Τετάρτη 28 Απριλίου 2010

ΤΟ ΑΘΕΑΤΟ ΑΞΙΟΘΕΑΤΟ

                                 Ο ΚΡΑΤΗΡΑΣ ΑΠΟ ΚΑΡΤ ΠΟΣΤΑΛ

Πριν από λίγο καιρό βρέθηκα στο Λας Βέγκας για δουλειές. Μέσα σε ένα αρκετά σφιχτό πρόγραμμα, είπα να χωρέσω και μια επίσκεψη στον περίφημο κρατήρα της Αριζόνα που δημιουργήθηκε πριν από 40.000 χρόνια όταν έπεσε στη γη ένας πελώριος μετεωρίτης ανοίγοντας στη γη μια τρύπα με διάμετρο 1200 μέτρα και βάθος 170. Σίγουρα πολύ εντυπωσιακό θέαμα με μυθικές διαστάσεις (εκεί ήταν που έκαναν τις «πρόβες» τους οι αστροναύτες πριν πάνε στη σελήνη), το οποίο δεν έπρεπε να χάσω.
      Η καλή μέρα, όμως, από το πρωί φαίνεται και η μέρα μου δεν ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς. Για να φτάσω μέχρι εκεί έπρεπε να διασχίσω όλη την έρημο της Αριζόνας, οπότε από την προηγουμένη είχα κλείσει σε μια εταιρεία ενοικίασης αυτοκινήτων ένα τζιπ 4Χ4, ζητώντας να μου το παραδώσουν όσο το δυνατόν πιο νωρίς, δηλαδή στις 9 το πρωί (τότε άνοιγαν). Περίμενα λοιπόν πανέτοιμος, φορτωμένος με τις φωτογραφικές μηχανές μου, στο λόμπι του ξενοδοχείου, αλλά αυτοκίνητο πουθενά. Μετά από κάμποση ώρα αναμονής, τους τηλεφώνησα αγανακτισμένος για να μου πουν ότι δήθεν περίμεναν δικό μου τηλεφώνημα πρώτα. Τέλος πάντων, ξεκίνησα κατά τις 11:00, πολύ τσαντισμένος γιατί --300 χιλιόμετρα πήγαινε και 300 έλα συν κάποιος χρόνος παραμονής στον κρατήρα -- οι ώρες που μου απέμεναν ήταν απελπιστικά λίγες.
      Τα νεύρα, ωστόσο, μου πέρασαν γρήγορα -- σχεδόν με το που μπήκα στη μεγάλη ευθεία του πολυτραγουδισμένου και ιστορικού Route 66. Σ’ αυτό συνέβαλε πολύ και η country μουσική που έπαιζε το ραδιόφωνο, αλλά και ο υπέροχος καιρός. Τις ατελείωτες εκτάσεις που διέσχιζα τις έλουζε ένας λαμπερός ήλιος, ενώ ο ουρανός ήταν καταγάλανος με λίγα άσπρα σύννεφα – σαν μπαμπάκι – εδώ κι εκεί. Τέλεια μέρα! Γι’ αυτό είχα φύγει φορώντας μόνο ένα πουκάμισο ενώ για τη χειρότερη περίπτωση είχα πάρει μαζί μου κι ένα πουλοβεράκι.  
     Άφησα το Λας Βέγκας πίσω μου και αφού πέρασα το εντυπωσιακό φράγμα Hoover στον ποταμό Κολοράντο, απ’ όπου τροφοδοτείται με νερό και ενέργεια το σπάταλο και αχόρταγο Λας Βέγκας, πέρασα στη χώρα των Ινδιάνων Χουαλαπάι και στα αχανή υψίπεδα της ερήμου Μojave στο Grand Canyon. Εδώ είχε ακόμα λιακάδα και γαλανό ουρανό, όμως η θερμοκρασία ήταν αρκετά χαμηλή, ενώ σιγά σιγά άρχισα να βλέπω και χιόνια, στην αρχή λίγα, μετά όλο και περισσότερα: χωρίς να το καταλάβω, χωρίς να έχω ανέβει καμία απολύτως ανηφόρα, είχα βρεθεί σε υψόμετρο πάνω από 2000 μέτρα!

     Στις 4:10 το απόγευμα έφτασα επιτέλους στον κρατήρα. Πάω να περάσω την πύλη, όμως με σταματάει ένας φύλακας και μου λέει αυστηρά ότι ο κρατήρας είναι ανοιχτός μέχρι τις 5:00. «Ωραία!» σκέφτομαι. «Μου μένουν 50 λεπτά για να τον θαυμάσω». Κάνω να μπω, αλλά ο φύλακας δεν με αφήνει. «Είναι 5:10», με πληροφορεί. Τότε συνειδητοποιώ ότι το ρολόι μου δείχνει ώρα Νεβάδας. Γαμώτο! Είχα διασχίσει ερήμους , υψίπεδα, χιόνια και στο τέλος να μη δω τον κρατήρα; Δεν ήξερα τι να κάνω. Να γυρίσω πίσω ή να βρω κάπου να περάσω το βράδυ και να δω τον κρατήρα το άλλο πρωί;

     Σε καμιά πενηνταριά χιλιόμετρα βρήκα ένα χωριό τύπου Φαρ Ουέστ: ένας δρόμος όλος κι όλος με χαμηλά κτίρια δεξιά αριστερά: ένα σαλούν, ένα εστιατόριο, ένα μοτέλ (σαν αυτά που βλέπουμε στα θρίλερ) με πάρκινγκ απ’ έξω και δωμάτια στη σειρά. Εκεί θα διανυκτέρευα. Ο ξενοδόχος τρελάθηκε μόλις είδε πελάτη Έλληνα. Η περιοχή κατοικείται σχεδόν αποκλειστικά από Ινδιάνους Ναβάχος και οι ξένοι είναι ελάχιστοι. Μπήκα σ’ ένα δωμάτιο που ήταν στοιχειωδώς εξοπλισμένο – ένα κρεβάτι, μια παλιά τηλεόραση που δεν είχε καν τηλεκοντρόλ , μια παλιά πολυθρόνα και μια θερμάστρα γκαζιού. Φόρεσα το πουλόβερ μου, που ούτε κατά διάνοια δεν με προστάτευε από το τσουχτερό κρύο, και πήγα στο απέναντι εστιατόριο. Θαμώνες και μαγαζάτορες, καουμπόυδες και Ινδιάνοι, με περιεργάστηκαν από την κορφή ως τα νύχια σαν να ήμουν εξωγήινος. Παράγγειλα ένα κλασικό αμερικάνικο στέικ, το έφαγα, πλήρωσα και έφυγα. Για να σκοτώσω τον χρόνο μου, στη συνέχεια πήγα στο σαλούν. Εκεί η είσοδος ήταν διπλή και με το που πέρασα την πρώτη πόρτα άκουσα φωνές και γέλια, που όμως κόπηκαν μαχαίρι μόλις πέρασα κι από τη δεύτερη. Τρία ζευγάρια μάτια – της μπαργούμαν και δύο καουμπόυδων – καρφώθηκαν πάνω μου. Το σκηνικό ήταν ίδιο με εκείνο που βλέπουμε στα γουέστερν: ξύλινοι πάγκοι, μπύρες κλπ. Και στο τζουκμπόξ έπαιζε αμερικάνικη ροκ από τα sixties. Credence, Deep Purple κι άγιος ο Θεός. Το τρίο συνήλθε από το σοκ και συνέχισε την κουβέντα του, ενώ εγώ έπινα τις μπύρες μου. Μετά από κάμποση ώρα σκυλοβαρεμάρας γύρισα στο μοτέλ.
     Μπαίνοντας στο δωμάτιο, μου ήρθαν πάλι στο μυαλό σκηνές από ταινίες του Χίτσκοκ. Για καλό και για κακό έβαλα και μια πολυθρόνα πίσω από την πόρτα μην έρθει ο δολοφόνος. Παρ’ όλο που νόμιζα ότι δεν θα μπορούσα να κλείσω μάτι, ήμουν τόσο κουρασμένος που αποκοιμήθηκα αμέσως.
     Το άλλο πρωί σηκώθηκα κατά τις 6:00 (ώρα Νεβάδας, δηλαδή 7:00 ώρα Αριζόνας). Άνοιξα το κουρτινάκι και είδα απαλές νιφάδες να πέφτουν αργά και αραιά. Θα έτρωγα ένα καλό πρωινό και στις 8:00 που άνοιγε ο κρατήρας θα πήγαινα να τον δω προτού πάρω τον δρόμο της επιστροφής. Έβαλα μπρος το αυτοκίνητο, όταν όμως πήγα να βάλω ταχύτητα διαπίστωσα ότι το λεβιέ είχε μπλοκαριστεί. Προσπάθησα από δω, προσπάθησα από κει, τίποτα… Με σβηστή τη μηχανή, τίποτα. Με αναμμένη, τίποτα. Ρωτάω τον ξενοδόχο μήπως έχει καμιά ιδέα, μου λέει πως δεν ξέρει από αυτοκίνητα. Παίρνω την εταιρεία ενοικίασης, όμως δεν απαντάει γιατί είναι πολύ νωρίς ακόμα. Ρωτάω τον ξενοδόχο πάλι αν ξέρει κανένα συνεργείο εκεί κοντά. Εκείνος καλεί ένα μηχανικό, που όμως όταν βλέπει ότι το αυτοκίνητο είναι νοικιασμένο, αρνείται και να το αγγίξει. «Πρέπει να επικοινωνήσεις με την εταιρεία σου», μου συνιστά. Για να μην ξεχνιόμαστε, όλα αυτά διαδραματίζονταν έξω στο χιόνι και εγώ φορούσα ένα πουκάμισο κι ένα πουλόβερ όλο κι όλο. Φυσικά είχα ξυλιάσει. Δεν όριζα τα χέρια μου από το κρύο και έτρεμα ολόκληρος.
     Μέχρι να έρθει η ώρα που θα μπορούσα να επικοινωνήσω με την εταιρεία ενοικίασης, πήγα στο απέναντι εστιατόριο να φάω ένα πρωινό με μπέικον και αυγά. Και μετά ξαναεπιχείρησα να τηλεφωνήσω στην εταιρεία. Ευτυχώς τους πέτυχα και άρχισαν να μου δίνουν οδηγίες, παίρνοντας όλες τις πιθανότητες για το τι μπορεί να έφταιγε. Αφού όλες οι προσπάθειές μου στέφθηκαν με αποτυχία, είπαν να μου στείλουν ένα άλλο αυτοκίνητο ( το οποίο θα έφτανε φυσικά μετά από 5-6 ώρες), όμως εκείνη τη στιγμή, πάνω στην ύστατη προσπάθεια, το λεβιέ ξεμπλοκαρίστηκε! Εν τω μεταξύ η ώρα είχε πάει 12:00 το μεσημέρι. Και η χιονόπτωση είχε εξελιχθεί σε χιονοθύελλα.


      Το πιο συνετό τώρα θα ήταν να γυρίσω πίσω στο Λας Βέγκας. Είχα μακρύ δρόμο μπροστά μου και με τη χιονοθύελλα τα πράγματα δεν θα ήταν καθόλου εύκολα. Όμως με έπιασε το πείσμα και αποφάσισα να πάω στον κρατήρα. Είχα περάσει τόσα και τόσα το τελευταίο εικοσιτετράωρο, θα ήταν κρίμα κι άδικο να φύγω έτσι. Αργά και προσεκτικά οδήγησα μέσα στη χιονοθύελλα μέχρι τον κρατήρα. Βγήκα στο δαιμονισμένο κρύο με το πουλοβεράκι μου. Ο χτεσινός φύλακας με θυμήθηκε και απόρησε που ήμουν τόσο ελαφριά ντυμένος. Μέχρι να φτάσω στην είσοδο είχα γίνει κάτασπρος. Οι νιφάδες, που έπεφταν πυκνές και τεράστιες, το είχαν στρώσει πάνω μου. Μπήκα στο κτίριο που έχει χτιστεί μπροστά στον κρατήρα και ανέβηκα στον τρίτο όροφο για να θαυμάσω το θέαμα από το μπαλκόνι. Βγήκα στο μπαλκόνι και ...ΔΕΝ ΕΙΔΑ ΤΙΠΟΤΑ ΑΠΟΛΥΤΩΣ. Μια άσπρη κουρτίνα από χιόνι ήταν απλωμένη μπροστά μου, κάνοντας αθέατο το περίφημο αξιοθέατο. Κι όταν ρώτησα τον φύλακα αν έχει συχνά χιονοθύελλα στην περιοχή, μου απάντησε: "Σχεδόν ποτέ". Για άλλη μια φορά αποφάνθηκα: Άμα δεν σε θέλει, δεν σε θέλει…

               H EIKONA TOY ΚΡΑΤΗΡΑ ΜΕ ΤΗ ΧΙΟΝΟΘΥΕΛΛΑ !!!

1 σχόλιο:

  1. Τέλειες οι φωτογραφίες, ειδικά του κρατήρα με τη χιονοθύελλα (Χε, χε, χε!).

    ΑπάντησηΔιαγραφή