Πέμπτη 15 Απριλίου 2010

ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΣΤΗ ΣΕΝΕΓΑΛΗ 3 Ή Η ΚΑΛΟΣΥΝΗ ΤΩΝ ΝΤΟΠΙΩΝ

(Ήμαστε έξω από την τράπεζα, απελπισμένοι γιατί δεν μπορούσαμε να αλλάξουμε τα χρήματά μας, οπότε στην ουσία είχαμε μείνει πανί με πανί).

Εκεί λοιπόν που καθόμαστε μες στη μαύρη απελπισία, βλέπω ένα πιτσιρίκι που όλο ερχόταν προς το μέρος μας. Σιγά σιγά ξεθάρρεψε και μας ζήτησε να μπει στο αυτοκίνητο. Το αφήσαμε να μπει, κι αυτό άρχισε να περιεργάζεται το εσωτερικό του τζιπ, να πατάει την κόρνα και άλλα τέτοια που εκείνη την ώρα μας φάνηκαν άκρως ενοχλητικά. Μέσα στη σκοτούρα μας το μόνο που σκεφτόμαστε ήταν πότε θα ξεκουμπιστεί να μας αφήσει στην ησυχία μας. Οπότε του λέω, «θα σου δώσω ένα δώρο και θα φύγεις». Βγάζω λοιπόν ένα χάρτη της Αφρικής και του δείχνω πρώτα όλη την ήπειρο, μετά τη Σενεγάλη και τέλος το Καολάκ, εξηγώντας του ότι εμείς βρισκόμαστε σ’ αυτό το σημείο. Ο μικρός ενθουσιάστηκε. «Πάρε τον χάρτη και φύγε», του είπα, αλλά εκείνος δεν έφευγε. Τότε ήταν που μας εκμυστηρεύτηκε ότι είχε ένα όνειρο: να πάει στο σχολείο.
       «Μπράβο», του είπαμε, «αλλά εμείς τι σχέση μπορεί να έχουμε με το όνειρό σου;»
       Μας είπε λοιπόν ότι είχε πάει στον μαραμπού (τον σοφό μάγο του χωριού) κι εκείνος του είπε ότι θα πήγαινε στο σχολείο αν του έφερνε μαλλιά ξανθιάς γυναίκας. Ο μικρός είχε δει την ξανθιά κόμη της Ν. και γι’ αυτό μας είχε γίνει κολιτσίδα. Ήμαστε το μέσον για την επίτευξη του μεγαλειώδους στόχου του. Ήταν πράγματι πολύ συγκινητικό να βλέπεις ένα παιδί να έχει τέτοια λαχτάρα για το σχολείο και τη μάθηση. Ειδικά όταν τα δικά μας παιδιά μισούν το σχολείο.
       Χωρίς δεύτερη σκέψη, η Ν. πήρε ένα ψαλίδι και έκοψε μια τούφα από τα μαλλιά της, την έδωσε στον πιτσιρικά, ο οποίος μας ευχαρίστησε θερμά και, αφού πήρε μαζί του και τον χάρτη, έφυγε θριαμβευτικά. Μετά από αυτό το περιστατικό, ξαναβυθιστήκαμε στην απελπισία μας, προσπαθώντας μάταια να σκεφτούμε μια λύση στο πρόβλημά μας. Δεν πέρασε πολλή ώρα και ο μικρός εμφανίστηκε πάλι, αυτή τη φορά με τον πατέρα του, που αφού μας ευχαρίστησε κι αυτός, μας ρώτησε ποιο ήταν το πρόβλημά μας. Του εξηγήσαμε πώς είχε η κατάσταση και ότι παρ’ όλο που είχαμε ένα σεβαστό ποσόν σε ξένο συνάλλαγμα, δεν μπορούσαμε να αγοράσουμε τίποτα.
       «Θα βρούμε λύση», μας καθησύχασε και μας οδήγησε σε ένα Club Mediterranee που υπήρχε εκεί κοντά. «Εδώ θα μπορέσετε να αλλάξετε τα λεφτά σας».
       Μπήκαμε μέσα, πήγαμε στη ρεσεψιόν, όμως ο υπάλληλος μας είπε πως το ξενοδοχείο δεν μπορούσε να μας εξυπηρετήσει. «Αν θέλετε, ρωτήστε τους πελάτες μας», είπε.
       Έτσι κι εμείς πήραμε έναν προς έναν τους πελάτες και τους ρωτήσαμε αν μπορούσαν να μας αλλάξουν χρήματα. Κανείς δεν φάνηκε πρόθυμος να μας βοηθήσει. Φύγαμε από το Club Med όχι μόνο απογοητευμένοι, αλλά και τσαντισμένοι. Ήταν φοβερό! Οι ντόπιοι έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να μας βγάλουν από τη δύσκολη θέση και οι δήθεν πολιτισμένοι λευκοί μας είχαν γυρίσει απαξιωτικά την πλάτη.
