Σάββατο 20 Μαρτίου 2010

ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΣΤΗ ΣΕΝΕΓΑΛΗ Ή ΜΠΡΟΣ ΛΙΟΝΤΑΡΙ ΚΑΙ ΠΙΣΩ ΙΠΠΟΠΟΤΑΜΟΣ

Στις αρχές της δεκαετίας του 90, αποφάσισα να κάνω ένα ταξίδι στη Μαύρη Αφρική για να γνωρίσω την πιο πρωτόγονη πλευρά της ηπείρου και να έρθω σε επαφή με τη φτώχια αλλά και τη μαγευτική φύση αυτού του τόπου. Πρώτη μου σκέψη ήταν να πάω στο Μαλί. Είχα αγοράσει χάρτες και βιβλία και είχα συγκεντρώσει όλες τις σχετικές πληροφορίες για να περιοδεύσω στο εσωτερικό της χώρας με ένα τζιπ και σλίπινγκμπαγκ. Τα σχέδιά μου τα ανακοίνωσα σε κάποιους μαθητές μου, οι οποίοι ενθουσιάστηκαν με την ιδέα και εκδήλωσαν την επιθυμία να συμμετάσχουν κι αυτοί στο ταξίδι. Στην αρχή είπα εντάξει, όμως όταν το καλοσκέφτηκα μου φάνηκε πως ήταν μάλλον παρακινδυνευμένο να πάρω μαζί μου δύο παιδιά – ένα αγόρι κι ένα κορίτσι – σε μια χώρα σαν το Μαλί, οπότε τα σχέδιά μου άλλαξαν και προτίμησα τη γειτονική Σενεγάλη, ένα μέρος κάπως πιο πολιτισμένο.       
Πήραμε λοιπόν το αεροπλάνο για το Ντακάρ τρία άτομα, ο Ο., η Ν. κι εγώ, αφού πρώτα είχαμε φροντίσει και για την τελευταία λεπτομέρεια. Οι ασήκωτες αποσκευές μας περιλάμβαναν, πέρα από τον ρουχισμό μας, κονσέρβες, κουζινικά, γκαζάκια, είδη φαρμακείου (άπειρα), κουνουπιέρες, κουβέρτες κι ένα σωρό άλλα πράγματα απαραίτητα για ελεύθερο κάμπινγκ. Γιατί σκοπός του ταξιδιού ήταν να ζήσουμε τον παλμό της χώρας που χτυπούσε πολύ μακριά από τα τουριστικά ξενοδοχεία.
        Μόλις κατεβήκαμε από το αεροπλάνο, την ώρα που μπαίναμε στο νοικιασμένο τζιπ μας, έπεσαν πάνω μας σαν ακρίδες δεκάδες μαυράκια που ζητιάνευαν. Τα απλωμένα τους χέρια εισέβαλαν και μέσα στο τζιπ μας από τα ανοιχτά παράθυρα που αναγκαστήκαμε να κλείσουμε την ώρα που απομακρυνόμαστε με ανακούφιση, ξεφεύγοντας από τον ασφυκτικό κλοιό τους. Οι μαθητές μου ιδίως, που για πρώτη φορά έρχονταν αντιμέτωποι με τη φτώχια και τη μιζέρια, είχαν ενοχληθεί σε τέτοιο σημείο που ήθελαν να γυρίσουν πίσω. Εγώ, από την άλλη, προσπάθησα να τους καθησυχάσω, λέγοντάς τους ότι την επομένη κιόλας θα φεύγαμε από την πόλη και τους ανθρώπους της και θα βρισκόμαστε κοντά στη φύση όπου δεν θα μας ενοχλούσε κανείς.
        Την άλλη μέρα, ξεκινήσαμε το ταξίδι με το τζιπ κατευθυνόμενοι προς το νότο, με απώτερο σκοπό να πάμε στην Γκάμπια και μετά στη Γουινέα Μπισσάου. Η επόμενη πόλη που θα συναντούσαμε ήταν το Καολάκ, που βρισκόταν σε ευθεία γραμμή 200 χιλιόμετρα μακριά. Δεν θα ακολουθούσαμε ασφαλτοστρωμένους δρόμους, ούτε καν χωματόδρομους , και μοναδικός μας μπούσουλας ήταν τα χνάρια από τις ρόδες άλλων αυτοκινήτων. Αυτό σήμαινε ότι η απόσταση θα γινόταν διπλάσια ή και τριπλάσια λόγω των φυσικών εμποδίων που θα συναντούσαμε. Φυσικά, είχαμε μαζί μας χάρτες και πυξίδες. Όταν ρωτήσαμε διάφορους ντόπιους αν ήταν καλύτερα να πάμε παραλιακά ή από την ενδοχώρα, οι γνώμες διχάστηκαν. Άλλοι μας είπαν να μην προτιμήσουμε τον παραλιακό δρόμο γιατί λόγω μεγάλης παλίρροιας, υπήρχε κίνδυνος να κολλήσουμε στη λάσπη, ενώ άλλοι υποστήριζαν πως θα ήμαστε πιο ασφαλείς αποφεύγοντας τη σαβάνα και έχοντας σαν οδηγό τον Ατλαντικό Ωκεανό. Εμείς προτιμήσαμε να ακούσουμε τους δεύτερους.
        Βρεθήκαμε λοιπόν να τρέχουμε με 60-70 χιλιόμετρα την ώρα (ιλιγγιώδεις ταχύτητες για τις δεδομένες συνθήκες) πάνω στην πατημένη άμμο, με τον ωκεανό δεξιά μας, απολαμβάνοντας την ελευθερία μας. Κάθε τόσο, κάναμε μια στάση και ρίχναμε μια βουτιά στη θάλασσα, ενώ κάποια στιγμή αγοράσαμε ένα ψάρι 10-15 κιλά (το πιο μικρό που βρήκαμε σ’ αυτόν τον φημισμένο ψαρότοπο) και φυσικά, αφού το ψήσαμε, φάγαμε λιγότερο από το ένα τρίτο. Συνεχίσαμε το ταξίδι μας, πάντα με την ίδια ανέμελη διάθεση, ώσπου ξαφνικά το αυτοκίνητο βούλιαξε στην άμμο και με τις 4 ρόδες. Οι χειρότεροι φόβοι μας έγιναν πραγματικότητα.
        Αμέσως βγήκαμε έξω και άρχισα να σκάβω γύρω από τα λάστιχα του τζιπ, μετά ξαναμπήκα και έβαλα μπρος… Μάταια όμως… Τα πράγματα ήταν σκούρα: Ήμαστε στη μέση του πουθενά, ολομόναχοι. Ψυχή ζώσα δεν υπήρχε στον ορίζοντα. Ούτε υπήρχε τρόπος να ειδοποιήσουμε κανέναν. Με έπιασε μαύρη απελπισία, που οι άλλοι δύο δεν συμμερίζονταν γιατί, σαν παιδιά που ήταν, έβλεπαν την όλη κατάσταση σαν την πολυπόθητη περιπέτεια που έπρεπε να ζήσουμε σ’ αυτή την εκδρομή. Εγώ είχα χωθεί ολόκληρος μέσα στη λάσπη, συνεχίζοντας το σκάψιμο, ενώ εκείνοι απλώς επόπτευαν, σίγουροι ότι στο τέλος κάτι θα γίνει. Εκεί όμως που είχα χάσει κάθε ελπίδα, εμφανίστηκαν κάτι παιδάκια 6-7 χρονών, που κουβαλούσαν στους ώμους τους κάτι κλαδάκια – δεν ξέρω από πού γιατί σ’ εκείνο το περιβάλλον δεν υπήρχε δέντρο ούτε για δείγμα. Αμέσως, μόλις με είδαν, άρχισαν να σκάβουν κι αυτά με τα χεράκια τους γύρω από τις ρόδες, κάνοντας ό,τι έκανα κι εγώ. Επειδή δεν μιλούσαν γαλλικά, τους ζήτησα με νοήματα να βάλουμε τα ξυλάκια τους κάτω από τις ρόδες για να δημιουργήσουμε μια στέρεα βάση που θα βοηθούσε το τζιπ να ξεκολλήσει από τη λάσπη. Βέβαια ένιωθα τύψεις που τους ζητούσα κάτι τέτοιο γιατί ένας Θεός ξέρει πόσο κόπο είχαν κάνει για να τα κόψουν και πόσα χιλιόμετρα τα είχαν κουβαλήσει. Τέλος πάντων, τα βάλαμε κάτω από τις ρόδες, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Αντί να βγει το αυτοκίνητο από τη λάσπη, χώθηκε ακόμα πιο βαθιά, βυθίζοντας κι εμένα σε ακόμα μεγαλύτερη απελπισία.
        Όμως τα παιδάκια δεν το έβαλαν κάτω και δύο από αυτά έφυγαν για να γυρίσουν μετά από 1-2 ώρες με τις μανάδες τους οι οποίες κρατούσαν στα χέρια τους κάτι χατζάρες. Ούτε αυτές μιλούσαν γαλλικά, αλλά με πήραν από το χέρι και με πήγαν σε μια περιοχή όπου υπήρχαν δέντρα. Εκεί, με τις χατζάρες, άρχισαν να χτυπούν τους κορμούς με μεγάλη δεξιοτεχνία ώσπου τους έκοψαν και μετά τους σύραμε στο σημείο που ήταν το αυτοκίνητο για να τους βάλουμε κάτω από τις ρόδες. Όλοι είχαμε γίνει χάλια από το χώμα και τον ιδρώτα που είχαμε χύσει – εκτός από τους δύο συνταξιδιώτες μου που ήταν αμέτοχοι όλη αυτή την ώρα, προσέχοντας μη λερώσουν τα ολοκαίνουργια καπέλα τους και τις άψογες μπότες τους.
          Η προσπάθειά μας αποδείχτηκε για άλλη μια φορά μάταιη. Οι κορμοί βυθίστηκαν κι αυτοί στη λάσπη. Το τζιπ είχε χωθεί τόσο πολύ στο βρεγμένο χώμα που δεν άνοιγαν ούτε οι πόρτες του. Μετά από αυτό, ειδοποιήθηκαν και οι άντρες των γυναικών με τις ματσέτες, που ήρθαν κι εκείνοι να μας συνδράμουν. Ένα ολόκληρο χωριό είχε έρθει να βοηθήσει. Το θέμα ήταν πώς. Ξαφνικά, ένας από τους άντρες είχε μια φαεινή ιδέα: Να πάνε στο χωριό να φέρουν καλάθια και να τα γεμίσουν με στεγνό χώμα που θα μάζευαν με τα χέρια τους. Κι ύστερα οι άντρες να σηκώσουν το αυτοκίνητο από τη μία πλευρά και οι γυναίκες να αδειάσουν το στεγνό χώμα από κάτω. Αυτό το επανέλαβαν πολλές φορές από τις δύο πλευρές εναλλάξ και το αυτοκίνητο άρχισε να ανεβαίνει λίγο λίγο μέχρι που βγήκε τελείως από τη λάσπη και έτσι ήμαστε πάλι σε θέση να ταξιδέψουμε.
        Τώρα πώς μπορούσα εγώ να ευχαριστήσω αυτούς τους ανθρώπους για όσα είχαν κάνει; Τους έδωσα ένα χρηματικό ποσόν διόλου ευκαταφρόνητο – γύρω στα 200 ευρώ σε σημερινά λεφτά – αν και αμφιβάλλω αν είχαν έρθει άλλη φορά σε επαφή με χρήμα. Όμως δεν ήξερα με ποιο άλλο τρόπο μπορούσα να τους ξεπληρώσω για την αλληλεγγύη που μας είχαν δείξει. Ένα ολόκληρο χωριό είχε κυριολεκτικά μπει μες στη λάσπη για να μας… ξελασπώσει.
        Μετά από αυτό το πάθημα, είπαμε να αφήσουμε την ακτογραμμή και να μπούμε στην ενδοχώρα. Βέβαια και εκεί δεν μας έλειψαν οι περιπέτειες. Όμως πάντα εμφανίζονταν ως δια μαγείας οι ντόπιοι και μας έβγαζαν από τις δύσκολες καταστάσεις. Μέσα στο άγνωστο και αφιλόξενο περιβάλλον της σαβάνας, επιζητούσαμε την ανθρώπινη παρουσία, οπότε ενώ στην αρχή λέγαμε πως όσο πιο μόνοι τόσο το καλύτερο, τελικά είχαμε φτάσει στο σημείο να μη σταματάμε αν δεν βρίσκαμε κάποιο χωριό, όπου οι άνθρωποι μας πρόσφεραν απλόχερα τη φιλοξενία και τη βοήθειά τους.
        Ένα βράδυ, αφού φτάσαμε σ’ ένα χωριό και κουβεντιάσαμε λίγο με τους ντόπιους, ρωτήσαμε αν ήταν ασφαλές να κοιμηθούμε λίγο πιο έξω, στο ύπαιθρο. Εκείνοι μας είπαν ότι υπήρχαν λεοπαρδάλεις και πάνθηρες που θα μπορούσαν να επιτεθούν σε οικόσιτα ζώα, όχι όμως σε ανθρώπους, και πως αν ανάβαμε μια φωτιά θα ήμαστε απόλυτα ασφαλείς. Έτσι κι εμείς απομακρυνθήκαμε λίγο από τις αχυροκαλύβες και ανάψαμε μια φωτιά, όπως μας συμβούλεψαν να κάνουμε. Ο Ο. που ήταν πιο φοβητσιάρης οχυρώθηκε μέσα στο τζιπ έχοντας μάλιστα και μια χατζάρα δίπλα του, η Ν. κι εγώ όμως πήραμε τα σλίπινγκμπαγκ μας και ξαπλώσαμε κοντά στη φωτιά, κρατώντας από ένα βιβλίο μέχρι να μας πάρει ο ύπνος. Εκεί που διαβάζαμε ήσυχα κι ωραία, ακούμε ένα βρυχηθμό. Πεταχτήκαμε κι οι τρεις σαν ελατήρια. Κάποια λεοπάρδαλη μάλλον ήταν εκεί κοντά. Εγώ άρπαξα αυτόματα ένα μαχαίρι που είχα δίπλα μου, ενώ η Ν. όρμησε να μπει μέσα στο αυτοκίνητο. Την ίδια στιγμή ο Ο. , που ήταν ήδη μέσα στο αυτοκίνητο, πάτησε την ασφάλεια για να σιγουρευτεί ακόμα περισσότερο. Ο ένας μέσα και η άλλη έξω – αλλά και οι δύο σε κατάσταση υστερίας. Τελικά, μπήκαμε και οι τρεις στο τζιπ, στήνοντας αυτί για να ακούσουμε έναν ενδεχόμενο άλλο βρυχηθμό. Όμως, αντί για βρυχηθμό, ακούσαμε ένα γάιδαρο να γκαρίζει σαν να είχε πάθει αμόκ. Αμέσως σκεφτήκαμε ότι η λεοπάρδαλη είχε επιτεθεί στο γάιδαρο και αποφασίζοντας να τον βοηθήσουμε, έβαλα μπρος το αυτοκίνητο, μάρσαρα και άναψα τα φώτα – τα οποία έπεσαν πάνω σ’ έναν γάιδαρο τρομοκρατημένο, όχι από τη λεοπάρδαλη αλλά από εμάς. Το καημένο το ζωντανό το έβαλε στα πόδια. Όσο για τη λεοπάρδαλη, δεν μάθαμε τι έγινε. Πάντως το άλλο πρωί, οι άνθρωποι του χωριού, που μας έφεραν νερό να πλυθούμε και τσάι να πιούμε, μας είπαν ότι δεν είχε γίνει καμία επίθεση από ζώο.
        Πηγαίναμε λοιπόν από χωριό σε χωριό, προσπαθώντας να μη χαθούμε καθώς στην ενδοχώρα αυτό ήταν πολύ πιο δύσκολο απ’ ότι στον παραθαλάσσιο δρόμο. Παρ’ όλο που συμβουλευόμαστε την πυξίδα, συναντούσαμε αμμόλοφους, δέντρα, βράχια κι ένα σωρό άλλα εμπόδια που μας ανάγκαζαν να κάνουμε παρακάμψεις και να απομακρυνόμαστε από την ευθεία γραμμή (που μία μοίρα να ξέφευγες, κατευθυνόσουν προς εντελώς διαφορετικό σημείο). Άσε που το ανώμαλο έδαφος δεν σε άφηνε να αναπτύξεις ταχύτητα μεγαλύτερη από 10 χιλιόμετρα την ώρα. Εκεί που πηγαίναμε σιγά σιγά, ταλαιπωρημένοι από τις κακουχίες και άπλυτοι γιατί το νερό που κουβαλούσαμε ήταν μόνο για να μαγειρεύουμε και για να πίνουμε και όχι για να πλενόμαστε, βρεθήκαμε στην κορυφή ενός φαραγγιού, πάνω από ένα ποτάμι. Πρώτη σκέψη που μας πέρασε από το μυαλό ήταν να κάνουμε ένα μπάνιο. Το είχαμε τόση ανάγκη, αφού σ’ όλους μας τους πόρους είχε εισχωρήσει χώμα και άμμος που μαζί με τον ιδρώτα είχε γίνει λάσπη! Αφήσαμε το αυτοκίνητο εκεί και αφού πήραμε σαπούνια, σαμπουάν, πετσέτες, βίντεο και φωτογραφικές μηχανές, κατεβήκαμε την απότομη πλαγιά. Με το που φθάσαμε στην όχθη, είδαμε πως μας περίμενε μια οικογένεια ιπποποτάμων. Οι ντόπιοι μας είχαν προειδοποιήσει ότι οι ιπποπόταμοι, αν και φυτοφάγοι, ήταν από τα πιο επικίνδυνα ζώα, καθώς έχουν πολύ ανεπτυγμένο το ένστικτο της προστασίας της ιδιοκτησίας τους και των μικρών τους. Αν θεωρήσουν ότι απειλείς τον χώρο τους, θα σου επιτεθούν. Άσε που τρέχουν πιο γρήγορα και από τα άλογα ( περίπου με 60 χλμ την ώρα). Όσο το δυνατόν πιο αθόρυβα, απομακρυνθήκαμε από τους ιπποπόταμους, αφού πρώτα ενδώσαμε στον πειρασμό και τραβήξαμε μερικές φωτογραφίες, και όταν πια βρεθήκαμε σε απόσταση ασφαλείας, μπήκαμε στο νερό, πρώτος εγώ και μετά δειλά δειλά κι οι άλλοι, και αρχίσαμε να σαπουνιζόμαστε. Εκείνη τη στιγμή ακούσαμε για πρώτη φορά τον εκκωφαντικό βρυχηθμό ενός λιονταριού, που αντήχησε ακόμα πιο δυνατά εξαιτίας της ακουστικής του φαραγγιού. Σηκώθηκαν μέχρι και οι τρίχες της κεφαλής μας. Αμέσως κατάλαβα γιατί το αποκαλούν βασιλιά της ζούγκλας και πώς μπορεί να νιώθουν τα άλλα ζώα όταν το ακούν. Οι δύο συνταξιδιώτες μου βγήκαν γρήγορα από το νερό και άρχισαν να τρέχουν. Εγώ προσπάθησα να διατηρήσω την ψυχραιμία μου και συμβούλεψα και τους άλλους να μην φέρονται σπασμωδικά. Πρώτον, αν το λιοντάρι πεινούσε δεν θα έκανε τέτοιο σαματά, αλλά θα ερχόταν ύπουλα και αθόρυβα κοντά μας και απλώς θα νιώθαμε τα νύχια του και τα δόντια του. Δεύτερον δεν έπρεπε να δείξουμε ότι φοβόμαστε γιατί έτσι θα το προκαλούσαμε να μας κυνηγήσει. «Ας πάρουμε τα πράγματα και ας κατευθυνθούμε με βήμα σταθερό προς το αυτοκίνητο», τους είπα και πείστηκαν κι εκείνοι πως έτσι έπρεπε να κάνουμε. Όμως για να πάμε στο αυτοκίνητο, έπρεπε να περάσουμε πάλι από το σημείο με τους ιπποπόταμους. Προχωρούσαμε λοιπόν αργά και σταθερά, ακούγοντας κάθε τόσο τους ανατριχιαστικούς βρυχηθμούς του λιονταριού, ενώ την ώρα που φτάσαμε στη βάση της προσβάσιμης πλαγιάς του φαραγγιού, ακούσαμε έναν ιπποπόταμο να βγαίνει από το νερό και να έρχεται από πίσω μας. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, μπρος λιοντάρι πίσω ιπποπόταμος. Πώς τη γλιτώσαμε; Η συνέχεια στο επόμενο…

6 σχόλια:

  1. Χα χα! Και που είναι οι πιο πολιτισμένοι άνθρωποι; Το πρώτο μέρος με συγκίνησε... το δεύτερο δεν τελείωσε αλλά...μμμμμμμμ.... αδρεναλίνη, ε;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ωχ ωχ! Αντε γρήγορα το επόμενο παρακαλώ γιατί έχουμε αγωνία!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Πάντως, ο Δημήτρης -- όπως όλοι ξέρουμε -- επέζησε. (Για να μην έχετε τόση αγωνία...)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Έχω αρχίσει να ανυσηχώ για τον Ο. και την Ν. Μήπως θυσιάστηκαν για να σωθεί ο Δημήτρης;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Υπομονή... Σε λίγες μέρες θα μάθεις τη συνέχεια.
    Ελπίζω να μην έχασες τον ύπνο σου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Δεν έχασα τον ύπνο μου...αλλά έχασα την ορθογραφία μου...*ανησυχώ*!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή