί, απ’ όπου το εμπόρευμά τους διανέμεται σε ολόκληρη την Αφρική. Δεν είναι εκπληκτικό που υπάρχουν ακόμα αυτά τα καραβάνια κόντρα στο χρόνο! Η εικόνα τους σε παραπέμπει κατευθείαν στις Χίλιες και Μία Νύχτες.
   Τα τζιπ μας μας παρέλαβαν ξανά στην επόμενη όαση, και μια δυο μέρες αργότερα επιστρέψαμε στην Τζέρμπα, όπου μας περίμενε το αεροπλάνο μας, οι πιλότοι μας και οι αεροσυνοδοί μας για να μας προσφέρουν άλλη μία ευχάριστη πτήση με άφθονο χαβιάρι και σαμπάνια. Η διάθεση όλων μας όμως ήταν μελαγχολική. Κανείς δεν ήθελε να γυρίσει πίσω.
   Από τότε έχουν περάσει περίπου είκοσι χρόνια, όμως αυτό το ταξίδι έμεινε βαθιά χαραγμένο στις μνήμες όλων των παιδιών αλλά και στη δική μου. Πριν από λίγες μέρες, μου έστειλε e-mail ένα από τα κορίτσια που είχε έρθει μαζί μας, υπενθυμίζοντάς μου το τραγούδι-σλόγκαν της εκδρομής. «Don’t worry, be happy», μου έγραφε. Εγώ βέβαια έχω κι άλλον ένα σοβαρό λόγο να θυμάμαι εκείνο το ταξίδι στη Σαχάρα. Ήταν η αφορμή για να γνωρίσω τον ανυπέρβλητο φίλο μου, τον Βλαντιμίρ, που χωρίς αυτόν θα είχα στερηθεί μοναδικές εμπειρίες οι οποίες έκαναν τη ζωή μου πιο πλούσια και πιο όμορφη. Αλλά γι’ αυτές θα σας μιλήσω μια άλλη φορά.