       Ο συνοδός μας ωστόσο δεν το έβαλε κάτω. «Μην ανησυχείτε, θα πάμε αλλού», είπε και μας πήγε σε δέκα διαφορετικά σημεία. Μάταια όμως. Άσε που κοντεύαμε να ξοδέψουμε και την ελάχιστη βενζίνη που μας είχε απομείνει. Εκεί όμως που είχαμε χάσει και την τελευταία ελπίδα μας, μας πήγε σε ένα συγγενή του, ένα μεγαλέμπορα, που προθυμοποιήθηκε αμέσως να μας αλλάξει τα ελβετικά φράγκα μας σε CFA. O άνθρωπος δεν είχε ιδέα ποια ήταν η αντιστοιχία μεταξύ των δύο νομισμάτων, όμως δεν αμφισβήτησε στο ελάχιστον την τιμιότητά μας. Φυσικά, κι εμείς φανήκαμε ιδιαίτερα γενναιόδωροι στη συναλλαγή αυτή. Όταν δε τον ρωτήσαμε τι θα έκανε με τα ελβετικά φράγκα, μας απάντησε ότι θα τα άλλαζε στο Ντακάρ, όπου πήγαινε κάθε δυο-τρεις μήνες. Τόσο απλά.
       Φύγαμε, αφού τον ευχαριστήσαμε ολόψυχα για το καλό που μας είχε κάνει. Θέλαμε όμως να ευχαριστήσουμε και τον πατέρα του παιδιού, αν και δεν ξέραμε τι να του δώσουμε. Το λιγότερο που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να τον γυρίσουμε στο σπίτι του μετά από όλη αυτή την περιπλάνηση. Ενώ ήμαστε στον δρόμο, κάποια στιγμή μας έκανε νόημα να σταματήσουμε γιατί ήθελε να πάρει κάτι. Μπήκε γρήγορα σε μια καλύβα, που αποδείχτηκε ότι ήταν φούρνος, και βγήκε με ένα καρβέλι ζεστό ψωμί στο χέρι. Το πέταξε από το παράθυρο και χάθηκε μέσα στο πλήθος, προτού προλάβουμε να αντιδράσουμε. Το ψωμί αυτό ήταν το «ευχαριστώ» του γι’ αυτό που είχαμε κάνει για τον γιο του. Μια τούφα ξανθά μαλλιά και η ελπίδα πως το παιδί του θα μορφωθεί τον έκανε να αισθάνεται υποχρεωμένος απέναντί μας. Δεν ξέρω αν αντιλαμβανόταν πόσο υποχρεωμένοι ήμαστε εμείς απέναντι σε τόση καλοσύνη.
       Συνεχίσαμε το ταξίδι μας προς τα νότια συναντώντας συνέχεια εμπόδια και δυσκολίες. Θελήσαμε να περάσουμε και στην Γκάμπια, αλλά ανακαλύψαμε ότι είχαμε χάσει τα χαρτιά του αυτοκινήτου και δεν μας άφησαν να διασχίσουμε τα σύνορα. Ακόμα πιο νότια, ήρθαμε αντιμέτωποι με κάτι στρατιώτες που μας ζήτησαν επίσης τα χαρτιά του αυτοκινήτου κι όταν τους ρωτήσαμε για ποιο λόγο, αυτοί μας είπαν ότι ο έλεγχος ήταν απαραίτητος αν θέλαμε να μπούμε στη … Σενεγάλη. «Και τώρα πού βρισκόμαστε;» ρωτήσαμε. «Στη Γουινέα Μπισσάου», ήταν η απάντηση. Είχαμε μπει σε άλλη χώρα χωρίς να το καταλάβουμε… Τελικά, κάποια στιγμή που οι στρατιώτες πήγαν λίγο πιο πέρα, πάτησα γκάζι και περάσαμε τα σύνορα παράνομα.
       Μια φορά που χάσαμε για νιοστή φορά τον δρόμο μας και μάλιστα μέσα στο σκοτάδι, βρεθήκαμε σε ένα χωριό. Η χαρά μας ήταν απερίγραπτη όταν τα φώτα μας έπεσαν πάνω σε ανθρώπους. Μας υποδέχτηκε ο αρχηγός τους, ο οποίος δεν μιλούσε λέξη γαλλικά. Ήταν μεγάλος σε ηλικία με άσπρα μαλλιά και μια τεράστια ουλή στο στήθος. Προσπάθησα με νοήματα να του εξηγήσω ότι είχαμε χαθεί. Τίποτα. Μετά του έδειξα τον χάρτη. Φυσικά, δεν είχε δει χάρτη ποτέ στη ζωή του. Το ίδιο ίσχυε και για τους υπόλοιπους κατοίκους που τώρα πια μας είχαν περικυκλώσει. Εμείς προσπαθούσαμε να τους δείξουμε προς τα πού πηγαίναμε, ενώ εκείνοι έπιαναν το κεφάλι τους και έκαναν διάφορους μορφασμούς. Με τα πολλά καταλάβαμε ότι μας ζητούσαν ασπιρίνες…
       Εδώ πρέπει να κάνω μία παρένθεση και να πω ότι όποιος πάει στην Αφρική και θέλει να ταξιδέψει off the road όπως εμείς, καλό είναι να έχει μαζί του πολλές ασπιρίνες. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι χαρά μπορείς να δώσεις στους ιθαγενείς έστω και με ένα δισκίο. Θεωρείται θαυματουργό φάρμακο και έχω ορκιστεί πως αν τύχει να ξαναπάω, θα πάρω μαζί μου κούτες ολόκληρες. Το δεύτερο πράγμα που δίνει μεγάλη χαρά κυρίως στα παιδιά είναι τα χαρτιά και τα μολύβια, αλλά και τα κόμιξ. Εμείς είχαμε αρχίσει να σκίζουμε σελίδες από τα Μίκυ Μάους που είχε μαζί του ο Ο. και να τις μοιράζουμε στα πιτσιρίκια, τα οποία κυριολεκτικά τρελαινόντουσαν λες και τους είχαμε δώσει ολόκληρο θησαυρό.
       Τους δώσαμε λοιπόν μερικά δισκία (στην αρχή ήμαστε πιο γενναιόδωροι με τις ασπιρίνες, όμως όσο περνούσαν οι μέρες και βλέπαμε ότι μας τελείωναν, είχαμε γίνει πιο φειδωλοί) και μετά προσπαθήσαμε πάλι να τους δώσουμε να καταλάβουν προς τα πού πηγαίναμε για να μας δείξουν τη σωστή κατεύθυνση. Τελικά, μετά από πολλή παντομίμα, κατάλαβαν. Τότε ο αρχηγός στράφηκε στα παιδιά του χωριού, προφανώς τα ρώτησε ποιο θα μας έδειχνε το δρόμο, σήκωσαν όλα τα χέρια τους φωνάζοντας «εγώ, εγώ», κι εκείνος διάλεξε ένα λέγοντας μας ότι αυτό θα μας έδειχνε τον δρόμο. Εγώ νόμιζα ότι θα μας οδηγούσε 100, 200, άντε 300 μέτρα ώσπου να βρεθούμε στον χωματόδρομο που είχαμε χάσει. Ο μικρός σκαρφάλωσε στο τζιπ (πρώτη φορά έμπαινε σε αυτοκίνητο), κάθισε στα γόνατα της Ν. και άρχισε να μας δείχνει με το δάχτυλό του πού έπρεπε να πάμε. Διασχίσαμε γύρω στα 3-4 χιλιόμετρα, στρίβοντας δεξιά – αριστερά εδώ κι εκεί, προτού βγούμε ξανά στον χωματόδρομο.
       «Από δω και πέρα μπορείτε να συνεχίσετε», μας είπε ή φαντάζομαι πως μας είπε γιατί δεν καταλάβαινα τη γλώσσα του, και κατέβηκε από το τζιπ. Του φώναξα να μπει πάλι μέσα για να τον γυρίσω στο χωριό – ήξερα τώρα πώς να ξαναβρώ τον δρόμο μου. Ένα παιδάκι στη ζούγκλα και μάλιστα μέσα στη μαύρη νύχτα δεν είναι καθόλου ασφαλές. Ο μικρός όμως είχε ήδη χαθεί μέσα στο σκοτάδι.
       Περιπλανηθήκαμε στη Σενεγάλη γύρω στον ένα μήνα. Αφού φτάσαμε μέχρι τα νότια σύνορά της χώρας, συνεχίσαμε προς τον Βορρά κι ύστερα ξαναγυρίσαμε στα παράλια. Πήγαμε παντού ή σχεδόν παντού, βιώνοντας πολλές ακόμα περιπέτειες. Αυτό όμως που μου έχει μείνει περισσότερο από αυτό το ταξίδι ήταν η καλοσύνη των ντόπιων. Θυμάμαι την πρώτη μέρα που πατήσαμε το πόδι μας σ’ αυτή τη χώρα, πόσο θέλαμε να ξεφύγουμε από τους ιθαγενείς και να βρεθούμε μόνοι μας. Σιγά σιγά, μέσα από τις δυσκολίες που αντιμετωπίσαμε, η διάθεση αυτή αντιστράφηκε κατά 180 μοίρες. Η παρουσία των ιθαγενών μάς ήταν όλο και πιο απαραίτητη. Αυτοί οι άνθρωποι, μέσα στη φτώχια και τη μιζέρια που ζούσαν, ήξεραν ότι κανείς δεν μπορεί να αντεπεξέλθει μόνος του. Ότι η αλληλεγγύη μέσα σε μια κοινωνία είναι αυτονόητη. Ότι πρέπει να προσφέρουν τη βοήθειά τους για να γίνουν κι αυτοί αποδέκτες βοήθειας όταν χρειαστεί. Εμάς, η αφθονία μας έχει κάνει εγωιστές. Οι ανέσεις μας έχουν απομονώσει. Όταν όμως βρεθούμε έξω από τη γυάλα της δυτικής κοινωνίας, βλέπουμε ξεκάθαρα ότι οι άνθρωποι από τη φύση τους λειτουργούν μόνο ως ομάδα. Οι λεγόμενοι απολίτιστοι μας είχαν δώσει ένα γερό μάθημα πολιτισμού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου