Κυριακή 11 Ιουλίου 2010

ΜΙΑ ΚΕΡΔΙΣΜΕΝΗ ΧΡΟΝΙΑ

Ήταν το 1976 όταν, πιτσιρικάς ακόμα, σε ηλικία 17,5 ετών πήγα να σπουδάσω στην Ελβετία. Να υπενθυμίσω ότι εκείνη την εποχή η Ελλάδα ήταν τελείως αποκομμένη από την Ευρώπη και το εκπαιδευτικό μας σύστημα δεν έχαιρε και πολύ μεγάλης εκτίμησης στο εξωτερικό (όχι βέβαια ότι τώρα είναι πολύ καλύτερα τα πράγματα, αλλά τέλος πάντων). Σε αντίθεση με τους άλλους Ευρωπαίους – Γάλλους, Άγγλους, Ιταλούς, Βέλγους, Γερμανούς κλπ – οι οποίοι γίνονταν δεκτοί στα ελβετικά πανεπιστήμια με μία απλή αίτηση, οι Έλληνες και οι άλλοι Βαλκάνιοι ήταν υποχρεωμένοι να δώσουν εισαγωγικές εξετάσεις. Προσπάθησα να προετοιμαστώ όσο το δυνατόν καλύτερα γι’ αυτή τη δοκιμασία, όμως η βαρύτητα εκεί δινόταν στην κρίση και όχι στην απομνημόνευση την οποία ακόμα υποστηρίζουμε στην Ελλάδα. Για παράδειγμα, στην Ιστορία έπρεπε να ετοιμάσω τέσσερα μεγάλα θέματα – Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος , Μεσοπόλεμος, Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και το Ανατολικό Ζήτημα – εκ των οποίων θα εξεταζόμουν στα δύο, και μάλιστα προφορικά. Τράβηξα ένα χαρτάκι από τα πολλά που υπήρχαν σε ένα κουτί και μου διάβασαν την ερώτηση: Ποια ήταν η αιτία της ήττας του Ρόμελ στην Αφρική; Φυσικά, η απάντηση δεν ήθελε ούτε ημερομηνίες ούτε αφήγηση γεγονότων. Απλά, έπρεπε να επιχειρηματολογήσω, πράγμα στο οποίο δεν ήμουν μαθημένος.
        Και σαν να μην έφτανε αυτό, τα γαλλικά μου ήταν πολύ φτωχά. Εδώ θα κάνω μια παρένθεση για να πω ότι ο παππούς μου ήταν διευθυντής γαλλικής σχολής και οι περισσότερες καθηγήτριες γαλλικών που είχα στο εξατάξιο τότε γυμνάσιο ήταν μαθήτριές του, με αποτέλεσμα να μου βάζουν 20 στον έλεγχο από σεβασμό στον κύριο καθηγητή, ενώ εγώ ήμουν μάλλον άσχετος. Μόνο στην έκτη γυμνασίου βρέθηκε μία, που δεν είχε καν ακουστά τον παππού, οπότε με το που παίρνουμε τους βαθμούς του πρώτου τριμήνου, βλέπω Γαλλικά : 7! Φυσικά, όλη η τάξη έσκασε στα γέλια… Παρ’ όλα αυτά, ο μέσος όρος των μαθημάτων που έδωσα – Ιστορία, Γαλλικά, Μαθηματικά – έφτασε τη βάση, οπότε θεωρητικά είχα καταφέρει να μπω στο Πανεπιστήμιο.
          Σε αυτό το σημείο, πρέπει να αναφέρω ότι εκτός από τον εξεταστή, παρών σε όλες τις εξετάσεις του κάθε υποψηφίου είναι και ένας άλλος εκπρόσωπος του εκπαιδευτικού προσωπικού, ο οποίος βρίσκεται εκεί για να σχηματίσει σφαιρική άποψη για την προσωπικότητα του εξεταζόμενου. Αυτό το βρίσκω εξαιρετικό, γιατί δείχνει πόσο σοβαρά παίρνουν στην Ελβετία τον κάθε μαθητή. Και ακόμα πιο εξαιρετικό βρίσκω το γεγονός ότι στη δική μου την περίπτωση, ο εκπαιδευτικός αυτός ήταν ούτε λίγο ούτε πολύ ο ίδιος ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου της Γενεύης, ο Κλοντ Μποσσυ. Θέλω να υπογραμμίσω δε ότι εκείνη την εποχή στην Ευρώπη θεωρούσαν τους Έλληνες λίγο παρακατιανούς, περίπου όπως βλέπουν πολλοί συμπατριώτες μας σήμερα τα Αλβανάκια. Ωστόσο, στο πανεπιστήμιο μας έδιναν τη μεγαλύτερη δυνατή σημασία – και αυτό δεν θα το ξεχάσω ποτέ.
         Όταν βγήκαν, λοιπόν, τα αποτελέσματα, ο Πρύτανης με κάλεσε στο γραφείο του. Δεν ήθελε απλώς να κάνει μια τυπική συζήτηση μαζί μου. Μου μίλησε με κολακευτικά λόγια – «βλέπω ότι είσαι εξαιρετικό παιδί, με καλή μόρφωση, ότι κατάφερες να περάσεις τις εξετάσεις κλπ κλπ» – αλλά και με συμβούλεψε σαν πατέρας λέγοντας μου ότι θα ήταν καλύτερα να μην γραφτώ στο Πανεπιστήμιο γιατί τα γαλλικά μου δεν ήταν σε καλό επίπεδο και θα δυσκολευόμουν να παρακολουθήσω τα μαθήματα. Αυτό που πρότεινε εκείνος ήταν να γραφτώ στην Έcole de Langue et Civilization Francaises για να μάθω τη γλώσσα και να πάω στο πανεπιστήμιο την επόμενη χρονιά. Χωρίς υπερβολή, με κράτησε στο γραφείο του τρεις ολόκληρες ώρες, παρουσιάζοντάς μου τις επιλογές που είχα και προσπαθώντας με πολλή ευγένεια αλλά και με επιμονή να με πείσει να αποδεχτώ τη λύση του. Στο τέλος μάλιστα μου είπε ότι θα παρακολουθούσε την πρόοδό μου από κοντά για να είμαστε σίγουροι ότι τα πάμε καλά.
        Βγήκα από το γραφείο του βουρκωμένος. Δεν είχα καμία όρεξη να καθυστερήσω τις σπουδές μου, όμως δεν μπορούσα να του πω και όχι. Είχα πιεστεί όσο ποτέ άλλοτε στη ζωή μου. Θέλοντας και μη, γράφτηκα στη σχολή που μου είχε προτείνει και το κερασάκι στην τούρτα ήταν ότι κράτησε την υπόσχεσή του να παρακολουθεί την πρόοδό μου. Αυτό δεν ήταν απλή παρακολούθηση, ήταν στενός κορσές: Κάθε Δευτέρα πρωί, έπρεπε να περνάω από το γραφείο του, όπου είχε συγκεντρωμένους όλους τους βαθμούς μου από την προηγούμενη βδομάδα και μου έκανε τα ανάλογα σχόλια. Αυτό βέβαια σήμαινε ότι έπρεπε να είμαι όσο το δυνατόν πιο συνεπής στις υποχρεώσεις μου. Κι εγώ που νόμιζα ότι θα ήμουν χαλαρός….
        Όταν έδωσα για δεύτερη φορά εξετάσεις, πέρασα με πολύ καλό βαθμό. Αρίστευσα σε όλα τα μαθήματα και μπήκα πλέον στο πανεπιστήμιο θριαμβευτικά. Και φυσικά, μπορούσα να παρακολουθώ τα μαθήματα με μεγάλη άνεση. Μπορεί εν έτει 1976 να με είχε εκνευρίσει η σχολαστικότητα του Πρύτανη, τώρα όμως εκτιμώ ιδιαίτερα τη στάση αυτού του καταπληκτικού εκπαιδευτικού. Με συγκίνηση θυμάμαι με πόσο ενδιαφέρον και αγάπη έσκυψε πάνω από το πρόβλημά μου και πώς, υπολογίζοντας ως προσωπικότητα εμένα, το άσχετο Ελληνόπουλο, έβγαλε στην επιφάνεια τον καλύτερό μου εαυτό. Ο τρόπος του ήταν για μένα ένα μάθημα ζωής. Θα έλεγα ότι σ’ αυτόν τον άνθρωπο οφείλω τα πάντα. Αυτός με πήρε από το χέρι και με οδήγησε στον δρόμο τον καλό, κάνοντας εκείνη τη χρονιά – που αρχικά θεωρούσα χαμένη – μια χρονιά με τεράστιο κέρδος. Αλήθεια, ποιος Πρύτανης ελληνικού πανεπιστημίου, θα έκανε το ίδιο για ένα Αλβανάκι;

Πέμπτη 27 Μαΐου 2010

ΣΤΟ … ΠΑΡΑ ΠΕΝΤΕ

Στα μέσα της δεκαετίας του 80 έκανε την εμφάνισή του ένα καινούριο x-treme sport, το παραπέντε. Προσωπικά, πάντα μου άρεσε να προκαλώ την τύχη μου, οπότε μου ήταν αδύνατον να αδιαφορήσω σε μια τέτοια πρόκληση, κυρίως εφόσον εκείνη την εποχή ζούσα στην Ελβετία όπου η ενασχόληση με τέτοιου είδους χόμπι ήταν εύκολη και προσιτή.
     Πρέπει να ήταν τον χειμώνα του 87 ή του 88, όταν μαζί με κάποιους άλλους καθηγητές από το σχολείο, αποφασίσαμε να πάρουμε μαθήματα και να ασχοληθούμε με αυτό το σπορ. Κάθε χρόνο περνούσαμε κάποιους μήνες στο Γκστάαντ, στη Γερμανόφωνη Ελβετία, και εκεί βρήκαμε έναν εκπαιδευτή που ανέλαβε να μας κάνει ξεφτέρια στο άθλημα. Κάναμε πολλά μαθήματα και τέλος δώσαμε και εξετάσεις για να πάρουμε δίπλωμα, με σκοπό να μπορούμε να πετάμε μόνοι μας. Στα πρώτα μαθήματα κάναμε μικρά άλματα από μια πλαγιά και πετούσαμε γύρω στα ένα με δύο λεπτά τη φορά. Η βασική εκπαίδευση επικεντρωνόταν κυρίως στην απογείωση και την προσγείωση. Μετά αρχίσαμε να πηδάμε από την κορυφή του βουνού. Αυτό που πρέπει να μάθεις είναι η τεχνική να απογειώνεσαι και να προσγειώνεσαι , αλλά και να αναπτύσσεις μια συγκεκριμένη ταχύτητα πάντα κόντρα στον άνεμο.
     Το παραπέντε δεν είναι σαν το αλεξίπτωτο. Το αλεξίπτωτο κοντράρει τον αέρα και σε φρενάρει. Το παραπέντε πετάει σύμφωνα με την αρχή του αεροπλάνου – είναι σαν να έχεις φτερά: ασκείται πίεση από κάτω και υποπίεση από πάνω και ίπτασαι. Για να πετάς, βέβαια, χρειάζεσαι μία ταχύτητα της τάξεως των 35-40 χλμ την ώρα μέσα στον αέρα. Ο πιο εύκολος τρόπος για να αναπτύξουμε μια τέτοια ταχύτητα ήταν με τα σκι: ανεβαίναμε σε μια κορυφή, κατεβαίναμε γρήγορα την πλαγιά και απογειωνόμαστε. Η εμπειρία είναι εκπληκτική. Έχω πέσει και με αλεξίπτωτο, όμως η αίσθηση που έχεις με το παραπέντε είναι πολύ πιο συναρπαστική. Με το αλεξίπτωτο απλώς πέφτεις και η πτώση δεν διαρκεί πάνω από ένα λεπτό. Ενώ εδώ μπορείς να ανεβαίνεις, να κατεβαίνεις, να στρίβεις δεξιά – αριστερά, να αιωρείσαι ώρες ολόκληρες. Σαν πουλί! Και να απολαμβάνεις τον κόσμο από ψηλά, ελεύθερα, χωρίς τη μηχανή ή το περίβλημα ενός αεροπλάνου ή ενός ελικόπτερου. Η δε εικόνα που απλωνόταν κάτω από τα μάτια μας ήταν παραμυθένια: χιονισμένες πλαγιές, γραφικά χωριουδάκια, σαλέ!
      Ο εκπαιδευτής μας μάς είχε υπό την επιτήρησή του όσο καιρό διαρκούσαν τα μαθήματα. Αυτός μας όριζε από ποια πλαγιά θα απογειωνόμαστε και πάντα μας περίμενε σε ένα προκαθορισμένο σημείο προσγείωσης όπου συνήθως έβαζε και κάποιες κορδέλες για να είναι πιο ευδιάκριτο. Σε όλη τη διάρκεια της πτήσης, είχαμε στα αυτιά μας ακουστικά για να ακούμε τις οδηγίες του, ωστόσο εμείς δεν μπορούσαμε να του απαντήσουμε καθώς δεν είχαμε μικρόφωνα. Απλώς ακούγαμε: στρίψε δεξιά, ανέβα πιο ψηλά, προσγειώσου κλπ. Ενώ ταυτόχρονα μελετούσε και τον αέρα γιατί, όπως είπαμε, η απογείωση και η προσγείωση πρέπει απαραιτήτως να γίνονται κόντρα στον άνεμο.
     Εδώ πρέπει να πω πως ο εκπαιδευτής μας εκτός από δάσκαλος ήταν και έμπορος και από την αρχή προσπαθούσε να μας πουλήσει τον κατάλληλο εξοπλισμό. Ενώ όλοι σιγά σιγά είχαν πειστεί να αγοράσουν όλα τα απαραίτητα αξεσουάρ του αθλήματος, εγώ ήμουν ο μόνος που αντιστεκόμουν με το σκεπτικό ότι ο εξοπλισμός ενός τόσο καινούριου αθλήματος τελειοποιείται μέρα με την ημέρα ενώ οι τιμές αντιθέτως πέφτουν, οπότε προτιμούσα να τον νοικιάζω κάθε φορά που ήθελα να πετάξω. Αυτό, βέβαια, καθόλου δεν άρεσε στον εκπαιδευτή, γι’ αυτό πάντα μου έδινε όλες τις παλιατζούρες. Αυτό σήμαινε ότι απογειωνόμουν πιο δύσκολα, ότι πετούσα όσο πετούσα και όταν ήταν να κατέβω έπρεπε να εκτελέσω τη διαδικασία προσγείωσης με πολύ πιο γρήγορους ρυθμούς. Αυτή η διαδικασία ήταν ο σχηματισμός ενός Π, δηλαδή όταν έβλεπες την πίστα, προχωρούσες πρώτα σε ευθεία, μετά έστριβες 90 μοίρες δεξιά και μετά πάλι 90 μοίρες δεξιά πριν φτάσεις στο έδαφος – πάντα κόντρα στον αέρα. Με τον παλιό εξοπλισμό που είχα, τα πόδια του Π που διέγραφα έπρεπε να είναι πολύ πιο κοντά αν ήθελα να προσγειωθώ ομαλά.
     Μια φορά , αφού έκανα τη βόλτα μου στους αιθέρες, ήρθε η ώρα της προσγείωσης. Ήξερα πολύ καλά τι έπρεπε να κάνω, όμως λίγο πριν στρίψω δεξιά όπως συνήθως, ακούω τον εκπαιδευτή να μου λέει στα γαλλικά με τη βαριά γερμανική προφορά του, σε απόλυτα ήρεμο τόνο: «Dimitri, a gauche!»(Δημήτρη, αριστερά!). Κοιτάω αριστερά και βλέπω μια συστάδα από σαλέ, ενώ αντιθέτως στα δεξιά μου υπήρχε κενός χώρος. Με έπιασε κρύος ιδρώτας. Έχανα γρήγορα ύψος και δεν ήξερα τι να κάνω. Μου έλεγε να προσγειωθώ πάνω στα σπίτια, ο τρελός; Όμως κάτι ήξερε εκείνος, εκπαιδευτής ήταν! Δεν μπορεί να μου έλεγε βλακείες. Ενώ μέσα μου αμφιταλαντευόμουν, συνέχισα ίσια. Ήρεμα, ο εκπαιδευτής μου επανέλαβε: «Dimitri, a gauche!» Ξανακοίταξα τα σαλέ στα αριστερά μου. Πάλι δεν τολμούσα να στρίψω αριστερά και συνέχισα στην ευθεία μου. Βλέποντας πως δεν υπακούω στις εντολές του, ο εκπαιδευτής αυτή τη φορά έχασε την υπομονή του. «Dimitri, j’ ai dit, a gauche!!!» ούρλιαξε, καθώς είχα χάσει επικίνδυνα ύψος. Τι να κάνω κι εγώ; Το ύφος του ήταν τόσο επιτακτικό που η μόνη επιλογή μου ήταν να ακολουθήσω τη διαταγή του και να στρίψω αριστερά. Μόλις όμως έκανα να στρίψω λίγο, τον ακούω από τα ακουστικά να φωνάζει έντρομος: «Non, non, a droite!!!» (Όχι, όχι, δεξιά!!!). Ο ηλίθιος είχε μπλέξει το σκόρδο με το κρεμμύδι ή μάλλον εννοούσε αριστερά όπως με έβλεπε εκείνος. Τελευταία στιγμή, λοιπόν, στρίβω κι εγώ δεξιά, αλλά ήταν πλέον πολύ αργά…
     Μπροστά μου απλωνόταν μια ατελείωτη έκταση με στέγες από σαλέ, πάνω σε μία από τις οποίες ήξερα ότι θα προσγειωνόμουν. Προσπάθησα να κρατήσω την ψυχραιμία μου και μάζεψα τα πόδια μου όσο το δυνατόν περισσότερο. Τελικά το πίσω μέρος των σκι χτύπησε τη γωνία της στέγης, με αποτέλεσμα να γλιστρήσω πάνω στη στέγη και να κουτρουβαλιαστώ στον κήπο του σαλέ. Σίγουρα δεν ήταν και η πιο ομαλή προσγείωση, όμως θα μπορούσα να έχω μείνει και στον τόπο. Πεσμένος κάτω ακόμα, άρχισα να ψάχνομαι, για να δω αν είχα σπάσει κανένα χέρι, κανένα πόδι, καμιά λεκάνη… Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε και ο ιδιοκτήτης του σαλέ, που δεν ήταν άλλος από τον Βιτόριο Εμανουέλε (τον τέως βασιλιά της Ιταλίας) ο οποίος τύχαινε να είναι πατέρας μαθητή μου και να με ξέρει πολύ καλά. Είχε τρομάξει ακούγοντας όλον αυτό τον ορυμαγδό και βγήκε να δει τι είχε συμβεί. «Δεν είμαι ο Αϊ Βασίλης», του είπα. «Απλά είχα ένα μικρό ατύχημα με το παραπέντε». Τι μικρό ατύχημα δηλαδή; Εδώ την είχα γλιτώσει κυριολεκτικά … στο παρά πέντε. Αμέσως, με κάλεσε μέσα να πιω ένα κονιάκ. Μπήκα, αλλά δεν κάθισα πολύ. Ανυπομονούσα να πάω να βρω τον εκπαιδευτή μου και να τον πιάσω από τον λαιμό για να μάθει μια και καλή τι σημαίνει «a gauche» και «a droite».

Τετάρτη 28 Απριλίου 2010

ΤΟ ΑΘΕΑΤΟ ΑΞΙΟΘΕΑΤΟ

                                 Ο ΚΡΑΤΗΡΑΣ ΑΠΟ ΚΑΡΤ ΠΟΣΤΑΛ

Πριν από λίγο καιρό βρέθηκα στο Λας Βέγκας για δουλειές. Μέσα σε ένα αρκετά σφιχτό πρόγραμμα, είπα να χωρέσω και μια επίσκεψη στον περίφημο κρατήρα της Αριζόνα που δημιουργήθηκε πριν από 40.000 χρόνια όταν έπεσε στη γη ένας πελώριος μετεωρίτης ανοίγοντας στη γη μια τρύπα με διάμετρο 1200 μέτρα και βάθος 170. Σίγουρα πολύ εντυπωσιακό θέαμα με μυθικές διαστάσεις (εκεί ήταν που έκαναν τις «πρόβες» τους οι αστροναύτες πριν πάνε στη σελήνη), το οποίο δεν έπρεπε να χάσω.
      Η καλή μέρα, όμως, από το πρωί φαίνεται και η μέρα μου δεν ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς. Για να φτάσω μέχρι εκεί έπρεπε να διασχίσω όλη την έρημο της Αριζόνας, οπότε από την προηγουμένη είχα κλείσει σε μια εταιρεία ενοικίασης αυτοκινήτων ένα τζιπ 4Χ4, ζητώντας να μου το παραδώσουν όσο το δυνατόν πιο νωρίς, δηλαδή στις 9 το πρωί (τότε άνοιγαν). Περίμενα λοιπόν πανέτοιμος, φορτωμένος με τις φωτογραφικές μηχανές μου, στο λόμπι του ξενοδοχείου, αλλά αυτοκίνητο πουθενά. Μετά από κάμποση ώρα αναμονής, τους τηλεφώνησα αγανακτισμένος για να μου πουν ότι δήθεν περίμεναν δικό μου τηλεφώνημα πρώτα. Τέλος πάντων, ξεκίνησα κατά τις 11:00, πολύ τσαντισμένος γιατί --300 χιλιόμετρα πήγαινε και 300 έλα συν κάποιος χρόνος παραμονής στον κρατήρα -- οι ώρες που μου απέμεναν ήταν απελπιστικά λίγες.
      Τα νεύρα, ωστόσο, μου πέρασαν γρήγορα -- σχεδόν με το που μπήκα στη μεγάλη ευθεία του πολυτραγουδισμένου και ιστορικού Route 66. Σ’ αυτό συνέβαλε πολύ και η country μουσική που έπαιζε το ραδιόφωνο, αλλά και ο υπέροχος καιρός. Τις ατελείωτες εκτάσεις που διέσχιζα τις έλουζε ένας λαμπερός ήλιος, ενώ ο ουρανός ήταν καταγάλανος με λίγα άσπρα σύννεφα – σαν μπαμπάκι – εδώ κι εκεί. Τέλεια μέρα! Γι’ αυτό είχα φύγει φορώντας μόνο ένα πουκάμισο ενώ για τη χειρότερη περίπτωση είχα πάρει μαζί μου κι ένα πουλοβεράκι.  
     Άφησα το Λας Βέγκας πίσω μου και αφού πέρασα το εντυπωσιακό φράγμα Hoover στον ποταμό Κολοράντο, απ’ όπου τροφοδοτείται με νερό και ενέργεια το σπάταλο και αχόρταγο Λας Βέγκας, πέρασα στη χώρα των Ινδιάνων Χουαλαπάι και στα αχανή υψίπεδα της ερήμου Μojave στο Grand Canyon. Εδώ είχε ακόμα λιακάδα και γαλανό ουρανό, όμως η θερμοκρασία ήταν αρκετά χαμηλή, ενώ σιγά σιγά άρχισα να βλέπω και χιόνια, στην αρχή λίγα, μετά όλο και περισσότερα: χωρίς να το καταλάβω, χωρίς να έχω ανέβει καμία απολύτως ανηφόρα, είχα βρεθεί σε υψόμετρο πάνω από 2000 μέτρα!

     Στις 4:10 το απόγευμα έφτασα επιτέλους στον κρατήρα. Πάω να περάσω την πύλη, όμως με σταματάει ένας φύλακας και μου λέει αυστηρά ότι ο κρατήρας είναι ανοιχτός μέχρι τις 5:00. «Ωραία!» σκέφτομαι. «Μου μένουν 50 λεπτά για να τον θαυμάσω». Κάνω να μπω, αλλά ο φύλακας δεν με αφήνει. «Είναι 5:10», με πληροφορεί. Τότε συνειδητοποιώ ότι το ρολόι μου δείχνει ώρα Νεβάδας. Γαμώτο! Είχα διασχίσει ερήμους , υψίπεδα, χιόνια και στο τέλος να μη δω τον κρατήρα; Δεν ήξερα τι να κάνω. Να γυρίσω πίσω ή να βρω κάπου να περάσω το βράδυ και να δω τον κρατήρα το άλλο πρωί;

     Σε καμιά πενηνταριά χιλιόμετρα βρήκα ένα χωριό τύπου Φαρ Ουέστ: ένας δρόμος όλος κι όλος με χαμηλά κτίρια δεξιά αριστερά: ένα σαλούν, ένα εστιατόριο, ένα μοτέλ (σαν αυτά που βλέπουμε στα θρίλερ) με πάρκινγκ απ’ έξω και δωμάτια στη σειρά. Εκεί θα διανυκτέρευα. Ο ξενοδόχος τρελάθηκε μόλις είδε πελάτη Έλληνα. Η περιοχή κατοικείται σχεδόν αποκλειστικά από Ινδιάνους Ναβάχος και οι ξένοι είναι ελάχιστοι. Μπήκα σ’ ένα δωμάτιο που ήταν στοιχειωδώς εξοπλισμένο – ένα κρεβάτι, μια παλιά τηλεόραση που δεν είχε καν τηλεκοντρόλ , μια παλιά πολυθρόνα και μια θερμάστρα γκαζιού. Φόρεσα το πουλόβερ μου, που ούτε κατά διάνοια δεν με προστάτευε από το τσουχτερό κρύο, και πήγα στο απέναντι εστιατόριο. Θαμώνες και μαγαζάτορες, καουμπόυδες και Ινδιάνοι, με περιεργάστηκαν από την κορφή ως τα νύχια σαν να ήμουν εξωγήινος. Παράγγειλα ένα κλασικό αμερικάνικο στέικ, το έφαγα, πλήρωσα και έφυγα. Για να σκοτώσω τον χρόνο μου, στη συνέχεια πήγα στο σαλούν. Εκεί η είσοδος ήταν διπλή και με το που πέρασα την πρώτη πόρτα άκουσα φωνές και γέλια, που όμως κόπηκαν μαχαίρι μόλις πέρασα κι από τη δεύτερη. Τρία ζευγάρια μάτια – της μπαργούμαν και δύο καουμπόυδων – καρφώθηκαν πάνω μου. Το σκηνικό ήταν ίδιο με εκείνο που βλέπουμε στα γουέστερν: ξύλινοι πάγκοι, μπύρες κλπ. Και στο τζουκμπόξ έπαιζε αμερικάνικη ροκ από τα sixties. Credence, Deep Purple κι άγιος ο Θεός. Το τρίο συνήλθε από το σοκ και συνέχισε την κουβέντα του, ενώ εγώ έπινα τις μπύρες μου. Μετά από κάμποση ώρα σκυλοβαρεμάρας γύρισα στο μοτέλ.
     Μπαίνοντας στο δωμάτιο, μου ήρθαν πάλι στο μυαλό σκηνές από ταινίες του Χίτσκοκ. Για καλό και για κακό έβαλα και μια πολυθρόνα πίσω από την πόρτα μην έρθει ο δολοφόνος. Παρ’ όλο που νόμιζα ότι δεν θα μπορούσα να κλείσω μάτι, ήμουν τόσο κουρασμένος που αποκοιμήθηκα αμέσως.
     Το άλλο πρωί σηκώθηκα κατά τις 6:00 (ώρα Νεβάδας, δηλαδή 7:00 ώρα Αριζόνας). Άνοιξα το κουρτινάκι και είδα απαλές νιφάδες να πέφτουν αργά και αραιά. Θα έτρωγα ένα καλό πρωινό και στις 8:00 που άνοιγε ο κρατήρας θα πήγαινα να τον δω προτού πάρω τον δρόμο της επιστροφής. Έβαλα μπρος το αυτοκίνητο, όταν όμως πήγα να βάλω ταχύτητα διαπίστωσα ότι το λεβιέ είχε μπλοκαριστεί. Προσπάθησα από δω, προσπάθησα από κει, τίποτα… Με σβηστή τη μηχανή, τίποτα. Με αναμμένη, τίποτα. Ρωτάω τον ξενοδόχο μήπως έχει καμιά ιδέα, μου λέει πως δεν ξέρει από αυτοκίνητα. Παίρνω την εταιρεία ενοικίασης, όμως δεν απαντάει γιατί είναι πολύ νωρίς ακόμα. Ρωτάω τον ξενοδόχο πάλι αν ξέρει κανένα συνεργείο εκεί κοντά. Εκείνος καλεί ένα μηχανικό, που όμως όταν βλέπει ότι το αυτοκίνητο είναι νοικιασμένο, αρνείται και να το αγγίξει. «Πρέπει να επικοινωνήσεις με την εταιρεία σου», μου συνιστά. Για να μην ξεχνιόμαστε, όλα αυτά διαδραματίζονταν έξω στο χιόνι και εγώ φορούσα ένα πουκάμισο κι ένα πουλόβερ όλο κι όλο. Φυσικά είχα ξυλιάσει. Δεν όριζα τα χέρια μου από το κρύο και έτρεμα ολόκληρος.
     Μέχρι να έρθει η ώρα που θα μπορούσα να επικοινωνήσω με την εταιρεία ενοικίασης, πήγα στο απέναντι εστιατόριο να φάω ένα πρωινό με μπέικον και αυγά. Και μετά ξαναεπιχείρησα να τηλεφωνήσω στην εταιρεία. Ευτυχώς τους πέτυχα και άρχισαν να μου δίνουν οδηγίες, παίρνοντας όλες τις πιθανότητες για το τι μπορεί να έφταιγε. Αφού όλες οι προσπάθειές μου στέφθηκαν με αποτυχία, είπαν να μου στείλουν ένα άλλο αυτοκίνητο ( το οποίο θα έφτανε φυσικά μετά από 5-6 ώρες), όμως εκείνη τη στιγμή, πάνω στην ύστατη προσπάθεια, το λεβιέ ξεμπλοκαρίστηκε! Εν τω μεταξύ η ώρα είχε πάει 12:00 το μεσημέρι. Και η χιονόπτωση είχε εξελιχθεί σε χιονοθύελλα.


      Το πιο συνετό τώρα θα ήταν να γυρίσω πίσω στο Λας Βέγκας. Είχα μακρύ δρόμο μπροστά μου και με τη χιονοθύελλα τα πράγματα δεν θα ήταν καθόλου εύκολα. Όμως με έπιασε το πείσμα και αποφάσισα να πάω στον κρατήρα. Είχα περάσει τόσα και τόσα το τελευταίο εικοσιτετράωρο, θα ήταν κρίμα κι άδικο να φύγω έτσι. Αργά και προσεκτικά οδήγησα μέσα στη χιονοθύελλα μέχρι τον κρατήρα. Βγήκα στο δαιμονισμένο κρύο με το πουλοβεράκι μου. Ο χτεσινός φύλακας με θυμήθηκε και απόρησε που ήμουν τόσο ελαφριά ντυμένος. Μέχρι να φτάσω στην είσοδο είχα γίνει κάτασπρος. Οι νιφάδες, που έπεφταν πυκνές και τεράστιες, το είχαν στρώσει πάνω μου. Μπήκα στο κτίριο που έχει χτιστεί μπροστά στον κρατήρα και ανέβηκα στον τρίτο όροφο για να θαυμάσω το θέαμα από το μπαλκόνι. Βγήκα στο μπαλκόνι και ...ΔΕΝ ΕΙΔΑ ΤΙΠΟΤΑ ΑΠΟΛΥΤΩΣ. Μια άσπρη κουρτίνα από χιόνι ήταν απλωμένη μπροστά μου, κάνοντας αθέατο το περίφημο αξιοθέατο. Κι όταν ρώτησα τον φύλακα αν έχει συχνά χιονοθύελλα στην περιοχή, μου απάντησε: "Σχεδόν ποτέ". Για άλλη μια φορά αποφάνθηκα: Άμα δεν σε θέλει, δεν σε θέλει…

               H EIKONA TOY ΚΡΑΤΗΡΑ ΜΕ ΤΗ ΧΙΟΝΟΘΥΕΛΛΑ !!!

Πέμπτη 15 Απριλίου 2010

ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΣΤΗ ΣΕΝΕΓΑΛΗ 3 Ή Η ΚΑΛΟΣΥΝΗ ΤΩΝ ΝΤΟΠΙΩΝ

(Ήμαστε έξω από την τράπεζα, απελπισμένοι γιατί δεν μπορούσαμε να αλλάξουμε τα χρήματά μας, οπότε στην ουσία είχαμε μείνει πανί με πανί).

Εκεί λοιπόν που καθόμαστε μες στη μαύρη απελπισία, βλέπω ένα πιτσιρίκι που όλο ερχόταν προς το μέρος μας. Σιγά σιγά ξεθάρρεψε και μας ζήτησε να μπει στο αυτοκίνητο. Το αφήσαμε να μπει, κι αυτό άρχισε να περιεργάζεται το εσωτερικό του τζιπ, να πατάει την κόρνα και άλλα τέτοια που εκείνη την ώρα μας φάνηκαν άκρως ενοχλητικά. Μέσα στη σκοτούρα μας το μόνο που σκεφτόμαστε ήταν πότε θα ξεκουμπιστεί να μας αφήσει στην ησυχία μας. Οπότε του λέω, «θα σου δώσω ένα δώρο και θα φύγεις». Βγάζω λοιπόν ένα χάρτη της Αφρικής και του δείχνω πρώτα όλη την ήπειρο, μετά τη Σενεγάλη και τέλος το Καολάκ, εξηγώντας του ότι εμείς βρισκόμαστε σ’ αυτό το σημείο. Ο μικρός ενθουσιάστηκε. «Πάρε τον χάρτη και φύγε», του είπα, αλλά εκείνος δεν έφευγε. Τότε ήταν που μας εκμυστηρεύτηκε ότι είχε ένα όνειρο: να πάει στο σχολείο.
       «Μπράβο», του είπαμε, «αλλά εμείς τι σχέση μπορεί να έχουμε με το όνειρό σου;»
       Μας είπε λοιπόν ότι είχε πάει στον μαραμπού (τον σοφό μάγο του χωριού) κι εκείνος του είπε ότι θα πήγαινε στο σχολείο αν του έφερνε μαλλιά ξανθιάς γυναίκας. Ο μικρός είχε δει την ξανθιά κόμη της Ν. και γι’ αυτό μας είχε γίνει κολιτσίδα. Ήμαστε το μέσον για την επίτευξη του μεγαλειώδους στόχου του. Ήταν πράγματι πολύ συγκινητικό να βλέπεις ένα παιδί να έχει τέτοια λαχτάρα για το σχολείο και τη μάθηση. Ειδικά όταν τα δικά μας παιδιά μισούν το σχολείο.
       Χωρίς δεύτερη σκέψη, η Ν. πήρε ένα ψαλίδι και έκοψε μια τούφα από τα μαλλιά της, την έδωσε στον πιτσιρικά, ο οποίος μας ευχαρίστησε θερμά και, αφού πήρε μαζί του και τον χάρτη, έφυγε θριαμβευτικά. Μετά από αυτό το περιστατικό, ξαναβυθιστήκαμε στην απελπισία μας, προσπαθώντας μάταια να σκεφτούμε μια λύση στο πρόβλημά μας. Δεν πέρασε πολλή ώρα και ο μικρός εμφανίστηκε πάλι, αυτή τη φορά με τον πατέρα του, που αφού μας ευχαρίστησε κι αυτός, μας ρώτησε ποιο ήταν το πρόβλημά μας. Του εξηγήσαμε πώς είχε η κατάσταση και ότι παρ’ όλο που είχαμε ένα σεβαστό ποσόν σε ξένο συνάλλαγμα, δεν μπορούσαμε να αγοράσουμε τίποτα.
       «Θα βρούμε λύση», μας καθησύχασε και μας οδήγησε σε ένα Club Mediterranee που υπήρχε εκεί κοντά. «Εδώ θα μπορέσετε να αλλάξετε τα λεφτά σας».
       Μπήκαμε μέσα, πήγαμε στη ρεσεψιόν, όμως ο υπάλληλος μας είπε πως το ξενοδοχείο δεν μπορούσε να μας εξυπηρετήσει. «Αν θέλετε, ρωτήστε τους πελάτες μας», είπε.
       Έτσι κι εμείς πήραμε έναν προς έναν τους πελάτες και τους ρωτήσαμε αν μπορούσαν να μας αλλάξουν χρήματα. Κανείς δεν φάνηκε πρόθυμος να μας βοηθήσει. Φύγαμε από το Club Med όχι μόνο απογοητευμένοι, αλλά και τσαντισμένοι. Ήταν φοβερό! Οι ντόπιοι έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να μας βγάλουν από τη δύσκολη θέση και οι δήθεν πολιτισμένοι λευκοί μας είχαν γυρίσει απαξιωτικά την πλάτη.
       Ο συνοδός μας ωστόσο δεν το έβαλε κάτω. «Μην ανησυχείτε, θα πάμε αλλού», είπε και μας πήγε σε δέκα διαφορετικά σημεία. Μάταια όμως. Άσε που κοντεύαμε να ξοδέψουμε και την ελάχιστη βενζίνη που μας είχε απομείνει. Εκεί όμως που είχαμε χάσει και την τελευταία ελπίδα μας, μας πήγε σε ένα συγγενή του, ένα μεγαλέμπορα, που προθυμοποιήθηκε αμέσως να μας αλλάξει τα ελβετικά φράγκα μας σε CFA. O άνθρωπος δεν είχε ιδέα ποια ήταν η αντιστοιχία μεταξύ των δύο νομισμάτων, όμως δεν αμφισβήτησε στο ελάχιστον την τιμιότητά μας. Φυσικά, κι εμείς φανήκαμε ιδιαίτερα γενναιόδωροι στη συναλλαγή αυτή. Όταν δε τον ρωτήσαμε τι θα έκανε με τα ελβετικά φράγκα, μας απάντησε ότι θα τα άλλαζε στο Ντακάρ, όπου πήγαινε κάθε δυο-τρεις μήνες. Τόσο απλά.
       Φύγαμε, αφού τον ευχαριστήσαμε ολόψυχα για το καλό που μας είχε κάνει. Θέλαμε όμως να ευχαριστήσουμε και τον πατέρα του παιδιού, αν και δεν ξέραμε τι να του δώσουμε. Το λιγότερο που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να τον γυρίσουμε στο σπίτι του μετά από όλη αυτή την περιπλάνηση. Ενώ ήμαστε στον δρόμο, κάποια στιγμή μας έκανε νόημα να σταματήσουμε γιατί ήθελε να πάρει κάτι. Μπήκε γρήγορα σε μια καλύβα, που αποδείχτηκε ότι ήταν φούρνος, και βγήκε με ένα καρβέλι ζεστό ψωμί στο χέρι. Το πέταξε από το παράθυρο και χάθηκε μέσα στο πλήθος, προτού προλάβουμε να αντιδράσουμε. Το ψωμί αυτό ήταν το «ευχαριστώ» του γι’ αυτό που είχαμε κάνει για τον γιο του. Μια τούφα ξανθά μαλλιά και η ελπίδα πως το παιδί του θα μορφωθεί τον έκανε να αισθάνεται υποχρεωμένος απέναντί μας. Δεν ξέρω αν αντιλαμβανόταν πόσο υποχρεωμένοι ήμαστε εμείς απέναντι σε τόση καλοσύνη.
       Συνεχίσαμε το ταξίδι μας προς τα νότια συναντώντας συνέχεια εμπόδια και δυσκολίες. Θελήσαμε να περάσουμε και στην Γκάμπια, αλλά ανακαλύψαμε ότι είχαμε χάσει τα χαρτιά του αυτοκινήτου και δεν μας άφησαν να διασχίσουμε τα σύνορα. Ακόμα πιο νότια, ήρθαμε αντιμέτωποι με κάτι στρατιώτες που μας ζήτησαν επίσης τα χαρτιά του αυτοκινήτου κι όταν τους ρωτήσαμε για ποιο λόγο, αυτοί μας είπαν ότι ο έλεγχος ήταν απαραίτητος αν θέλαμε να μπούμε στη … Σενεγάλη. «Και τώρα πού βρισκόμαστε;» ρωτήσαμε. «Στη Γουινέα Μπισσάου», ήταν η απάντηση. Είχαμε μπει σε άλλη χώρα χωρίς να το καταλάβουμε… Τελικά, κάποια στιγμή που οι στρατιώτες πήγαν λίγο πιο πέρα, πάτησα γκάζι και περάσαμε τα σύνορα παράνομα.
       Μια φορά που χάσαμε για νιοστή φορά τον δρόμο μας και μάλιστα μέσα στο σκοτάδι, βρεθήκαμε σε ένα χωριό. Η χαρά μας ήταν απερίγραπτη όταν τα φώτα μας έπεσαν πάνω σε ανθρώπους. Μας υποδέχτηκε ο αρχηγός τους, ο οποίος δεν μιλούσε λέξη γαλλικά. Ήταν μεγάλος σε ηλικία με άσπρα μαλλιά και μια τεράστια ουλή στο στήθος. Προσπάθησα με νοήματα να του εξηγήσω ότι είχαμε χαθεί. Τίποτα. Μετά του έδειξα τον χάρτη. Φυσικά, δεν είχε δει χάρτη ποτέ στη ζωή του. Το ίδιο ίσχυε και για τους υπόλοιπους κατοίκους που τώρα πια μας είχαν περικυκλώσει. Εμείς προσπαθούσαμε να τους δείξουμε προς τα πού πηγαίναμε, ενώ εκείνοι έπιαναν το κεφάλι τους και έκαναν διάφορους μορφασμούς. Με τα πολλά καταλάβαμε ότι μας ζητούσαν ασπιρίνες…
       Εδώ πρέπει να κάνω μία παρένθεση και να πω ότι όποιος πάει στην Αφρική και θέλει να ταξιδέψει off the road όπως εμείς, καλό είναι να έχει μαζί του πολλές ασπιρίνες. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι χαρά μπορείς να δώσεις στους ιθαγενείς έστω και με ένα δισκίο. Θεωρείται θαυματουργό φάρμακο και έχω ορκιστεί πως αν τύχει να ξαναπάω, θα πάρω μαζί μου κούτες ολόκληρες. Το δεύτερο πράγμα που δίνει μεγάλη χαρά κυρίως στα παιδιά είναι τα χαρτιά και τα μολύβια, αλλά και τα κόμιξ. Εμείς είχαμε αρχίσει να σκίζουμε σελίδες από τα Μίκυ Μάους που είχε μαζί του ο Ο. και να τις μοιράζουμε στα πιτσιρίκια, τα οποία κυριολεκτικά τρελαινόντουσαν λες και τους είχαμε δώσει ολόκληρο θησαυρό.
       Τους δώσαμε λοιπόν μερικά δισκία (στην αρχή ήμαστε πιο γενναιόδωροι με τις ασπιρίνες, όμως όσο περνούσαν οι μέρες και βλέπαμε ότι μας τελείωναν, είχαμε γίνει πιο φειδωλοί) και μετά προσπαθήσαμε πάλι να τους δώσουμε να καταλάβουν προς τα πού πηγαίναμε για να μας δείξουν τη σωστή κατεύθυνση. Τελικά, μετά από πολλή παντομίμα, κατάλαβαν. Τότε ο αρχηγός στράφηκε στα παιδιά του χωριού, προφανώς τα ρώτησε ποιο θα μας έδειχνε το δρόμο, σήκωσαν όλα τα χέρια τους φωνάζοντας «εγώ, εγώ», κι εκείνος διάλεξε ένα λέγοντας μας ότι αυτό θα μας έδειχνε τον δρόμο. Εγώ νόμιζα ότι θα μας οδηγούσε 100, 200, άντε 300 μέτρα ώσπου να βρεθούμε στον χωματόδρομο που είχαμε χάσει. Ο μικρός σκαρφάλωσε στο τζιπ (πρώτη φορά έμπαινε σε αυτοκίνητο), κάθισε στα γόνατα της Ν. και άρχισε να μας δείχνει με το δάχτυλό του πού έπρεπε να πάμε. Διασχίσαμε γύρω στα 3-4 χιλιόμετρα, στρίβοντας δεξιά – αριστερά εδώ κι εκεί, προτού βγούμε ξανά στον χωματόδρομο.
       «Από δω και πέρα μπορείτε να συνεχίσετε», μας είπε ή φαντάζομαι πως μας είπε γιατί δεν καταλάβαινα τη γλώσσα του, και κατέβηκε από το τζιπ. Του φώναξα να μπει πάλι μέσα για να τον γυρίσω στο χωριό – ήξερα τώρα πώς να ξαναβρώ τον δρόμο μου. Ένα παιδάκι στη ζούγκλα και μάλιστα μέσα στη μαύρη νύχτα δεν είναι καθόλου ασφαλές. Ο μικρός όμως είχε ήδη χαθεί μέσα στο σκοτάδι.
       Περιπλανηθήκαμε στη Σενεγάλη γύρω στον ένα μήνα. Αφού φτάσαμε μέχρι τα νότια σύνορά της χώρας, συνεχίσαμε προς τον Βορρά κι ύστερα ξαναγυρίσαμε στα παράλια. Πήγαμε παντού ή σχεδόν παντού, βιώνοντας πολλές ακόμα περιπέτειες. Αυτό όμως που μου έχει μείνει περισσότερο από αυτό το ταξίδι ήταν η καλοσύνη των ντόπιων. Θυμάμαι την πρώτη μέρα που πατήσαμε το πόδι μας σ’ αυτή τη χώρα, πόσο θέλαμε να ξεφύγουμε από τους ιθαγενείς και να βρεθούμε μόνοι μας. Σιγά σιγά, μέσα από τις δυσκολίες που αντιμετωπίσαμε, η διάθεση αυτή αντιστράφηκε κατά 180 μοίρες. Η παρουσία των ιθαγενών μάς ήταν όλο και πιο απαραίτητη. Αυτοί οι άνθρωποι, μέσα στη φτώχια και τη μιζέρια που ζούσαν, ήξεραν ότι κανείς δεν μπορεί να αντεπεξέλθει μόνος του. Ότι η αλληλεγγύη μέσα σε μια κοινωνία είναι αυτονόητη. Ότι πρέπει να προσφέρουν τη βοήθειά τους για να γίνουν κι αυτοί αποδέκτες βοήθειας όταν χρειαστεί. Εμάς, η αφθονία μας έχει κάνει εγωιστές. Οι ανέσεις μας έχουν απομονώσει. Όταν όμως βρεθούμε έξω από τη γυάλα της δυτικής κοινωνίας, βλέπουμε ξεκάθαρα ότι οι άνθρωποι από τη φύση τους λειτουργούν μόνο ως ομάδα. Οι λεγόμενοι απολίτιστοι μας είχαν δώσει ένα γερό μάθημα πολιτισμού.

Πέμπτη 1 Απριλίου 2010

ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΣΤΗ ΣΕΝΕΓΑΛΗ 2 Ή ΠΩΣ ΔΕΝ ΜΑΣ ΦΑΓΑΝ Τ’ ΑΓΡΙΑ ΘΗΡΙΑ

 
(Για όσους δεν θυμούνται, είχαμε μείνει στο σημείο όπου, στην όχθη ενός ποταμού στη βάση ενός βαθιού φαραγγιού, ακούγαμε από τη μία τους εκκωφαντικούς βρυχηθμούς ενός λιονταριού και από την άλλη τα βήματα ενός ιπποπόταμου που μόλις είχε βγει από το νερό και μας ακολουθούσε).

Φυσικά, δεν έπρεπε να χάσουμε ούτε δέκατο του δευτερολέπτου, οπότε αρχίσαμε να τρέχουμε, χωρίς καν να γυρίσουμε να κοιτάξουμε το παχύδερμο που ερχόταν από πίσω μας. Σκαρφαλώσαμε σαν χιμπατζήδες την πλαγιά και μέσα σε ελάχιστο χρόνο βρεθήκαμε στο σημείο που είχαμε παρκάρει το τζιπ μας. Επειδή σε λίγο θα σκοτείνιαζε, αποφασίσαμε να περάσουμε τη νύχτα μας εκεί. Μαζέψαμε λοιπόν ξύλα για να ανάψουμε μια μεγάλη φωτιά, όπως μας είχαν συμβουλέψει οι ιθαγενείς, και διαλέξαμε ένα μέρος χωρίς πολλά δέντρα -- για να έχουμε ορατότητα-- και όσο το δυνατόν πιο κοντά στην άκρη του φαραγγιού, έτσι ώστε να έχουμε τα νώτα μας καλυμμένα σε περίπτωση που εμφανιζόταν κάποιο άγριο ζώο: εμείς μπορούσαμε εύκολα να κατέβουμε την πλαγιά, όχι όμως και το λιοντάρι ή η λεοπάρδαλη που θα μας επισκεπτόταν. Ετοιμαστήκαμε για ύπνο, ο Ο. μέσα στο τζιπ όπως συνήθως, η Ν. κι εγώ στα σλίπινγκμπαγκ μας, ωστόσο δεν κλείσαμε μάτι όλη νύχτα, γιατί στα 10 μέτρα πιο πέρα, πίσω από κάτι θάμνους, την είχε αράξει ένα λιοντάρι (μήπως το ίδιο που είχαμε ακούσει και νωρίτερα;). Του οποίου η παρουσία γινόταν αισθητή όχι τόσο από τους βρυχηθμούς του, που βέβαια τους ακούγαμε κάθε 10-15 λεπτά, αλλά από τη φοβερή βρώμα που κουβαλούσε. Προφανώς είχε σκοτώσει κάποιο ζώο που το είχε μεταφέρει εκεί, έτσι όλος ο τόπος μύριζε ψοφίμι. Βέβαια εμείς ούτε λόγος να κουνηθούμε. Μείναμε ακίνητοι εκεί, με τα μάτια ορθάνοιχτα, ανυπομονώντας να ξημερώσει.
        Το άλλο πρωί – σαν να μην έφταναν όσα είχαμε περάσει την προηγουμένη – μας περίμενε μια πολύ δυσάρεστη έκπληξη. Και οι τρεις μας είχαμε πετάξει κάτι άσπρα σπιθουράκια γεμάτα πύον. Παντού! Φαίνεται πως το νερό στο ποτάμι όπου είχαμε κάνει το μπάνιο μας ήταν μολυσμένο. Πανικόβλητοι, αλειφτήκαμε με οινόπνευμα, μπεταντίν και κάτι αλοιφές που είχαμε στο φαρμακείο μας. Ευτυχώς, τα σπιθουράκια μαράθηκαν σχετικά γρήγορα. Για άλλη μια φορά την είχαμε γλιτώσει.
        Συνεχίσαμε το ταξίδι μας μέσα από κακοτράχαλους χωματόδρομους, πάντα χάνοντας τον δρόμο κάθε τρεις και λίγο, ώσπου κάποια στιγμή ζήτησα από τη Ν. να μου δώσει να πιω λίγο νερό. Μόλις είχε τελειώσει το μπουκάλι που είχε στο χέρι της, οπότε σταματήσαμε να πάρουμε ένα από τα 100 μπουκάλια που είχαμε στο πορτμπαγκάζ, το οποίο ανοίξαμε και τι να δούμε; Και τα 100 μπουκάλια, που ήταν από ένα πολύ ευτελές και μαλακό πλαστικό, είχαν σπάσει λόγω των κραδασμών και δεν είχαμε σταγόνα νερό! Η λέξη απελπισία είναι πολύ μικρή για να περιγράψει αυτό που αισθανθήκαμε. Τι θα κάναμε; Είχαμε ακόμα 100 χλμ. μέχρι την επόμενη πόλη, που σήμαινε γύρω στις δύο μέρες ταξίδι. Πώς θα αντέχαμε χωρίς νερό; Είχαμε υπολογίσει ότι σ’ αυτές τις συνθήκες ζέστης και ξηρασίας, ξοδεύαμε περίπου 20 μπουκάλια την ημέρα. Οπότε τώρα ήταν σίγουρο ότι θα πεθαίναμε από τη δίψα. Χωριό δεν υπήρχε πουθενά στον ορίζοντα. Το μόνο που συναντούσαμε ήταν ποτάμια, εκπληκτικά για φωτογραφίες, αλλά εξίσου βρώμικα με εκείνο που ευθυνόταν για τις καντήλες που είχαμε βγάλει νωρίτερα. Κάποια λύση όμως έπρεπε να βρούμε. Πήραμε λοιπόν κολλητική ταινία, επισκευάσαμε όσα μπουκάλια μπορούσαμε και, αφού διπλώσαμε πολλές φορές το τούλι από τις κουνουπιέρες μας, το χρησιμοποιήσαμε σαν φίλτρο για το ποταμίσιο νερό. Ευτυχώς, είχα μαζί μου και απολυμαντικά δισκία, από τα οποία έριχνα ένα σε κάθε μπουκάλι. Μετά από τρεις ώρες, το νερό ήταν πόσιμο, αν και μύριζε σαπίλα από τα βρύα και τα σάπια ξύλα που επέπλεαν στο ποτάμι. Μόλις το έβαζες στο στόμα σου αηδίαζες. Ωστόσο έπρεπε να πίνουμε έστω και μία γουλιά κάθε τόσο για να μην αφυδατωθούμε. Στη διάρκεια αυτής της φάσης ήταν που ξαφνικά βλέπω τον Ο., κατάχλωμο να πέφτει ξερός με τα μάτια ορθάνοιχτα και το βλέμμα τελείως κενό.
          «Το νερό!» είπα σίγουρος ότι είχε πάθει δηλητηρίαση και έντρομος χίμηξα πάνω του για να τον ταρακουνήσω. Καμία αντίδραση. Τον αρχίζω λοιπόν στα χαστούκια μπας και συνέλθει. Τίποτα αυτός. Στο τέλος, μέσα στην απόγνωσή μου του ρίχνω ένα πολύ δυνατό μπάτσο, που τον ξύπνησε για τα καλά – τόσο καλά που μου το ανταπέδωσε ακαριαία με την ίδια δύναμη. Εγώ και η Ν. βάλαμε τα κλάματα από τη χαρά μας που ο Ο. ήταν ζωντανός, ενώ εκείνος μας κοιτούσε απορημένος, αγνοώντας τη λαχτάρα που είχαμε περάσει. Η λιποθυμία του ήταν μάλλον αποτέλεσμα αφυδάτωσης. 
        Άλλο ένα ευτράπελο που μας συνέβη ήταν που περνώντας από ένα χωριό με αχυροκαλύβες μας σταμάτησαν δύο στρατιώτες για να μας κόψουν κλήση για υπερβολική (!!!) ταχύτητα. Μας έπιασαν τα γέλια. «Κι εσείς πού ξέρετε με τι ταχύτητα πηγαίναμε;» τους ρώτησα κι αυτοί απάντησαν: «Μα σας κατέγραψε το ραντάρ». Ραντάρ μέσα στη σαβάνα… Τι άλλο θα ακούγαμε, Θεέ μου! Στο τέλος ξεκαρδίστηκαν κι αυτοί στα γέλια και μας άφησαν να συνεχίσουμε το ταξίδι μας.
        Την επόμενη μέρα, λίγο πριν βραδιάσει, φτάσαμε σε ένα χωριό όπου βρήκαμε ένα παντοπωλείο που πουλούσε νερά. Ενθουσιασμένοι, πήγαμε να αγοράσουμε, όμως ο τυπάκος που ήταν εκεί δεν δέχτηκε να τον πληρώσουμε. «Σας τα χαρίζω», μας είπε κερνώντας μας επιπλέον κι από ένα τσάι. «Όμως θέλω να μου κάνετε μια χάρη: Έχω ένα φορτηγό που κάνει μεταφορές, το οποίο έπαθε ζημιά. Είναι περίπου 20 χλμ μακριά. Εγώ ήρθα ως εδώ με τα πόδια. Τώρα πρέπει να πάρω το λεωφορείο για το Ντακάρ, να αγοράσω τα ανταλλακτικά που χρειάζομαι και να ξαναγυρίσω με τα πόδια ως το λεωφορείο – καταλαβαίνετε πόσος χρόνος χρειάζεται για όλα αυτά…»
        «Και από μας τι θέλεις;» τον ρώτησα.
        «Στο φορτηγό άφησα τους εργάτες μου. Δεν έχουν τίποτα να φάνε. Μπορείς να τους πας λίγο φαγητό για να μην πεθάνουν από την πείνα; Στο δρόμο σας είναι», είπε και έφερε ένα τεράστιο ταψί με ένα βουνό βρασμένο ρύζι που μας έσπασε τη μύτη– το αφρικανικό ρύζι είναι απίστευτα γλυκό και αρωματικό.
        Τι να κάνουμε κι εμείς, φορτώσαμε το ταψί στο πορτμπαγκάζ και ξεκινήσαμε, σίγουροι ότι δεν επρόκειτο να βρούμε τους εργάτες, γιατί όπως είπα πηγαίναμε πάνω σε άτυπους χωματόδρομους και μία μοίρα παρέκκλιση να κάναμε, βρισκόμαστε σε εντελώς άλλη κατεύθυνση. Σε λίγο βράδιασε κιόλας, πράγμα που δυσκόλευε ακόμα περισσότερο τα πράγματα. Μέσα στο μαύρο σκοτάδι, εκεί που είχα χάσει και την τελευταία ελπίδα μου, πετάγονται μπροστά μου δύο άντρες. Λίγο έλειψε να τους πατήσω. Αμέσως, μας έκαναν νόημα να τους δώσουμε τσιγάρα. Είχα ένα πακέτο όλο κι όλο με εφτά-οχτώ τσιγάρα μέσα. Πήρα δύο και έκανα να τους τα δώσω, όταν τα φώτα του τζιπ έπεσαν πάνω σε κάτι που έμοιαζε με φορτηγό. Οπότε αρχίζω να τους ψαρεύω: Δικό σας το φορτηγό; Τι έγινε; Πού είναι το αφεντικό; κλπ κλπ. Όσο απίστευτο κι αν φαινόταν, είχαμε πέσει πάνω σ’ αυτούς που ψάχναμε.
        «Ε λοιπόν», τους λέω, «σας έχω κάτι πολύ καλύτερο από τσιγάρα». Και βγάζω από το πορτμπαγκάζ το ταψί με το ρύζι. Οι άνθρωποι τρελάθηκαν από τη χαρά τους. Πεινασμένοι όπως ήταν, όρμησαν να φάνε, αφού μας χιλιοευχαρίστησαν για την εξυπηρέτηση. Στο τέλος τους αφήσαμε και όλο το πακέτο με τα τσιγάρα και φύγαμε.
        Με τα πολλά, φτάσαμε επιτέλους και στο Καολάκ. Πρώτος μας στόχος ήταν να αλλάξουμε τα χρήματα που είχαμε (ελβετικά φράγκα, δολάρια, λίρες Αγγλίας) στο τοπικό νόμισμα που είναι το CFA. Τα πορτοφόλια μας ήταν γεμάτα, αλλά η αγοραστική μας δύναμη μηδενική, αφού δεν είχαμε ούτε ένα CFA, αλλά και ούτε ένα γαλλικό φράγκο – το μόνο ξένο νόμισμα που είναι αποδεκτό στις συναλλαγές. Έπρεπε λοιπόν να πάμε επειγόντως στην τράπεζα. Που ήταν κι αυτή μια αχυροκαλύβα. Μπαίνουμε μέσα, βλέπουμε δύο άτομα όλα κι όλα, λέω «θέλω να αλλάξω χρήματα», «εντάξει», μου λένε. Βγάζω ένα μάτσο ελβετικά φράγκα, τα οποία ο ταμίας κοίταξε με μεγάλη απορία.
        «Τι είναι αυτά;» με ρώτησε και του εξήγησα περί τίνος επρόκειτο.
        «Α, δεν αλλάζουμε ελβετικά φράγκα», είπε.
        «Δολάρια;» ρώτησα.
         «Ούτε δολάρια», είπε εκείνος κι ύστερα μου απέκλεισε και όλα τα άλλα ξένα νομίσματα εκτός από τα γαλλικά φράγκα, που δεν είχαμε και που ούτως ή άλλως περνούσαν σαν τοπικό νόμισμα, οπότε δεν θα χρειαζόμασταν να τα αλλάξουμε. «Ούτε έχουμε δει αυτά τα νομίσματα, ούτε ξέρουμε τι αξία έχουν», δικαιολογήθηκε.
        «Πάρτε ένα τηλέφωνο στα κεντρικά της τράπεζας στο Ντακάρ», πρότεινα εγώ.
        «Τηλέφωνο;» απόρησε ο υπάλληλος. «Δεν έχουμε τηλέφωνο».
        Άλλη τράπεζα δεν υπήρχε. Ήμαστε κυριολεκτικά άφραγκοι. Δεν μπορούσαμε να αγοράσουμε τίποτα – ούτε βενζίνη, ούτε φαγητό, ούτε νερό. Και μάλιστα στην καρδιά της Αφρικής. Πώς θα συνεχίζαμε το ταξίδι; Πώς θα γυρίζαμε πίσω; Την είχαμε πολύ άσχημα. Χειρότερα από κάθε άλλη φορά. Βγήκαμε από την τράπεζα, απελπισμένοι. Ποιος μας έβγαλε από τη μαύρη απελπισία μας; Και πάλι η συνέχεια στο επόμενο…

Σάββατο 20 Μαρτίου 2010

ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΣΤΗ ΣΕΝΕΓΑΛΗ Ή ΜΠΡΟΣ ΛΙΟΝΤΑΡΙ ΚΑΙ ΠΙΣΩ ΙΠΠΟΠΟΤΑΜΟΣ

Στις αρχές της δεκαετίας του 90, αποφάσισα να κάνω ένα ταξίδι στη Μαύρη Αφρική για να γνωρίσω την πιο πρωτόγονη πλευρά της ηπείρου και να έρθω σε επαφή με τη φτώχια αλλά και τη μαγευτική φύση αυτού του τόπου. Πρώτη μου σκέψη ήταν να πάω στο Μαλί. Είχα αγοράσει χάρτες και βιβλία και είχα συγκεντρώσει όλες τις σχετικές πληροφορίες για να περιοδεύσω στο εσωτερικό της χώρας με ένα τζιπ και σλίπινγκμπαγκ. Τα σχέδιά μου τα ανακοίνωσα σε κάποιους μαθητές μου, οι οποίοι ενθουσιάστηκαν με την ιδέα και εκδήλωσαν την επιθυμία να συμμετάσχουν κι αυτοί στο ταξίδι. Στην αρχή είπα εντάξει, όμως όταν το καλοσκέφτηκα μου φάνηκε πως ήταν μάλλον παρακινδυνευμένο να πάρω μαζί μου δύο παιδιά – ένα αγόρι κι ένα κορίτσι – σε μια χώρα σαν το Μαλί, οπότε τα σχέδιά μου άλλαξαν και προτίμησα τη γειτονική Σενεγάλη, ένα μέρος κάπως πιο πολιτισμένο.       
Πήραμε λοιπόν το αεροπλάνο για το Ντακάρ τρία άτομα, ο Ο., η Ν. κι εγώ, αφού πρώτα είχαμε φροντίσει και για την τελευταία λεπτομέρεια. Οι ασήκωτες αποσκευές μας περιλάμβαναν, πέρα από τον ρουχισμό μας, κονσέρβες, κουζινικά, γκαζάκια, είδη φαρμακείου (άπειρα), κουνουπιέρες, κουβέρτες κι ένα σωρό άλλα πράγματα απαραίτητα για ελεύθερο κάμπινγκ. Γιατί σκοπός του ταξιδιού ήταν να ζήσουμε τον παλμό της χώρας που χτυπούσε πολύ μακριά από τα τουριστικά ξενοδοχεία.
        Μόλις κατεβήκαμε από το αεροπλάνο, την ώρα που μπαίναμε στο νοικιασμένο τζιπ μας, έπεσαν πάνω μας σαν ακρίδες δεκάδες μαυράκια που ζητιάνευαν. Τα απλωμένα τους χέρια εισέβαλαν και μέσα στο τζιπ μας από τα ανοιχτά παράθυρα που αναγκαστήκαμε να κλείσουμε την ώρα που απομακρυνόμαστε με ανακούφιση, ξεφεύγοντας από τον ασφυκτικό κλοιό τους. Οι μαθητές μου ιδίως, που για πρώτη φορά έρχονταν αντιμέτωποι με τη φτώχια και τη μιζέρια, είχαν ενοχληθεί σε τέτοιο σημείο που ήθελαν να γυρίσουν πίσω. Εγώ, από την άλλη, προσπάθησα να τους καθησυχάσω, λέγοντάς τους ότι την επομένη κιόλας θα φεύγαμε από την πόλη και τους ανθρώπους της και θα βρισκόμαστε κοντά στη φύση όπου δεν θα μας ενοχλούσε κανείς.
        Την άλλη μέρα, ξεκινήσαμε το ταξίδι με το τζιπ κατευθυνόμενοι προς το νότο, με απώτερο σκοπό να πάμε στην Γκάμπια και μετά στη Γουινέα Μπισσάου. Η επόμενη πόλη που θα συναντούσαμε ήταν το Καολάκ, που βρισκόταν σε ευθεία γραμμή 200 χιλιόμετρα μακριά. Δεν θα ακολουθούσαμε ασφαλτοστρωμένους δρόμους, ούτε καν χωματόδρομους , και μοναδικός μας μπούσουλας ήταν τα χνάρια από τις ρόδες άλλων αυτοκινήτων. Αυτό σήμαινε ότι η απόσταση θα γινόταν διπλάσια ή και τριπλάσια λόγω των φυσικών εμποδίων που θα συναντούσαμε. Φυσικά, είχαμε μαζί μας χάρτες και πυξίδες. Όταν ρωτήσαμε διάφορους ντόπιους αν ήταν καλύτερα να πάμε παραλιακά ή από την ενδοχώρα, οι γνώμες διχάστηκαν. Άλλοι μας είπαν να μην προτιμήσουμε τον παραλιακό δρόμο γιατί λόγω μεγάλης παλίρροιας, υπήρχε κίνδυνος να κολλήσουμε στη λάσπη, ενώ άλλοι υποστήριζαν πως θα ήμαστε πιο ασφαλείς αποφεύγοντας τη σαβάνα και έχοντας σαν οδηγό τον Ατλαντικό Ωκεανό. Εμείς προτιμήσαμε να ακούσουμε τους δεύτερους.
        Βρεθήκαμε λοιπόν να τρέχουμε με 60-70 χιλιόμετρα την ώρα (ιλιγγιώδεις ταχύτητες για τις δεδομένες συνθήκες) πάνω στην πατημένη άμμο, με τον ωκεανό δεξιά μας, απολαμβάνοντας την ελευθερία μας. Κάθε τόσο, κάναμε μια στάση και ρίχναμε μια βουτιά στη θάλασσα, ενώ κάποια στιγμή αγοράσαμε ένα ψάρι 10-15 κιλά (το πιο μικρό που βρήκαμε σ’ αυτόν τον φημισμένο ψαρότοπο) και φυσικά, αφού το ψήσαμε, φάγαμε λιγότερο από το ένα τρίτο. Συνεχίσαμε το ταξίδι μας, πάντα με την ίδια ανέμελη διάθεση, ώσπου ξαφνικά το αυτοκίνητο βούλιαξε στην άμμο και με τις 4 ρόδες. Οι χειρότεροι φόβοι μας έγιναν πραγματικότητα.
        Αμέσως βγήκαμε έξω και άρχισα να σκάβω γύρω από τα λάστιχα του τζιπ, μετά ξαναμπήκα και έβαλα μπρος… Μάταια όμως… Τα πράγματα ήταν σκούρα: Ήμαστε στη μέση του πουθενά, ολομόναχοι. Ψυχή ζώσα δεν υπήρχε στον ορίζοντα. Ούτε υπήρχε τρόπος να ειδοποιήσουμε κανέναν. Με έπιασε μαύρη απελπισία, που οι άλλοι δύο δεν συμμερίζονταν γιατί, σαν παιδιά που ήταν, έβλεπαν την όλη κατάσταση σαν την πολυπόθητη περιπέτεια που έπρεπε να ζήσουμε σ’ αυτή την εκδρομή. Εγώ είχα χωθεί ολόκληρος μέσα στη λάσπη, συνεχίζοντας το σκάψιμο, ενώ εκείνοι απλώς επόπτευαν, σίγουροι ότι στο τέλος κάτι θα γίνει. Εκεί όμως που είχα χάσει κάθε ελπίδα, εμφανίστηκαν κάτι παιδάκια 6-7 χρονών, που κουβαλούσαν στους ώμους τους κάτι κλαδάκια – δεν ξέρω από πού γιατί σ’ εκείνο το περιβάλλον δεν υπήρχε δέντρο ούτε για δείγμα. Αμέσως, μόλις με είδαν, άρχισαν να σκάβουν κι αυτά με τα χεράκια τους γύρω από τις ρόδες, κάνοντας ό,τι έκανα κι εγώ. Επειδή δεν μιλούσαν γαλλικά, τους ζήτησα με νοήματα να βάλουμε τα ξυλάκια τους κάτω από τις ρόδες για να δημιουργήσουμε μια στέρεα βάση που θα βοηθούσε το τζιπ να ξεκολλήσει από τη λάσπη. Βέβαια ένιωθα τύψεις που τους ζητούσα κάτι τέτοιο γιατί ένας Θεός ξέρει πόσο κόπο είχαν κάνει για να τα κόψουν και πόσα χιλιόμετρα τα είχαν κουβαλήσει. Τέλος πάντων, τα βάλαμε κάτω από τις ρόδες, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Αντί να βγει το αυτοκίνητο από τη λάσπη, χώθηκε ακόμα πιο βαθιά, βυθίζοντας κι εμένα σε ακόμα μεγαλύτερη απελπισία.
        Όμως τα παιδάκια δεν το έβαλαν κάτω και δύο από αυτά έφυγαν για να γυρίσουν μετά από 1-2 ώρες με τις μανάδες τους οι οποίες κρατούσαν στα χέρια τους κάτι χατζάρες. Ούτε αυτές μιλούσαν γαλλικά, αλλά με πήραν από το χέρι και με πήγαν σε μια περιοχή όπου υπήρχαν δέντρα. Εκεί, με τις χατζάρες, άρχισαν να χτυπούν τους κορμούς με μεγάλη δεξιοτεχνία ώσπου τους έκοψαν και μετά τους σύραμε στο σημείο που ήταν το αυτοκίνητο για να τους βάλουμε κάτω από τις ρόδες. Όλοι είχαμε γίνει χάλια από το χώμα και τον ιδρώτα που είχαμε χύσει – εκτός από τους δύο συνταξιδιώτες μου που ήταν αμέτοχοι όλη αυτή την ώρα, προσέχοντας μη λερώσουν τα ολοκαίνουργια καπέλα τους και τις άψογες μπότες τους.
          Η προσπάθειά μας αποδείχτηκε για άλλη μια φορά μάταιη. Οι κορμοί βυθίστηκαν κι αυτοί στη λάσπη. Το τζιπ είχε χωθεί τόσο πολύ στο βρεγμένο χώμα που δεν άνοιγαν ούτε οι πόρτες του. Μετά από αυτό, ειδοποιήθηκαν και οι άντρες των γυναικών με τις ματσέτες, που ήρθαν κι εκείνοι να μας συνδράμουν. Ένα ολόκληρο χωριό είχε έρθει να βοηθήσει. Το θέμα ήταν πώς. Ξαφνικά, ένας από τους άντρες είχε μια φαεινή ιδέα: Να πάνε στο χωριό να φέρουν καλάθια και να τα γεμίσουν με στεγνό χώμα που θα μάζευαν με τα χέρια τους. Κι ύστερα οι άντρες να σηκώσουν το αυτοκίνητο από τη μία πλευρά και οι γυναίκες να αδειάσουν το στεγνό χώμα από κάτω. Αυτό το επανέλαβαν πολλές φορές από τις δύο πλευρές εναλλάξ και το αυτοκίνητο άρχισε να ανεβαίνει λίγο λίγο μέχρι που βγήκε τελείως από τη λάσπη και έτσι ήμαστε πάλι σε θέση να ταξιδέψουμε.
        Τώρα πώς μπορούσα εγώ να ευχαριστήσω αυτούς τους ανθρώπους για όσα είχαν κάνει; Τους έδωσα ένα χρηματικό ποσόν διόλου ευκαταφρόνητο – γύρω στα 200 ευρώ σε σημερινά λεφτά – αν και αμφιβάλλω αν είχαν έρθει άλλη φορά σε επαφή με χρήμα. Όμως δεν ήξερα με ποιο άλλο τρόπο μπορούσα να τους ξεπληρώσω για την αλληλεγγύη που μας είχαν δείξει. Ένα ολόκληρο χωριό είχε κυριολεκτικά μπει μες στη λάσπη για να μας… ξελασπώσει.
        Μετά από αυτό το πάθημα, είπαμε να αφήσουμε την ακτογραμμή και να μπούμε στην ενδοχώρα. Βέβαια και εκεί δεν μας έλειψαν οι περιπέτειες. Όμως πάντα εμφανίζονταν ως δια μαγείας οι ντόπιοι και μας έβγαζαν από τις δύσκολες καταστάσεις. Μέσα στο άγνωστο και αφιλόξενο περιβάλλον της σαβάνας, επιζητούσαμε την ανθρώπινη παρουσία, οπότε ενώ στην αρχή λέγαμε πως όσο πιο μόνοι τόσο το καλύτερο, τελικά είχαμε φτάσει στο σημείο να μη σταματάμε αν δεν βρίσκαμε κάποιο χωριό, όπου οι άνθρωποι μας πρόσφεραν απλόχερα τη φιλοξενία και τη βοήθειά τους.
        Ένα βράδυ, αφού φτάσαμε σ’ ένα χωριό και κουβεντιάσαμε λίγο με τους ντόπιους, ρωτήσαμε αν ήταν ασφαλές να κοιμηθούμε λίγο πιο έξω, στο ύπαιθρο. Εκείνοι μας είπαν ότι υπήρχαν λεοπαρδάλεις και πάνθηρες που θα μπορούσαν να επιτεθούν σε οικόσιτα ζώα, όχι όμως σε ανθρώπους, και πως αν ανάβαμε μια φωτιά θα ήμαστε απόλυτα ασφαλείς. Έτσι κι εμείς απομακρυνθήκαμε λίγο από τις αχυροκαλύβες και ανάψαμε μια φωτιά, όπως μας συμβούλεψαν να κάνουμε. Ο Ο. που ήταν πιο φοβητσιάρης οχυρώθηκε μέσα στο τζιπ έχοντας μάλιστα και μια χατζάρα δίπλα του, η Ν. κι εγώ όμως πήραμε τα σλίπινγκμπαγκ μας και ξαπλώσαμε κοντά στη φωτιά, κρατώντας από ένα βιβλίο μέχρι να μας πάρει ο ύπνος. Εκεί που διαβάζαμε ήσυχα κι ωραία, ακούμε ένα βρυχηθμό. Πεταχτήκαμε κι οι τρεις σαν ελατήρια. Κάποια λεοπάρδαλη μάλλον ήταν εκεί κοντά. Εγώ άρπαξα αυτόματα ένα μαχαίρι που είχα δίπλα μου, ενώ η Ν. όρμησε να μπει μέσα στο αυτοκίνητο. Την ίδια στιγμή ο Ο. , που ήταν ήδη μέσα στο αυτοκίνητο, πάτησε την ασφάλεια για να σιγουρευτεί ακόμα περισσότερο. Ο ένας μέσα και η άλλη έξω – αλλά και οι δύο σε κατάσταση υστερίας. Τελικά, μπήκαμε και οι τρεις στο τζιπ, στήνοντας αυτί για να ακούσουμε έναν ενδεχόμενο άλλο βρυχηθμό. Όμως, αντί για βρυχηθμό, ακούσαμε ένα γάιδαρο να γκαρίζει σαν να είχε πάθει αμόκ. Αμέσως σκεφτήκαμε ότι η λεοπάρδαλη είχε επιτεθεί στο γάιδαρο και αποφασίζοντας να τον βοηθήσουμε, έβαλα μπρος το αυτοκίνητο, μάρσαρα και άναψα τα φώτα – τα οποία έπεσαν πάνω σ’ έναν γάιδαρο τρομοκρατημένο, όχι από τη λεοπάρδαλη αλλά από εμάς. Το καημένο το ζωντανό το έβαλε στα πόδια. Όσο για τη λεοπάρδαλη, δεν μάθαμε τι έγινε. Πάντως το άλλο πρωί, οι άνθρωποι του χωριού, που μας έφεραν νερό να πλυθούμε και τσάι να πιούμε, μας είπαν ότι δεν είχε γίνει καμία επίθεση από ζώο.
        Πηγαίναμε λοιπόν από χωριό σε χωριό, προσπαθώντας να μη χαθούμε καθώς στην ενδοχώρα αυτό ήταν πολύ πιο δύσκολο απ’ ότι στον παραθαλάσσιο δρόμο. Παρ’ όλο που συμβουλευόμαστε την πυξίδα, συναντούσαμε αμμόλοφους, δέντρα, βράχια κι ένα σωρό άλλα εμπόδια που μας ανάγκαζαν να κάνουμε παρακάμψεις και να απομακρυνόμαστε από την ευθεία γραμμή (που μία μοίρα να ξέφευγες, κατευθυνόσουν προς εντελώς διαφορετικό σημείο). Άσε που το ανώμαλο έδαφος δεν σε άφηνε να αναπτύξεις ταχύτητα μεγαλύτερη από 10 χιλιόμετρα την ώρα. Εκεί που πηγαίναμε σιγά σιγά, ταλαιπωρημένοι από τις κακουχίες και άπλυτοι γιατί το νερό που κουβαλούσαμε ήταν μόνο για να μαγειρεύουμε και για να πίνουμε και όχι για να πλενόμαστε, βρεθήκαμε στην κορυφή ενός φαραγγιού, πάνω από ένα ποτάμι. Πρώτη σκέψη που μας πέρασε από το μυαλό ήταν να κάνουμε ένα μπάνιο. Το είχαμε τόση ανάγκη, αφού σ’ όλους μας τους πόρους είχε εισχωρήσει χώμα και άμμος που μαζί με τον ιδρώτα είχε γίνει λάσπη! Αφήσαμε το αυτοκίνητο εκεί και αφού πήραμε σαπούνια, σαμπουάν, πετσέτες, βίντεο και φωτογραφικές μηχανές, κατεβήκαμε την απότομη πλαγιά. Με το που φθάσαμε στην όχθη, είδαμε πως μας περίμενε μια οικογένεια ιπποποτάμων. Οι ντόπιοι μας είχαν προειδοποιήσει ότι οι ιπποπόταμοι, αν και φυτοφάγοι, ήταν από τα πιο επικίνδυνα ζώα, καθώς έχουν πολύ ανεπτυγμένο το ένστικτο της προστασίας της ιδιοκτησίας τους και των μικρών τους. Αν θεωρήσουν ότι απειλείς τον χώρο τους, θα σου επιτεθούν. Άσε που τρέχουν πιο γρήγορα και από τα άλογα ( περίπου με 60 χλμ την ώρα). Όσο το δυνατόν πιο αθόρυβα, απομακρυνθήκαμε από τους ιπποπόταμους, αφού πρώτα ενδώσαμε στον πειρασμό και τραβήξαμε μερικές φωτογραφίες, και όταν πια βρεθήκαμε σε απόσταση ασφαλείας, μπήκαμε στο νερό, πρώτος εγώ και μετά δειλά δειλά κι οι άλλοι, και αρχίσαμε να σαπουνιζόμαστε. Εκείνη τη στιγμή ακούσαμε για πρώτη φορά τον εκκωφαντικό βρυχηθμό ενός λιονταριού, που αντήχησε ακόμα πιο δυνατά εξαιτίας της ακουστικής του φαραγγιού. Σηκώθηκαν μέχρι και οι τρίχες της κεφαλής μας. Αμέσως κατάλαβα γιατί το αποκαλούν βασιλιά της ζούγκλας και πώς μπορεί να νιώθουν τα άλλα ζώα όταν το ακούν. Οι δύο συνταξιδιώτες μου βγήκαν γρήγορα από το νερό και άρχισαν να τρέχουν. Εγώ προσπάθησα να διατηρήσω την ψυχραιμία μου και συμβούλεψα και τους άλλους να μην φέρονται σπασμωδικά. Πρώτον, αν το λιοντάρι πεινούσε δεν θα έκανε τέτοιο σαματά, αλλά θα ερχόταν ύπουλα και αθόρυβα κοντά μας και απλώς θα νιώθαμε τα νύχια του και τα δόντια του. Δεύτερον δεν έπρεπε να δείξουμε ότι φοβόμαστε γιατί έτσι θα το προκαλούσαμε να μας κυνηγήσει. «Ας πάρουμε τα πράγματα και ας κατευθυνθούμε με βήμα σταθερό προς το αυτοκίνητο», τους είπα και πείστηκαν κι εκείνοι πως έτσι έπρεπε να κάνουμε. Όμως για να πάμε στο αυτοκίνητο, έπρεπε να περάσουμε πάλι από το σημείο με τους ιπποπόταμους. Προχωρούσαμε λοιπόν αργά και σταθερά, ακούγοντας κάθε τόσο τους ανατριχιαστικούς βρυχηθμούς του λιονταριού, ενώ την ώρα που φτάσαμε στη βάση της προσβάσιμης πλαγιάς του φαραγγιού, ακούσαμε έναν ιπποπόταμο να βγαίνει από το νερό και να έρχεται από πίσω μας. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, μπρος λιοντάρι πίσω ιπποπόταμος. Πώς τη γλιτώσαμε; Η συνέχεια στο επόμενο…

Κυριακή 14 Μαρτίου 2010

ΣΤΟ ΕΔΩΛΙΟ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΟ

Από τα φοιτητικά μου χρόνια και η παρακάτω ιστορία: Επειδή το κόστος ζωής στην Ελβετία ήταν πολύ υψηλό, πολύς κόσμος και κυρίως πολλοί φοιτητές  πήγαιναν για ψώνια στη Γαλλία. Εξάλλου, η Γενεύη είναι περιτριγυρισμένη από γαλλικά σύνορα, πράγμα που διευκόλυνε αυτό το πέρα-δώθε για ψύλλου πήδημα.  Βέβαια, η Ελβετία, για να προστατέψει την ντόπια αγορά, είχε θέσει ποσοτικά όρια για κάποια τρόφιμα, ενώ για ορισμένα είδη  ίσχυε πλήρης απαγόρευση. Για παράδειγμα, η επιτρεπόμενη ποσότητα ήταν ½ κιλό κρέας και ένα μπουκάλι κρασί κατ’ άτομο, με αποτέλεσμα να επιστρατεύονται παιδιά, ξαδέρφια, πεθερές, κουνιάδοι και φίλοι για να μπορέσει κανείς να κάνει τα ψώνια του επαρκώς. Επίσης, απαγορευόταν δια ροπάλου η εισαγωγή  πουλερικών. Δεν ξέρω αν σε αυτή την απόφαση είχαν οδηγήσει οικονομικοί ή υγειονομικοί λόγοι. Όμως έτσι είχαν τα πράγματα.
                Κάνοντας κι εγώ ό,τι και οι άλλοι φοιτητές, πήγαινα τακτικά σ’ ένα σουπερμάρκετ της Γαλλίας για φτηνά ψώνια. Μια μέρα όμως έφτασα την ώρα που έκλεινε, με αποτέλεσμα να μη με εξυπηρετήσει ο υπάλληλος του κρεοπωλείου, οπότε κατέφυγα στα ράφια με τα κρέατα. Ωστόσο εκεί δεν είχε μείνει ούτε γραμμάριο κρέατος (πόσω μάλλον το ½ κιλό που μου αντιστοιχούσε), γι’ αυτό άρπαξα βιαστικά ένα συσκευασμένο κοτόπουλο, αγνοώντας ότι δεν μπορούσα να το περάσω από τα σύνορα. Ύστερα έκανα βιαστικά τα υπόλοιπα ψώνια μου και αφού πλήρωσα, μπήκα στο αυτοκίνητο και κατευθύνθηκα προς τα γαλλοελβετικά σύνορα.
                Αν και η ουρά ήταν τεράστια, όπως συνέβαινε πάντα  την ώρα που έκλειναν τα καταστήματα, περίμενα υπομονετικά τη σειρά μου.  Προχωρούσαμε τσούκου τσούκου, ένα αυτοκίνητο κάθε τρία λεπτά. Με τα πολλά, βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο με τον τελωνειακό, ο οποίος με ρώτησε αν είχα τίποτα να δηλώσω.
               «Όχι», του απάντησα.
              «Τι έχετε στις σακούλες;»  ήταν η επόμενη ερώτησή του.
              Εγώ άρχισα να του απαριθμώ τα ψώνια ένα-ένα, πιστεύοντας ότι ήμουν μέσα στα νόμιμα πλαίσια. «Και ένα κοτόπουλο», ήταν η τελευταία κουβέντα μου που έκανε τον τελωνειακό να γουρλώσει τα μάτια του σαν να άκουγε το πιο εξωφρενικό πράγμα στον κόσμο.
              «Μα απαγορεύεται!» μου είπε. «Το κοτόπουλο απαγορεύεται!»
              Εγώ δεν είχα ιδέα. Νόμιζα πως ό,τι ίσχυε για το κρέας ίσχυε και για το κοτόπουλο. Και πράγματι, το κοτοπουλάκι που είχα αγοράσει δεν ήταν πάνω από 450 γραμμάρια. Τέλος πάντων, δεν είχα όρεξη για καβγάδες, οπότε αποφάσισα να συμμορφωθώ με το γράμμα του νόμου.
              «Ωραία, λοιπόν. Να το αφήσω και να φύγω», πρότεινα, θέλοντας να ξεμπερδεύω όσο το δυνατόν γρηγορότερα γιατί είχα και μάθημα στο Πανεπιστήμιο.
              «Δεν μπορείτε να το αφήσετε εδώ», μου είπε ο τελωνειακός.
                «Και πού να το πάω;» ρώτησα με πραγματική απορία.
                «Να το επιστρέψετε στο σουπερμάρκετ. Θα σας δώσουν και τα λεφτά σας πίσω»
                «Μα το σουπερμάρκετ έκλεισε», είπα εγώ ενώ είχε αρχίσει να με πιάνει απελπισία.         «Αφήστε με να το πετάξω στον κάδο απορριμμάτων».
                Ο τελωνειακός  ήταν ανένδοτος. «Δεν μπορείτε να το πετάξετε σε ελβετικό έδαφος», μου είπε αυστηρά. «Πηγαίνετε να το πετάξετε στη Γαλλία».
                Η ουρά που είχε σχηματιστεί πίσω μου ήταν ένα ολόκληρο φίδι, στην άκρη του οποίου θα έπρεπε να ξαναστηθώ για να περάσω πάλι από τελωνειακό έλεγχο, αφού πρώτα θα είχα πετάξει το κοτόπουλο σε γαλλικό έδαφος. Ε, δεν υπήρχε περίπτωση! Είχα πεισμώσει τόσο που έκρυψα το απαγορευμένο πουλερικό στο ντουλαπάκι του συνοδηγού (όπου φυσικά χωρούσε τσίμα-τσίμα)  και αποφάσισα  να περάσω στην Ελβετία από ένα άλλο σημείο των συνόρων. Αυτή τη φορά δεν θα έκανα τη βλακεία να το δηλώσω.
                Όταν ήρθε η σειρά μου και με ρώτησε ο δεύτερος τελωνειακός  τι περιείχαν οι σακούλες μου, αράδιασα πάλι ένα-ένα τα ψώνια, παραλείποντας επιμελώς το κοτόπουλο.
                «Τίποτα άλλο;» με ρώτησε σαν να ήξερε ότι έλεγα ψέματα.
                «Όχι», είπα εγώ και αυτός, ενώ μέχρι εκείνη τη στιγμή στεκόταν δίπλα στο παράθυρο του οδηγού, έκανε το γύρο του αυτοκινήτου, άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού και κατευθείαν πάτησε το κουμπί  από το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου. Το οποίο άνοιξε διάπλατα κι από μέσα πετάχτηκε το συσκευασμένο κοτόπουλο.
                «Τι είναι αυτό:» ρώτησε με νόημα.
                Προσπάθησα να τα μπαλώσω, λέγοντας ότι το είχα ξεχάσει εκεί μέσα, ότι δεν ήξερα ότι απαγορευόταν κλπ. κλπ., όμως αυτό δεν τον εμπόδισε να μου βάλει ένα γερό πρόστιμο για την παρανομία μου. Παρ’ όλα αυτά, όλως περιέργως, με άφησε να το περάσω στην Ελβετία.
                Τελικά, τα είχα καταφέρει. Μετά από τα πιο βιαστικά ψώνια που είχα κάνει ποτέ, από μια δίωρη αναμονή στα σύνορα,  από συνεννοήσεις με τελωνειακούς και πρόστιμα, είχα γεμίσει ικανοποιητικά το ψυγείο μου. Το δε κοτόπουλο θα το μαγείρευα το βράδυ για τους φίλους μου.
                Αφού μαζευτήκαμε λοιπόν στο σπίτι, έβγαλα στο μπαλκόνι μια ψησταριά που είχα φέρει από την Ελλάδα, άναψα κάρβουνα, έβαλα και τη σούβλα με το μηχανάκι και άρχισα να ψήνω το κοτόπουλο. Καθώς περνούσε η ώρα και η πετσούλα ροδοψηνόταν, γαργαλιστικές μυρωδιές έφταναν στα ρουθούνια μας. Εκεί που μας είχε ανοίξει η όρεξη και είχαν αρχίσει να τρέχουν τα σάλια μας, χτυπάει το κουδούνι. Τρέχω να ανοίξω και τι να δω; Μπροστά στην πόρτα μου στέκονταν δύο αστυνομικοί.
                «Ψήνετε σε ψησταριά;» με ρώτησε ο ένας εκ των δύο.
                «Ναι», απάντησα μέσα στην αθωότητά μου, απορώντας με την ερώτηση.
                 «Ξέρετε, απαγορεύεται μετά από μία ορισμένη ώρα», με ενημέρωσε ο ίδιος αστυνομικός. «Οι γείτονές σας παραπονούνται».
                   Καιρός ήταν να το ακούσω κι αυτό! Να κάνεις καταγγελία στην αστυνομία επειδή ο γείτονάς σου ψήνει στα κάρβουνα! Δεν μπορούσα να πιστέψω στ’ αυτιά μου.
                  «Μα κανείς δεν παραπονέθηκε σε μένα», είπα, προσπαθώντας να συλλάβω τη λογική του παραλόγου.
                   «Δεν έχει σημασία. Παραπονέθηκαν σε μας», απάντησε το όργανο της τάξης και μου έκοψε κι άλλο ένα γερό πρόστιμο αφού πρώτα με υποχρέωσε να βάλω μέσα την ψησταριά και μου συνέστησε να μην ξαναψήσω εκτός ωραρίου και χωρίς τη συναίνεση των γειτόνων μου. (Ευτυχώς, το κοτόπουλο είχε ψηθεί εν τω μεταξύ και έτσι θα μπορούσαμε να το φάμε).
                   «Μα είναι άδικο να πληρώσω», διαμαρτυρήθηκα, σκεφτόμενος ότι μαζί με το προηγούμενο πρόστιμο, θα μου στοίχιζε ο κούκος αηδόνι, ή το κοτόπουλο χαβιάρι.
                     «Αν έχετε αντίρρηση, μπορείτε να ασκήσετε έφεση», πρότεινε ο αστυνομικός.
                     Πράγματι λοιπόν άσκησα έφεση και μετά από δέκα μέρες, βρέθηκα στα δικαστήρια κατηγορούμενος για ένα κοτόπουλο. Μπαίνοντας μέσα στην αίθουσα, άρχισα να τρέμω από τον φόβο μου. Αισθανόμουν σαν να με κατηγορούσαν για φόνο. «Πού πάω;» έλεγα από μέσα μου. «Και μάλιστα χωρίς δικηγόρο!!!» (Αλήθεια, ποιος δικηγόρος θα αναλάμβανε την υπεράσπισή μου;)
                       Η διαδικασία ολοκληρώθηκε με κάθε τυπικότητα. Απαγγέλθηκε η κατηγορία, κρατήθηκαν πρακτικά, τέθηκαν ερωτήματα από τους δικαστές. Όλη αυτή την ώρα, ένιωθα ένα έντονο σφίξιμο στο στομάχι, σαν να κρινόταν ολόκληρη η ζωή μου από την απόφαση του δικαστηρίου. Κάποια στιγμή βέβαια οι δικαστές ξεκαρδίστηκαν στα γέλια – σίγουρα θα είχαν χρόνια να βρεθούν αντιμέτωποι με τόσο κωμική υπόθεση. Και δεν άργησαν να ανακοινώσουν την απόφασή τους:  Αθώος ο κατηγορούμενος.
                Αν και αθώος, όμως, ο κατηγορούμενος είχε υποστεί ένα σωρό ταλαιπωρίες εξαιτίας ενός κοτόπουλου και μάλιστα των 450 γραμμαρίων. Αν δεν σε θέλει, δεν σε θέλει – τελεία και παύλα.