Κυριακή 14 Μαρτίου 2010

ΣΤΟ ΕΔΩΛΙΟ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΟ

Από τα φοιτητικά μου χρόνια και η παρακάτω ιστορία: Επειδή το κόστος ζωής στην Ελβετία ήταν πολύ υψηλό, πολύς κόσμος και κυρίως πολλοί φοιτητές  πήγαιναν για ψώνια στη Γαλλία. Εξάλλου, η Γενεύη είναι περιτριγυρισμένη από γαλλικά σύνορα, πράγμα που διευκόλυνε αυτό το πέρα-δώθε για ψύλλου πήδημα.  Βέβαια, η Ελβετία, για να προστατέψει την ντόπια αγορά, είχε θέσει ποσοτικά όρια για κάποια τρόφιμα, ενώ για ορισμένα είδη  ίσχυε πλήρης απαγόρευση. Για παράδειγμα, η επιτρεπόμενη ποσότητα ήταν ½ κιλό κρέας και ένα μπουκάλι κρασί κατ’ άτομο, με αποτέλεσμα να επιστρατεύονται παιδιά, ξαδέρφια, πεθερές, κουνιάδοι και φίλοι για να μπορέσει κανείς να κάνει τα ψώνια του επαρκώς. Επίσης, απαγορευόταν δια ροπάλου η εισαγωγή  πουλερικών. Δεν ξέρω αν σε αυτή την απόφαση είχαν οδηγήσει οικονομικοί ή υγειονομικοί λόγοι. Όμως έτσι είχαν τα πράγματα.
                Κάνοντας κι εγώ ό,τι και οι άλλοι φοιτητές, πήγαινα τακτικά σ’ ένα σουπερμάρκετ της Γαλλίας για φτηνά ψώνια. Μια μέρα όμως έφτασα την ώρα που έκλεινε, με αποτέλεσμα να μη με εξυπηρετήσει ο υπάλληλος του κρεοπωλείου, οπότε κατέφυγα στα ράφια με τα κρέατα. Ωστόσο εκεί δεν είχε μείνει ούτε γραμμάριο κρέατος (πόσω μάλλον το ½ κιλό που μου αντιστοιχούσε), γι’ αυτό άρπαξα βιαστικά ένα συσκευασμένο κοτόπουλο, αγνοώντας ότι δεν μπορούσα να το περάσω από τα σύνορα. Ύστερα έκανα βιαστικά τα υπόλοιπα ψώνια μου και αφού πλήρωσα, μπήκα στο αυτοκίνητο και κατευθύνθηκα προς τα γαλλοελβετικά σύνορα.
                Αν και η ουρά ήταν τεράστια, όπως συνέβαινε πάντα  την ώρα που έκλειναν τα καταστήματα, περίμενα υπομονετικά τη σειρά μου.  Προχωρούσαμε τσούκου τσούκου, ένα αυτοκίνητο κάθε τρία λεπτά. Με τα πολλά, βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο με τον τελωνειακό, ο οποίος με ρώτησε αν είχα τίποτα να δηλώσω.
               «Όχι», του απάντησα.
              «Τι έχετε στις σακούλες;»  ήταν η επόμενη ερώτησή του.
              Εγώ άρχισα να του απαριθμώ τα ψώνια ένα-ένα, πιστεύοντας ότι ήμουν μέσα στα νόμιμα πλαίσια. «Και ένα κοτόπουλο», ήταν η τελευταία κουβέντα μου που έκανε τον τελωνειακό να γουρλώσει τα μάτια του σαν να άκουγε το πιο εξωφρενικό πράγμα στον κόσμο.
              «Μα απαγορεύεται!» μου είπε. «Το κοτόπουλο απαγορεύεται!»
              Εγώ δεν είχα ιδέα. Νόμιζα πως ό,τι ίσχυε για το κρέας ίσχυε και για το κοτόπουλο. Και πράγματι, το κοτοπουλάκι που είχα αγοράσει δεν ήταν πάνω από 450 γραμμάρια. Τέλος πάντων, δεν είχα όρεξη για καβγάδες, οπότε αποφάσισα να συμμορφωθώ με το γράμμα του νόμου.
              «Ωραία, λοιπόν. Να το αφήσω και να φύγω», πρότεινα, θέλοντας να ξεμπερδεύω όσο το δυνατόν γρηγορότερα γιατί είχα και μάθημα στο Πανεπιστήμιο.
              «Δεν μπορείτε να το αφήσετε εδώ», μου είπε ο τελωνειακός.
                «Και πού να το πάω;» ρώτησα με πραγματική απορία.
                «Να το επιστρέψετε στο σουπερμάρκετ. Θα σας δώσουν και τα λεφτά σας πίσω»
                «Μα το σουπερμάρκετ έκλεισε», είπα εγώ ενώ είχε αρχίσει να με πιάνει απελπισία.         «Αφήστε με να το πετάξω στον κάδο απορριμμάτων».
                Ο τελωνειακός  ήταν ανένδοτος. «Δεν μπορείτε να το πετάξετε σε ελβετικό έδαφος», μου είπε αυστηρά. «Πηγαίνετε να το πετάξετε στη Γαλλία».
                Η ουρά που είχε σχηματιστεί πίσω μου ήταν ένα ολόκληρο φίδι, στην άκρη του οποίου θα έπρεπε να ξαναστηθώ για να περάσω πάλι από τελωνειακό έλεγχο, αφού πρώτα θα είχα πετάξει το κοτόπουλο σε γαλλικό έδαφος. Ε, δεν υπήρχε περίπτωση! Είχα πεισμώσει τόσο που έκρυψα το απαγορευμένο πουλερικό στο ντουλαπάκι του συνοδηγού (όπου φυσικά χωρούσε τσίμα-τσίμα)  και αποφάσισα  να περάσω στην Ελβετία από ένα άλλο σημείο των συνόρων. Αυτή τη φορά δεν θα έκανα τη βλακεία να το δηλώσω.
                Όταν ήρθε η σειρά μου και με ρώτησε ο δεύτερος τελωνειακός  τι περιείχαν οι σακούλες μου, αράδιασα πάλι ένα-ένα τα ψώνια, παραλείποντας επιμελώς το κοτόπουλο.
                «Τίποτα άλλο;» με ρώτησε σαν να ήξερε ότι έλεγα ψέματα.
                «Όχι», είπα εγώ και αυτός, ενώ μέχρι εκείνη τη στιγμή στεκόταν δίπλα στο παράθυρο του οδηγού, έκανε το γύρο του αυτοκινήτου, άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού και κατευθείαν πάτησε το κουμπί  από το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου. Το οποίο άνοιξε διάπλατα κι από μέσα πετάχτηκε το συσκευασμένο κοτόπουλο.
                «Τι είναι αυτό:» ρώτησε με νόημα.
                Προσπάθησα να τα μπαλώσω, λέγοντας ότι το είχα ξεχάσει εκεί μέσα, ότι δεν ήξερα ότι απαγορευόταν κλπ. κλπ., όμως αυτό δεν τον εμπόδισε να μου βάλει ένα γερό πρόστιμο για την παρανομία μου. Παρ’ όλα αυτά, όλως περιέργως, με άφησε να το περάσω στην Ελβετία.
                Τελικά, τα είχα καταφέρει. Μετά από τα πιο βιαστικά ψώνια που είχα κάνει ποτέ, από μια δίωρη αναμονή στα σύνορα,  από συνεννοήσεις με τελωνειακούς και πρόστιμα, είχα γεμίσει ικανοποιητικά το ψυγείο μου. Το δε κοτόπουλο θα το μαγείρευα το βράδυ για τους φίλους μου.
                Αφού μαζευτήκαμε λοιπόν στο σπίτι, έβγαλα στο μπαλκόνι μια ψησταριά που είχα φέρει από την Ελλάδα, άναψα κάρβουνα, έβαλα και τη σούβλα με το μηχανάκι και άρχισα να ψήνω το κοτόπουλο. Καθώς περνούσε η ώρα και η πετσούλα ροδοψηνόταν, γαργαλιστικές μυρωδιές έφταναν στα ρουθούνια μας. Εκεί που μας είχε ανοίξει η όρεξη και είχαν αρχίσει να τρέχουν τα σάλια μας, χτυπάει το κουδούνι. Τρέχω να ανοίξω και τι να δω; Μπροστά στην πόρτα μου στέκονταν δύο αστυνομικοί.
                «Ψήνετε σε ψησταριά;» με ρώτησε ο ένας εκ των δύο.
                «Ναι», απάντησα μέσα στην αθωότητά μου, απορώντας με την ερώτηση.
                 «Ξέρετε, απαγορεύεται μετά από μία ορισμένη ώρα», με ενημέρωσε ο ίδιος αστυνομικός. «Οι γείτονές σας παραπονούνται».
                   Καιρός ήταν να το ακούσω κι αυτό! Να κάνεις καταγγελία στην αστυνομία επειδή ο γείτονάς σου ψήνει στα κάρβουνα! Δεν μπορούσα να πιστέψω στ’ αυτιά μου.
                  «Μα κανείς δεν παραπονέθηκε σε μένα», είπα, προσπαθώντας να συλλάβω τη λογική του παραλόγου.
                   «Δεν έχει σημασία. Παραπονέθηκαν σε μας», απάντησε το όργανο της τάξης και μου έκοψε κι άλλο ένα γερό πρόστιμο αφού πρώτα με υποχρέωσε να βάλω μέσα την ψησταριά και μου συνέστησε να μην ξαναψήσω εκτός ωραρίου και χωρίς τη συναίνεση των γειτόνων μου. (Ευτυχώς, το κοτόπουλο είχε ψηθεί εν τω μεταξύ και έτσι θα μπορούσαμε να το φάμε).
                   «Μα είναι άδικο να πληρώσω», διαμαρτυρήθηκα, σκεφτόμενος ότι μαζί με το προηγούμενο πρόστιμο, θα μου στοίχιζε ο κούκος αηδόνι, ή το κοτόπουλο χαβιάρι.
                     «Αν έχετε αντίρρηση, μπορείτε να ασκήσετε έφεση», πρότεινε ο αστυνομικός.
                     Πράγματι λοιπόν άσκησα έφεση και μετά από δέκα μέρες, βρέθηκα στα δικαστήρια κατηγορούμενος για ένα κοτόπουλο. Μπαίνοντας μέσα στην αίθουσα, άρχισα να τρέμω από τον φόβο μου. Αισθανόμουν σαν να με κατηγορούσαν για φόνο. «Πού πάω;» έλεγα από μέσα μου. «Και μάλιστα χωρίς δικηγόρο!!!» (Αλήθεια, ποιος δικηγόρος θα αναλάμβανε την υπεράσπισή μου;)
                       Η διαδικασία ολοκληρώθηκε με κάθε τυπικότητα. Απαγγέλθηκε η κατηγορία, κρατήθηκαν πρακτικά, τέθηκαν ερωτήματα από τους δικαστές. Όλη αυτή την ώρα, ένιωθα ένα έντονο σφίξιμο στο στομάχι, σαν να κρινόταν ολόκληρη η ζωή μου από την απόφαση του δικαστηρίου. Κάποια στιγμή βέβαια οι δικαστές ξεκαρδίστηκαν στα γέλια – σίγουρα θα είχαν χρόνια να βρεθούν αντιμέτωποι με τόσο κωμική υπόθεση. Και δεν άργησαν να ανακοινώσουν την απόφασή τους:  Αθώος ο κατηγορούμενος.
                Αν και αθώος, όμως, ο κατηγορούμενος είχε υποστεί ένα σωρό ταλαιπωρίες εξαιτίας ενός κοτόπουλου και μάλιστα των 450 γραμμαρίων. Αν δεν σε θέλει, δεν σε θέλει – τελεία και παύλα.

7 σχόλια:

  1. Άλλη μία καταπληκτική ιστορία που μου θύμισε τη καλή flickr φίλη Ελένη Νιότη και τη δικές της ιστορίες όταν επισκεπτόταν το γιό της στην Ελβετία...
    Αντιγράφω από το βιβλίο της:

    "Μέσα σε μία βαλίτσα Σαμσονάιτ είχα βάλει (καμουφλαρισμένα βέβαια) μια αντρικόττα 3-4 κιλά, ένα κοντραφιλέ το ίδιο βαρύ, δύο αρνίσια μπουτάκια για το φούρνο στο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι, τον κιμά που βγήκε από τα πλαινά καβουρντισμένο να μή χαλάσει, οκτώ λουφάρια και τί άλλο; Έξη μεγάλα κοτς γιουμουρτασι (νομίζω στην Ελλάδα τα λένε αμελέτητα!) επειδή τα αγαπούσε πολύ ο Νίκος και στην Ελβετία δεν υπήρχε πιθανότης να τα βρει...

    Χωριστά στης μαμάς μου την βαλίτσα οι μεζέδες και οι παστουρμάδες, καλοτυλιγμένοι με αλουμινόχαρτα να μη μυρίζει η βαλίτσα και από έξω!! Σουτζούκια, ταραμάδες... θα πείτε τώρα στην Ελβετία δεν υπήρχαν μεζέδες; αλλά που της Πόλης, χώρια που όλα ήταν πανάκριβα και το συνάλλαγμα μετρημένο και πάντα έπρεπε να περισσεύσει και κάτι για το παιδί..."

    Συμπέρασμα: Δημήτρη μου πραγματικά δεν σε ήθελε!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Sorry *τις δικές της* ήθελα να γράψω..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. (Σαν συνέχεια στο σχόλιο της Μυρτώς)
    Και ο Δημήτρης είχε μόνο ένα κοτοπουλάκι! Και ερωτώ: Υπάρχει Θεός;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Λέτε να καταλήγουμε κι εδώ στα ατομικά κοτόπουλα των 450 γρ.; Δεν αποκλείεται... ;-)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Μου τρέχουν τα σάλια Μυρτώ μου με τις βαλιτσες της φίλης σου χεχεχε

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Aυτό με το κοτόπουλο δεν το ήξερα! Α, ρε Δημήτρη, τους είχες ζαλίσει τους ελβετούς!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Ο .... maquis είναι ο ΚΜΑΚ, για να μην μπερδεύεστε! Voila. Merci de votre attention. Allez, circulez maintenant!

    ΑπάντησηΔιαγραφή