Πέμπτη 15 Απριλίου 2010

ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΣΤΗ ΣΕΝΕΓΑΛΗ 3 Ή Η ΚΑΛΟΣΥΝΗ ΤΩΝ ΝΤΟΠΙΩΝ

(Ήμαστε έξω από την τράπεζα, απελπισμένοι γιατί δεν μπορούσαμε να αλλάξουμε τα χρήματά μας, οπότε στην ουσία είχαμε μείνει πανί με πανί).

Εκεί λοιπόν που καθόμαστε μες στη μαύρη απελπισία, βλέπω ένα πιτσιρίκι που όλο ερχόταν προς το μέρος μας. Σιγά σιγά ξεθάρρεψε και μας ζήτησε να μπει στο αυτοκίνητο. Το αφήσαμε να μπει, κι αυτό άρχισε να περιεργάζεται το εσωτερικό του τζιπ, να πατάει την κόρνα και άλλα τέτοια που εκείνη την ώρα μας φάνηκαν άκρως ενοχλητικά. Μέσα στη σκοτούρα μας το μόνο που σκεφτόμαστε ήταν πότε θα ξεκουμπιστεί να μας αφήσει στην ησυχία μας. Οπότε του λέω, «θα σου δώσω ένα δώρο και θα φύγεις». Βγάζω λοιπόν ένα χάρτη της Αφρικής και του δείχνω πρώτα όλη την ήπειρο, μετά τη Σενεγάλη και τέλος το Καολάκ, εξηγώντας του ότι εμείς βρισκόμαστε σ’ αυτό το σημείο. Ο μικρός ενθουσιάστηκε. «Πάρε τον χάρτη και φύγε», του είπα, αλλά εκείνος δεν έφευγε. Τότε ήταν που μας εκμυστηρεύτηκε ότι είχε ένα όνειρο: να πάει στο σχολείο.
       «Μπράβο», του είπαμε, «αλλά εμείς τι σχέση μπορεί να έχουμε με το όνειρό σου;»
       Μας είπε λοιπόν ότι είχε πάει στον μαραμπού (τον σοφό μάγο του χωριού) κι εκείνος του είπε ότι θα πήγαινε στο σχολείο αν του έφερνε μαλλιά ξανθιάς γυναίκας. Ο μικρός είχε δει την ξανθιά κόμη της Ν. και γι’ αυτό μας είχε γίνει κολιτσίδα. Ήμαστε το μέσον για την επίτευξη του μεγαλειώδους στόχου του. Ήταν πράγματι πολύ συγκινητικό να βλέπεις ένα παιδί να έχει τέτοια λαχτάρα για το σχολείο και τη μάθηση. Ειδικά όταν τα δικά μας παιδιά μισούν το σχολείο.
       Χωρίς δεύτερη σκέψη, η Ν. πήρε ένα ψαλίδι και έκοψε μια τούφα από τα μαλλιά της, την έδωσε στον πιτσιρικά, ο οποίος μας ευχαρίστησε θερμά και, αφού πήρε μαζί του και τον χάρτη, έφυγε θριαμβευτικά. Μετά από αυτό το περιστατικό, ξαναβυθιστήκαμε στην απελπισία μας, προσπαθώντας μάταια να σκεφτούμε μια λύση στο πρόβλημά μας. Δεν πέρασε πολλή ώρα και ο μικρός εμφανίστηκε πάλι, αυτή τη φορά με τον πατέρα του, που αφού μας ευχαρίστησε κι αυτός, μας ρώτησε ποιο ήταν το πρόβλημά μας. Του εξηγήσαμε πώς είχε η κατάσταση και ότι παρ’ όλο που είχαμε ένα σεβαστό ποσόν σε ξένο συνάλλαγμα, δεν μπορούσαμε να αγοράσουμε τίποτα.
       «Θα βρούμε λύση», μας καθησύχασε και μας οδήγησε σε ένα Club Mediterranee που υπήρχε εκεί κοντά. «Εδώ θα μπορέσετε να αλλάξετε τα λεφτά σας».
       Μπήκαμε μέσα, πήγαμε στη ρεσεψιόν, όμως ο υπάλληλος μας είπε πως το ξενοδοχείο δεν μπορούσε να μας εξυπηρετήσει. «Αν θέλετε, ρωτήστε τους πελάτες μας», είπε.
       Έτσι κι εμείς πήραμε έναν προς έναν τους πελάτες και τους ρωτήσαμε αν μπορούσαν να μας αλλάξουν χρήματα. Κανείς δεν φάνηκε πρόθυμος να μας βοηθήσει. Φύγαμε από το Club Med όχι μόνο απογοητευμένοι, αλλά και τσαντισμένοι. Ήταν φοβερό! Οι ντόπιοι έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να μας βγάλουν από τη δύσκολη θέση και οι δήθεν πολιτισμένοι λευκοί μας είχαν γυρίσει απαξιωτικά την πλάτη.
       Ο συνοδός μας ωστόσο δεν το έβαλε κάτω. «Μην ανησυχείτε, θα πάμε αλλού», είπε και μας πήγε σε δέκα διαφορετικά σημεία. Μάταια όμως. Άσε που κοντεύαμε να ξοδέψουμε και την ελάχιστη βενζίνη που μας είχε απομείνει. Εκεί όμως που είχαμε χάσει και την τελευταία ελπίδα μας, μας πήγε σε ένα συγγενή του, ένα μεγαλέμπορα, που προθυμοποιήθηκε αμέσως να μας αλλάξει τα ελβετικά φράγκα μας σε CFA. O άνθρωπος δεν είχε ιδέα ποια ήταν η αντιστοιχία μεταξύ των δύο νομισμάτων, όμως δεν αμφισβήτησε στο ελάχιστον την τιμιότητά μας. Φυσικά, κι εμείς φανήκαμε ιδιαίτερα γενναιόδωροι στη συναλλαγή αυτή. Όταν δε τον ρωτήσαμε τι θα έκανε με τα ελβετικά φράγκα, μας απάντησε ότι θα τα άλλαζε στο Ντακάρ, όπου πήγαινε κάθε δυο-τρεις μήνες. Τόσο απλά.
       Φύγαμε, αφού τον ευχαριστήσαμε ολόψυχα για το καλό που μας είχε κάνει. Θέλαμε όμως να ευχαριστήσουμε και τον πατέρα του παιδιού, αν και δεν ξέραμε τι να του δώσουμε. Το λιγότερο που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να τον γυρίσουμε στο σπίτι του μετά από όλη αυτή την περιπλάνηση. Ενώ ήμαστε στον δρόμο, κάποια στιγμή μας έκανε νόημα να σταματήσουμε γιατί ήθελε να πάρει κάτι. Μπήκε γρήγορα σε μια καλύβα, που αποδείχτηκε ότι ήταν φούρνος, και βγήκε με ένα καρβέλι ζεστό ψωμί στο χέρι. Το πέταξε από το παράθυρο και χάθηκε μέσα στο πλήθος, προτού προλάβουμε να αντιδράσουμε. Το ψωμί αυτό ήταν το «ευχαριστώ» του γι’ αυτό που είχαμε κάνει για τον γιο του. Μια τούφα ξανθά μαλλιά και η ελπίδα πως το παιδί του θα μορφωθεί τον έκανε να αισθάνεται υποχρεωμένος απέναντί μας. Δεν ξέρω αν αντιλαμβανόταν πόσο υποχρεωμένοι ήμαστε εμείς απέναντι σε τόση καλοσύνη.
       Συνεχίσαμε το ταξίδι μας προς τα νότια συναντώντας συνέχεια εμπόδια και δυσκολίες. Θελήσαμε να περάσουμε και στην Γκάμπια, αλλά ανακαλύψαμε ότι είχαμε χάσει τα χαρτιά του αυτοκινήτου και δεν μας άφησαν να διασχίσουμε τα σύνορα. Ακόμα πιο νότια, ήρθαμε αντιμέτωποι με κάτι στρατιώτες που μας ζήτησαν επίσης τα χαρτιά του αυτοκινήτου κι όταν τους ρωτήσαμε για ποιο λόγο, αυτοί μας είπαν ότι ο έλεγχος ήταν απαραίτητος αν θέλαμε να μπούμε στη … Σενεγάλη. «Και τώρα πού βρισκόμαστε;» ρωτήσαμε. «Στη Γουινέα Μπισσάου», ήταν η απάντηση. Είχαμε μπει σε άλλη χώρα χωρίς να το καταλάβουμε… Τελικά, κάποια στιγμή που οι στρατιώτες πήγαν λίγο πιο πέρα, πάτησα γκάζι και περάσαμε τα σύνορα παράνομα.
       Μια φορά που χάσαμε για νιοστή φορά τον δρόμο μας και μάλιστα μέσα στο σκοτάδι, βρεθήκαμε σε ένα χωριό. Η χαρά μας ήταν απερίγραπτη όταν τα φώτα μας έπεσαν πάνω σε ανθρώπους. Μας υποδέχτηκε ο αρχηγός τους, ο οποίος δεν μιλούσε λέξη γαλλικά. Ήταν μεγάλος σε ηλικία με άσπρα μαλλιά και μια τεράστια ουλή στο στήθος. Προσπάθησα με νοήματα να του εξηγήσω ότι είχαμε χαθεί. Τίποτα. Μετά του έδειξα τον χάρτη. Φυσικά, δεν είχε δει χάρτη ποτέ στη ζωή του. Το ίδιο ίσχυε και για τους υπόλοιπους κατοίκους που τώρα πια μας είχαν περικυκλώσει. Εμείς προσπαθούσαμε να τους δείξουμε προς τα πού πηγαίναμε, ενώ εκείνοι έπιαναν το κεφάλι τους και έκαναν διάφορους μορφασμούς. Με τα πολλά καταλάβαμε ότι μας ζητούσαν ασπιρίνες…
       Εδώ πρέπει να κάνω μία παρένθεση και να πω ότι όποιος πάει στην Αφρική και θέλει να ταξιδέψει off the road όπως εμείς, καλό είναι να έχει μαζί του πολλές ασπιρίνες. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι χαρά μπορείς να δώσεις στους ιθαγενείς έστω και με ένα δισκίο. Θεωρείται θαυματουργό φάρμακο και έχω ορκιστεί πως αν τύχει να ξαναπάω, θα πάρω μαζί μου κούτες ολόκληρες. Το δεύτερο πράγμα που δίνει μεγάλη χαρά κυρίως στα παιδιά είναι τα χαρτιά και τα μολύβια, αλλά και τα κόμιξ. Εμείς είχαμε αρχίσει να σκίζουμε σελίδες από τα Μίκυ Μάους που είχε μαζί του ο Ο. και να τις μοιράζουμε στα πιτσιρίκια, τα οποία κυριολεκτικά τρελαινόντουσαν λες και τους είχαμε δώσει ολόκληρο θησαυρό.
       Τους δώσαμε λοιπόν μερικά δισκία (στην αρχή ήμαστε πιο γενναιόδωροι με τις ασπιρίνες, όμως όσο περνούσαν οι μέρες και βλέπαμε ότι μας τελείωναν, είχαμε γίνει πιο φειδωλοί) και μετά προσπαθήσαμε πάλι να τους δώσουμε να καταλάβουν προς τα πού πηγαίναμε για να μας δείξουν τη σωστή κατεύθυνση. Τελικά, μετά από πολλή παντομίμα, κατάλαβαν. Τότε ο αρχηγός στράφηκε στα παιδιά του χωριού, προφανώς τα ρώτησε ποιο θα μας έδειχνε το δρόμο, σήκωσαν όλα τα χέρια τους φωνάζοντας «εγώ, εγώ», κι εκείνος διάλεξε ένα λέγοντας μας ότι αυτό θα μας έδειχνε τον δρόμο. Εγώ νόμιζα ότι θα μας οδηγούσε 100, 200, άντε 300 μέτρα ώσπου να βρεθούμε στον χωματόδρομο που είχαμε χάσει. Ο μικρός σκαρφάλωσε στο τζιπ (πρώτη φορά έμπαινε σε αυτοκίνητο), κάθισε στα γόνατα της Ν. και άρχισε να μας δείχνει με το δάχτυλό του πού έπρεπε να πάμε. Διασχίσαμε γύρω στα 3-4 χιλιόμετρα, στρίβοντας δεξιά – αριστερά εδώ κι εκεί, προτού βγούμε ξανά στον χωματόδρομο.
       «Από δω και πέρα μπορείτε να συνεχίσετε», μας είπε ή φαντάζομαι πως μας είπε γιατί δεν καταλάβαινα τη γλώσσα του, και κατέβηκε από το τζιπ. Του φώναξα να μπει πάλι μέσα για να τον γυρίσω στο χωριό – ήξερα τώρα πώς να ξαναβρώ τον δρόμο μου. Ένα παιδάκι στη ζούγκλα και μάλιστα μέσα στη μαύρη νύχτα δεν είναι καθόλου ασφαλές. Ο μικρός όμως είχε ήδη χαθεί μέσα στο σκοτάδι.
       Περιπλανηθήκαμε στη Σενεγάλη γύρω στον ένα μήνα. Αφού φτάσαμε μέχρι τα νότια σύνορά της χώρας, συνεχίσαμε προς τον Βορρά κι ύστερα ξαναγυρίσαμε στα παράλια. Πήγαμε παντού ή σχεδόν παντού, βιώνοντας πολλές ακόμα περιπέτειες. Αυτό όμως που μου έχει μείνει περισσότερο από αυτό το ταξίδι ήταν η καλοσύνη των ντόπιων. Θυμάμαι την πρώτη μέρα που πατήσαμε το πόδι μας σ’ αυτή τη χώρα, πόσο θέλαμε να ξεφύγουμε από τους ιθαγενείς και να βρεθούμε μόνοι μας. Σιγά σιγά, μέσα από τις δυσκολίες που αντιμετωπίσαμε, η διάθεση αυτή αντιστράφηκε κατά 180 μοίρες. Η παρουσία των ιθαγενών μάς ήταν όλο και πιο απαραίτητη. Αυτοί οι άνθρωποι, μέσα στη φτώχια και τη μιζέρια που ζούσαν, ήξεραν ότι κανείς δεν μπορεί να αντεπεξέλθει μόνος του. Ότι η αλληλεγγύη μέσα σε μια κοινωνία είναι αυτονόητη. Ότι πρέπει να προσφέρουν τη βοήθειά τους για να γίνουν κι αυτοί αποδέκτες βοήθειας όταν χρειαστεί. Εμάς, η αφθονία μας έχει κάνει εγωιστές. Οι ανέσεις μας έχουν απομονώσει. Όταν όμως βρεθούμε έξω από τη γυάλα της δυτικής κοινωνίας, βλέπουμε ξεκάθαρα ότι οι άνθρωποι από τη φύση τους λειτουργούν μόνο ως ομάδα. Οι λεγόμενοι απολίτιστοι μας είχαν δώσει ένα γερό μάθημα πολιτισμού.

Πέμπτη 1 Απριλίου 2010

ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΣΤΗ ΣΕΝΕΓΑΛΗ 2 Ή ΠΩΣ ΔΕΝ ΜΑΣ ΦΑΓΑΝ Τ’ ΑΓΡΙΑ ΘΗΡΙΑ

 
(Για όσους δεν θυμούνται, είχαμε μείνει στο σημείο όπου, στην όχθη ενός ποταμού στη βάση ενός βαθιού φαραγγιού, ακούγαμε από τη μία τους εκκωφαντικούς βρυχηθμούς ενός λιονταριού και από την άλλη τα βήματα ενός ιπποπόταμου που μόλις είχε βγει από το νερό και μας ακολουθούσε).

Φυσικά, δεν έπρεπε να χάσουμε ούτε δέκατο του δευτερολέπτου, οπότε αρχίσαμε να τρέχουμε, χωρίς καν να γυρίσουμε να κοιτάξουμε το παχύδερμο που ερχόταν από πίσω μας. Σκαρφαλώσαμε σαν χιμπατζήδες την πλαγιά και μέσα σε ελάχιστο χρόνο βρεθήκαμε στο σημείο που είχαμε παρκάρει το τζιπ μας. Επειδή σε λίγο θα σκοτείνιαζε, αποφασίσαμε να περάσουμε τη νύχτα μας εκεί. Μαζέψαμε λοιπόν ξύλα για να ανάψουμε μια μεγάλη φωτιά, όπως μας είχαν συμβουλέψει οι ιθαγενείς, και διαλέξαμε ένα μέρος χωρίς πολλά δέντρα -- για να έχουμε ορατότητα-- και όσο το δυνατόν πιο κοντά στην άκρη του φαραγγιού, έτσι ώστε να έχουμε τα νώτα μας καλυμμένα σε περίπτωση που εμφανιζόταν κάποιο άγριο ζώο: εμείς μπορούσαμε εύκολα να κατέβουμε την πλαγιά, όχι όμως και το λιοντάρι ή η λεοπάρδαλη που θα μας επισκεπτόταν. Ετοιμαστήκαμε για ύπνο, ο Ο. μέσα στο τζιπ όπως συνήθως, η Ν. κι εγώ στα σλίπινγκμπαγκ μας, ωστόσο δεν κλείσαμε μάτι όλη νύχτα, γιατί στα 10 μέτρα πιο πέρα, πίσω από κάτι θάμνους, την είχε αράξει ένα λιοντάρι (μήπως το ίδιο που είχαμε ακούσει και νωρίτερα;). Του οποίου η παρουσία γινόταν αισθητή όχι τόσο από τους βρυχηθμούς του, που βέβαια τους ακούγαμε κάθε 10-15 λεπτά, αλλά από τη φοβερή βρώμα που κουβαλούσε. Προφανώς είχε σκοτώσει κάποιο ζώο που το είχε μεταφέρει εκεί, έτσι όλος ο τόπος μύριζε ψοφίμι. Βέβαια εμείς ούτε λόγος να κουνηθούμε. Μείναμε ακίνητοι εκεί, με τα μάτια ορθάνοιχτα, ανυπομονώντας να ξημερώσει.
        Το άλλο πρωί – σαν να μην έφταναν όσα είχαμε περάσει την προηγουμένη – μας περίμενε μια πολύ δυσάρεστη έκπληξη. Και οι τρεις μας είχαμε πετάξει κάτι άσπρα σπιθουράκια γεμάτα πύον. Παντού! Φαίνεται πως το νερό στο ποτάμι όπου είχαμε κάνει το μπάνιο μας ήταν μολυσμένο. Πανικόβλητοι, αλειφτήκαμε με οινόπνευμα, μπεταντίν και κάτι αλοιφές που είχαμε στο φαρμακείο μας. Ευτυχώς, τα σπιθουράκια μαράθηκαν σχετικά γρήγορα. Για άλλη μια φορά την είχαμε γλιτώσει.
        Συνεχίσαμε το ταξίδι μας μέσα από κακοτράχαλους χωματόδρομους, πάντα χάνοντας τον δρόμο κάθε τρεις και λίγο, ώσπου κάποια στιγμή ζήτησα από τη Ν. να μου δώσει να πιω λίγο νερό. Μόλις είχε τελειώσει το μπουκάλι που είχε στο χέρι της, οπότε σταματήσαμε να πάρουμε ένα από τα 100 μπουκάλια που είχαμε στο πορτμπαγκάζ, το οποίο ανοίξαμε και τι να δούμε; Και τα 100 μπουκάλια, που ήταν από ένα πολύ ευτελές και μαλακό πλαστικό, είχαν σπάσει λόγω των κραδασμών και δεν είχαμε σταγόνα νερό! Η λέξη απελπισία είναι πολύ μικρή για να περιγράψει αυτό που αισθανθήκαμε. Τι θα κάναμε; Είχαμε ακόμα 100 χλμ. μέχρι την επόμενη πόλη, που σήμαινε γύρω στις δύο μέρες ταξίδι. Πώς θα αντέχαμε χωρίς νερό; Είχαμε υπολογίσει ότι σ’ αυτές τις συνθήκες ζέστης και ξηρασίας, ξοδεύαμε περίπου 20 μπουκάλια την ημέρα. Οπότε τώρα ήταν σίγουρο ότι θα πεθαίναμε από τη δίψα. Χωριό δεν υπήρχε πουθενά στον ορίζοντα. Το μόνο που συναντούσαμε ήταν ποτάμια, εκπληκτικά για φωτογραφίες, αλλά εξίσου βρώμικα με εκείνο που ευθυνόταν για τις καντήλες που είχαμε βγάλει νωρίτερα. Κάποια λύση όμως έπρεπε να βρούμε. Πήραμε λοιπόν κολλητική ταινία, επισκευάσαμε όσα μπουκάλια μπορούσαμε και, αφού διπλώσαμε πολλές φορές το τούλι από τις κουνουπιέρες μας, το χρησιμοποιήσαμε σαν φίλτρο για το ποταμίσιο νερό. Ευτυχώς, είχα μαζί μου και απολυμαντικά δισκία, από τα οποία έριχνα ένα σε κάθε μπουκάλι. Μετά από τρεις ώρες, το νερό ήταν πόσιμο, αν και μύριζε σαπίλα από τα βρύα και τα σάπια ξύλα που επέπλεαν στο ποτάμι. Μόλις το έβαζες στο στόμα σου αηδίαζες. Ωστόσο έπρεπε να πίνουμε έστω και μία γουλιά κάθε τόσο για να μην αφυδατωθούμε. Στη διάρκεια αυτής της φάσης ήταν που ξαφνικά βλέπω τον Ο., κατάχλωμο να πέφτει ξερός με τα μάτια ορθάνοιχτα και το βλέμμα τελείως κενό.
          «Το νερό!» είπα σίγουρος ότι είχε πάθει δηλητηρίαση και έντρομος χίμηξα πάνω του για να τον ταρακουνήσω. Καμία αντίδραση. Τον αρχίζω λοιπόν στα χαστούκια μπας και συνέλθει. Τίποτα αυτός. Στο τέλος, μέσα στην απόγνωσή μου του ρίχνω ένα πολύ δυνατό μπάτσο, που τον ξύπνησε για τα καλά – τόσο καλά που μου το ανταπέδωσε ακαριαία με την ίδια δύναμη. Εγώ και η Ν. βάλαμε τα κλάματα από τη χαρά μας που ο Ο. ήταν ζωντανός, ενώ εκείνος μας κοιτούσε απορημένος, αγνοώντας τη λαχτάρα που είχαμε περάσει. Η λιποθυμία του ήταν μάλλον αποτέλεσμα αφυδάτωσης. 
        Άλλο ένα ευτράπελο που μας συνέβη ήταν που περνώντας από ένα χωριό με αχυροκαλύβες μας σταμάτησαν δύο στρατιώτες για να μας κόψουν κλήση για υπερβολική (!!!) ταχύτητα. Μας έπιασαν τα γέλια. «Κι εσείς πού ξέρετε με τι ταχύτητα πηγαίναμε;» τους ρώτησα κι αυτοί απάντησαν: «Μα σας κατέγραψε το ραντάρ». Ραντάρ μέσα στη σαβάνα… Τι άλλο θα ακούγαμε, Θεέ μου! Στο τέλος ξεκαρδίστηκαν κι αυτοί στα γέλια και μας άφησαν να συνεχίσουμε το ταξίδι μας.
        Την επόμενη μέρα, λίγο πριν βραδιάσει, φτάσαμε σε ένα χωριό όπου βρήκαμε ένα παντοπωλείο που πουλούσε νερά. Ενθουσιασμένοι, πήγαμε να αγοράσουμε, όμως ο τυπάκος που ήταν εκεί δεν δέχτηκε να τον πληρώσουμε. «Σας τα χαρίζω», μας είπε κερνώντας μας επιπλέον κι από ένα τσάι. «Όμως θέλω να μου κάνετε μια χάρη: Έχω ένα φορτηγό που κάνει μεταφορές, το οποίο έπαθε ζημιά. Είναι περίπου 20 χλμ μακριά. Εγώ ήρθα ως εδώ με τα πόδια. Τώρα πρέπει να πάρω το λεωφορείο για το Ντακάρ, να αγοράσω τα ανταλλακτικά που χρειάζομαι και να ξαναγυρίσω με τα πόδια ως το λεωφορείο – καταλαβαίνετε πόσος χρόνος χρειάζεται για όλα αυτά…»
        «Και από μας τι θέλεις;» τον ρώτησα.
        «Στο φορτηγό άφησα τους εργάτες μου. Δεν έχουν τίποτα να φάνε. Μπορείς να τους πας λίγο φαγητό για να μην πεθάνουν από την πείνα; Στο δρόμο σας είναι», είπε και έφερε ένα τεράστιο ταψί με ένα βουνό βρασμένο ρύζι που μας έσπασε τη μύτη– το αφρικανικό ρύζι είναι απίστευτα γλυκό και αρωματικό.
        Τι να κάνουμε κι εμείς, φορτώσαμε το ταψί στο πορτμπαγκάζ και ξεκινήσαμε, σίγουροι ότι δεν επρόκειτο να βρούμε τους εργάτες, γιατί όπως είπα πηγαίναμε πάνω σε άτυπους χωματόδρομους και μία μοίρα παρέκκλιση να κάναμε, βρισκόμαστε σε εντελώς άλλη κατεύθυνση. Σε λίγο βράδιασε κιόλας, πράγμα που δυσκόλευε ακόμα περισσότερο τα πράγματα. Μέσα στο μαύρο σκοτάδι, εκεί που είχα χάσει και την τελευταία ελπίδα μου, πετάγονται μπροστά μου δύο άντρες. Λίγο έλειψε να τους πατήσω. Αμέσως, μας έκαναν νόημα να τους δώσουμε τσιγάρα. Είχα ένα πακέτο όλο κι όλο με εφτά-οχτώ τσιγάρα μέσα. Πήρα δύο και έκανα να τους τα δώσω, όταν τα φώτα του τζιπ έπεσαν πάνω σε κάτι που έμοιαζε με φορτηγό. Οπότε αρχίζω να τους ψαρεύω: Δικό σας το φορτηγό; Τι έγινε; Πού είναι το αφεντικό; κλπ κλπ. Όσο απίστευτο κι αν φαινόταν, είχαμε πέσει πάνω σ’ αυτούς που ψάχναμε.
        «Ε λοιπόν», τους λέω, «σας έχω κάτι πολύ καλύτερο από τσιγάρα». Και βγάζω από το πορτμπαγκάζ το ταψί με το ρύζι. Οι άνθρωποι τρελάθηκαν από τη χαρά τους. Πεινασμένοι όπως ήταν, όρμησαν να φάνε, αφού μας χιλιοευχαρίστησαν για την εξυπηρέτηση. Στο τέλος τους αφήσαμε και όλο το πακέτο με τα τσιγάρα και φύγαμε.
        Με τα πολλά, φτάσαμε επιτέλους και στο Καολάκ. Πρώτος μας στόχος ήταν να αλλάξουμε τα χρήματα που είχαμε (ελβετικά φράγκα, δολάρια, λίρες Αγγλίας) στο τοπικό νόμισμα που είναι το CFA. Τα πορτοφόλια μας ήταν γεμάτα, αλλά η αγοραστική μας δύναμη μηδενική, αφού δεν είχαμε ούτε ένα CFA, αλλά και ούτε ένα γαλλικό φράγκο – το μόνο ξένο νόμισμα που είναι αποδεκτό στις συναλλαγές. Έπρεπε λοιπόν να πάμε επειγόντως στην τράπεζα. Που ήταν κι αυτή μια αχυροκαλύβα. Μπαίνουμε μέσα, βλέπουμε δύο άτομα όλα κι όλα, λέω «θέλω να αλλάξω χρήματα», «εντάξει», μου λένε. Βγάζω ένα μάτσο ελβετικά φράγκα, τα οποία ο ταμίας κοίταξε με μεγάλη απορία.
        «Τι είναι αυτά;» με ρώτησε και του εξήγησα περί τίνος επρόκειτο.
        «Α, δεν αλλάζουμε ελβετικά φράγκα», είπε.
        «Δολάρια;» ρώτησα.
         «Ούτε δολάρια», είπε εκείνος κι ύστερα μου απέκλεισε και όλα τα άλλα ξένα νομίσματα εκτός από τα γαλλικά φράγκα, που δεν είχαμε και που ούτως ή άλλως περνούσαν σαν τοπικό νόμισμα, οπότε δεν θα χρειαζόμασταν να τα αλλάξουμε. «Ούτε έχουμε δει αυτά τα νομίσματα, ούτε ξέρουμε τι αξία έχουν», δικαιολογήθηκε.
        «Πάρτε ένα τηλέφωνο στα κεντρικά της τράπεζας στο Ντακάρ», πρότεινα εγώ.
        «Τηλέφωνο;» απόρησε ο υπάλληλος. «Δεν έχουμε τηλέφωνο».
        Άλλη τράπεζα δεν υπήρχε. Ήμαστε κυριολεκτικά άφραγκοι. Δεν μπορούσαμε να αγοράσουμε τίποτα – ούτε βενζίνη, ούτε φαγητό, ούτε νερό. Και μάλιστα στην καρδιά της Αφρικής. Πώς θα συνεχίζαμε το ταξίδι; Πώς θα γυρίζαμε πίσω; Την είχαμε πολύ άσχημα. Χειρότερα από κάθε άλλη φορά. Βγήκαμε από την τράπεζα, απελπισμένοι. Ποιος μας έβγαλε από τη μαύρη απελπισία μας; Και πάλι η συνέχεια στο επόμενο…

Σάββατο 20 Μαρτίου 2010

ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΣΤΗ ΣΕΝΕΓΑΛΗ Ή ΜΠΡΟΣ ΛΙΟΝΤΑΡΙ ΚΑΙ ΠΙΣΩ ΙΠΠΟΠΟΤΑΜΟΣ

Στις αρχές της δεκαετίας του 90, αποφάσισα να κάνω ένα ταξίδι στη Μαύρη Αφρική για να γνωρίσω την πιο πρωτόγονη πλευρά της ηπείρου και να έρθω σε επαφή με τη φτώχια αλλά και τη μαγευτική φύση αυτού του τόπου. Πρώτη μου σκέψη ήταν να πάω στο Μαλί. Είχα αγοράσει χάρτες και βιβλία και είχα συγκεντρώσει όλες τις σχετικές πληροφορίες για να περιοδεύσω στο εσωτερικό της χώρας με ένα τζιπ και σλίπινγκμπαγκ. Τα σχέδιά μου τα ανακοίνωσα σε κάποιους μαθητές μου, οι οποίοι ενθουσιάστηκαν με την ιδέα και εκδήλωσαν την επιθυμία να συμμετάσχουν κι αυτοί στο ταξίδι. Στην αρχή είπα εντάξει, όμως όταν το καλοσκέφτηκα μου φάνηκε πως ήταν μάλλον παρακινδυνευμένο να πάρω μαζί μου δύο παιδιά – ένα αγόρι κι ένα κορίτσι – σε μια χώρα σαν το Μαλί, οπότε τα σχέδιά μου άλλαξαν και προτίμησα τη γειτονική Σενεγάλη, ένα μέρος κάπως πιο πολιτισμένο.       
Πήραμε λοιπόν το αεροπλάνο για το Ντακάρ τρία άτομα, ο Ο., η Ν. κι εγώ, αφού πρώτα είχαμε φροντίσει και για την τελευταία λεπτομέρεια. Οι ασήκωτες αποσκευές μας περιλάμβαναν, πέρα από τον ρουχισμό μας, κονσέρβες, κουζινικά, γκαζάκια, είδη φαρμακείου (άπειρα), κουνουπιέρες, κουβέρτες κι ένα σωρό άλλα πράγματα απαραίτητα για ελεύθερο κάμπινγκ. Γιατί σκοπός του ταξιδιού ήταν να ζήσουμε τον παλμό της χώρας που χτυπούσε πολύ μακριά από τα τουριστικά ξενοδοχεία.
        Μόλις κατεβήκαμε από το αεροπλάνο, την ώρα που μπαίναμε στο νοικιασμένο τζιπ μας, έπεσαν πάνω μας σαν ακρίδες δεκάδες μαυράκια που ζητιάνευαν. Τα απλωμένα τους χέρια εισέβαλαν και μέσα στο τζιπ μας από τα ανοιχτά παράθυρα που αναγκαστήκαμε να κλείσουμε την ώρα που απομακρυνόμαστε με ανακούφιση, ξεφεύγοντας από τον ασφυκτικό κλοιό τους. Οι μαθητές μου ιδίως, που για πρώτη φορά έρχονταν αντιμέτωποι με τη φτώχια και τη μιζέρια, είχαν ενοχληθεί σε τέτοιο σημείο που ήθελαν να γυρίσουν πίσω. Εγώ, από την άλλη, προσπάθησα να τους καθησυχάσω, λέγοντάς τους ότι την επομένη κιόλας θα φεύγαμε από την πόλη και τους ανθρώπους της και θα βρισκόμαστε κοντά στη φύση όπου δεν θα μας ενοχλούσε κανείς.
        Την άλλη μέρα, ξεκινήσαμε το ταξίδι με το τζιπ κατευθυνόμενοι προς το νότο, με απώτερο σκοπό να πάμε στην Γκάμπια και μετά στη Γουινέα Μπισσάου. Η επόμενη πόλη που θα συναντούσαμε ήταν το Καολάκ, που βρισκόταν σε ευθεία γραμμή 200 χιλιόμετρα μακριά. Δεν θα ακολουθούσαμε ασφαλτοστρωμένους δρόμους, ούτε καν χωματόδρομους , και μοναδικός μας μπούσουλας ήταν τα χνάρια από τις ρόδες άλλων αυτοκινήτων. Αυτό σήμαινε ότι η απόσταση θα γινόταν διπλάσια ή και τριπλάσια λόγω των φυσικών εμποδίων που θα συναντούσαμε. Φυσικά, είχαμε μαζί μας χάρτες και πυξίδες. Όταν ρωτήσαμε διάφορους ντόπιους αν ήταν καλύτερα να πάμε παραλιακά ή από την ενδοχώρα, οι γνώμες διχάστηκαν. Άλλοι μας είπαν να μην προτιμήσουμε τον παραλιακό δρόμο γιατί λόγω μεγάλης παλίρροιας, υπήρχε κίνδυνος να κολλήσουμε στη λάσπη, ενώ άλλοι υποστήριζαν πως θα ήμαστε πιο ασφαλείς αποφεύγοντας τη σαβάνα και έχοντας σαν οδηγό τον Ατλαντικό Ωκεανό. Εμείς προτιμήσαμε να ακούσουμε τους δεύτερους.
        Βρεθήκαμε λοιπόν να τρέχουμε με 60-70 χιλιόμετρα την ώρα (ιλιγγιώδεις ταχύτητες για τις δεδομένες συνθήκες) πάνω στην πατημένη άμμο, με τον ωκεανό δεξιά μας, απολαμβάνοντας την ελευθερία μας. Κάθε τόσο, κάναμε μια στάση και ρίχναμε μια βουτιά στη θάλασσα, ενώ κάποια στιγμή αγοράσαμε ένα ψάρι 10-15 κιλά (το πιο μικρό που βρήκαμε σ’ αυτόν τον φημισμένο ψαρότοπο) και φυσικά, αφού το ψήσαμε, φάγαμε λιγότερο από το ένα τρίτο. Συνεχίσαμε το ταξίδι μας, πάντα με την ίδια ανέμελη διάθεση, ώσπου ξαφνικά το αυτοκίνητο βούλιαξε στην άμμο και με τις 4 ρόδες. Οι χειρότεροι φόβοι μας έγιναν πραγματικότητα.
        Αμέσως βγήκαμε έξω και άρχισα να σκάβω γύρω από τα λάστιχα του τζιπ, μετά ξαναμπήκα και έβαλα μπρος… Μάταια όμως… Τα πράγματα ήταν σκούρα: Ήμαστε στη μέση του πουθενά, ολομόναχοι. Ψυχή ζώσα δεν υπήρχε στον ορίζοντα. Ούτε υπήρχε τρόπος να ειδοποιήσουμε κανέναν. Με έπιασε μαύρη απελπισία, που οι άλλοι δύο δεν συμμερίζονταν γιατί, σαν παιδιά που ήταν, έβλεπαν την όλη κατάσταση σαν την πολυπόθητη περιπέτεια που έπρεπε να ζήσουμε σ’ αυτή την εκδρομή. Εγώ είχα χωθεί ολόκληρος μέσα στη λάσπη, συνεχίζοντας το σκάψιμο, ενώ εκείνοι απλώς επόπτευαν, σίγουροι ότι στο τέλος κάτι θα γίνει. Εκεί όμως που είχα χάσει κάθε ελπίδα, εμφανίστηκαν κάτι παιδάκια 6-7 χρονών, που κουβαλούσαν στους ώμους τους κάτι κλαδάκια – δεν ξέρω από πού γιατί σ’ εκείνο το περιβάλλον δεν υπήρχε δέντρο ούτε για δείγμα. Αμέσως, μόλις με είδαν, άρχισαν να σκάβουν κι αυτά με τα χεράκια τους γύρω από τις ρόδες, κάνοντας ό,τι έκανα κι εγώ. Επειδή δεν μιλούσαν γαλλικά, τους ζήτησα με νοήματα να βάλουμε τα ξυλάκια τους κάτω από τις ρόδες για να δημιουργήσουμε μια στέρεα βάση που θα βοηθούσε το τζιπ να ξεκολλήσει από τη λάσπη. Βέβαια ένιωθα τύψεις που τους ζητούσα κάτι τέτοιο γιατί ένας Θεός ξέρει πόσο κόπο είχαν κάνει για να τα κόψουν και πόσα χιλιόμετρα τα είχαν κουβαλήσει. Τέλος πάντων, τα βάλαμε κάτω από τις ρόδες, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Αντί να βγει το αυτοκίνητο από τη λάσπη, χώθηκε ακόμα πιο βαθιά, βυθίζοντας κι εμένα σε ακόμα μεγαλύτερη απελπισία.
        Όμως τα παιδάκια δεν το έβαλαν κάτω και δύο από αυτά έφυγαν για να γυρίσουν μετά από 1-2 ώρες με τις μανάδες τους οι οποίες κρατούσαν στα χέρια τους κάτι χατζάρες. Ούτε αυτές μιλούσαν γαλλικά, αλλά με πήραν από το χέρι και με πήγαν σε μια περιοχή όπου υπήρχαν δέντρα. Εκεί, με τις χατζάρες, άρχισαν να χτυπούν τους κορμούς με μεγάλη δεξιοτεχνία ώσπου τους έκοψαν και μετά τους σύραμε στο σημείο που ήταν το αυτοκίνητο για να τους βάλουμε κάτω από τις ρόδες. Όλοι είχαμε γίνει χάλια από το χώμα και τον ιδρώτα που είχαμε χύσει – εκτός από τους δύο συνταξιδιώτες μου που ήταν αμέτοχοι όλη αυτή την ώρα, προσέχοντας μη λερώσουν τα ολοκαίνουργια καπέλα τους και τις άψογες μπότες τους.
          Η προσπάθειά μας αποδείχτηκε για άλλη μια φορά μάταιη. Οι κορμοί βυθίστηκαν κι αυτοί στη λάσπη. Το τζιπ είχε χωθεί τόσο πολύ στο βρεγμένο χώμα που δεν άνοιγαν ούτε οι πόρτες του. Μετά από αυτό, ειδοποιήθηκαν και οι άντρες των γυναικών με τις ματσέτες, που ήρθαν κι εκείνοι να μας συνδράμουν. Ένα ολόκληρο χωριό είχε έρθει να βοηθήσει. Το θέμα ήταν πώς. Ξαφνικά, ένας από τους άντρες είχε μια φαεινή ιδέα: Να πάνε στο χωριό να φέρουν καλάθια και να τα γεμίσουν με στεγνό χώμα που θα μάζευαν με τα χέρια τους. Κι ύστερα οι άντρες να σηκώσουν το αυτοκίνητο από τη μία πλευρά και οι γυναίκες να αδειάσουν το στεγνό χώμα από κάτω. Αυτό το επανέλαβαν πολλές φορές από τις δύο πλευρές εναλλάξ και το αυτοκίνητο άρχισε να ανεβαίνει λίγο λίγο μέχρι που βγήκε τελείως από τη λάσπη και έτσι ήμαστε πάλι σε θέση να ταξιδέψουμε.
        Τώρα πώς μπορούσα εγώ να ευχαριστήσω αυτούς τους ανθρώπους για όσα είχαν κάνει; Τους έδωσα ένα χρηματικό ποσόν διόλου ευκαταφρόνητο – γύρω στα 200 ευρώ σε σημερινά λεφτά – αν και αμφιβάλλω αν είχαν έρθει άλλη φορά σε επαφή με χρήμα. Όμως δεν ήξερα με ποιο άλλο τρόπο μπορούσα να τους ξεπληρώσω για την αλληλεγγύη που μας είχαν δείξει. Ένα ολόκληρο χωριό είχε κυριολεκτικά μπει μες στη λάσπη για να μας… ξελασπώσει.
        Μετά από αυτό το πάθημα, είπαμε να αφήσουμε την ακτογραμμή και να μπούμε στην ενδοχώρα. Βέβαια και εκεί δεν μας έλειψαν οι περιπέτειες. Όμως πάντα εμφανίζονταν ως δια μαγείας οι ντόπιοι και μας έβγαζαν από τις δύσκολες καταστάσεις. Μέσα στο άγνωστο και αφιλόξενο περιβάλλον της σαβάνας, επιζητούσαμε την ανθρώπινη παρουσία, οπότε ενώ στην αρχή λέγαμε πως όσο πιο μόνοι τόσο το καλύτερο, τελικά είχαμε φτάσει στο σημείο να μη σταματάμε αν δεν βρίσκαμε κάποιο χωριό, όπου οι άνθρωποι μας πρόσφεραν απλόχερα τη φιλοξενία και τη βοήθειά τους.
        Ένα βράδυ, αφού φτάσαμε σ’ ένα χωριό και κουβεντιάσαμε λίγο με τους ντόπιους, ρωτήσαμε αν ήταν ασφαλές να κοιμηθούμε λίγο πιο έξω, στο ύπαιθρο. Εκείνοι μας είπαν ότι υπήρχαν λεοπαρδάλεις και πάνθηρες που θα μπορούσαν να επιτεθούν σε οικόσιτα ζώα, όχι όμως σε ανθρώπους, και πως αν ανάβαμε μια φωτιά θα ήμαστε απόλυτα ασφαλείς. Έτσι κι εμείς απομακρυνθήκαμε λίγο από τις αχυροκαλύβες και ανάψαμε μια φωτιά, όπως μας συμβούλεψαν να κάνουμε. Ο Ο. που ήταν πιο φοβητσιάρης οχυρώθηκε μέσα στο τζιπ έχοντας μάλιστα και μια χατζάρα δίπλα του, η Ν. κι εγώ όμως πήραμε τα σλίπινγκμπαγκ μας και ξαπλώσαμε κοντά στη φωτιά, κρατώντας από ένα βιβλίο μέχρι να μας πάρει ο ύπνος. Εκεί που διαβάζαμε ήσυχα κι ωραία, ακούμε ένα βρυχηθμό. Πεταχτήκαμε κι οι τρεις σαν ελατήρια. Κάποια λεοπάρδαλη μάλλον ήταν εκεί κοντά. Εγώ άρπαξα αυτόματα ένα μαχαίρι που είχα δίπλα μου, ενώ η Ν. όρμησε να μπει μέσα στο αυτοκίνητο. Την ίδια στιγμή ο Ο. , που ήταν ήδη μέσα στο αυτοκίνητο, πάτησε την ασφάλεια για να σιγουρευτεί ακόμα περισσότερο. Ο ένας μέσα και η άλλη έξω – αλλά και οι δύο σε κατάσταση υστερίας. Τελικά, μπήκαμε και οι τρεις στο τζιπ, στήνοντας αυτί για να ακούσουμε έναν ενδεχόμενο άλλο βρυχηθμό. Όμως, αντί για βρυχηθμό, ακούσαμε ένα γάιδαρο να γκαρίζει σαν να είχε πάθει αμόκ. Αμέσως σκεφτήκαμε ότι η λεοπάρδαλη είχε επιτεθεί στο γάιδαρο και αποφασίζοντας να τον βοηθήσουμε, έβαλα μπρος το αυτοκίνητο, μάρσαρα και άναψα τα φώτα – τα οποία έπεσαν πάνω σ’ έναν γάιδαρο τρομοκρατημένο, όχι από τη λεοπάρδαλη αλλά από εμάς. Το καημένο το ζωντανό το έβαλε στα πόδια. Όσο για τη λεοπάρδαλη, δεν μάθαμε τι έγινε. Πάντως το άλλο πρωί, οι άνθρωποι του χωριού, που μας έφεραν νερό να πλυθούμε και τσάι να πιούμε, μας είπαν ότι δεν είχε γίνει καμία επίθεση από ζώο.
        Πηγαίναμε λοιπόν από χωριό σε χωριό, προσπαθώντας να μη χαθούμε καθώς στην ενδοχώρα αυτό ήταν πολύ πιο δύσκολο απ’ ότι στον παραθαλάσσιο δρόμο. Παρ’ όλο που συμβουλευόμαστε την πυξίδα, συναντούσαμε αμμόλοφους, δέντρα, βράχια κι ένα σωρό άλλα εμπόδια που μας ανάγκαζαν να κάνουμε παρακάμψεις και να απομακρυνόμαστε από την ευθεία γραμμή (που μία μοίρα να ξέφευγες, κατευθυνόσουν προς εντελώς διαφορετικό σημείο). Άσε που το ανώμαλο έδαφος δεν σε άφηνε να αναπτύξεις ταχύτητα μεγαλύτερη από 10 χιλιόμετρα την ώρα. Εκεί που πηγαίναμε σιγά σιγά, ταλαιπωρημένοι από τις κακουχίες και άπλυτοι γιατί το νερό που κουβαλούσαμε ήταν μόνο για να μαγειρεύουμε και για να πίνουμε και όχι για να πλενόμαστε, βρεθήκαμε στην κορυφή ενός φαραγγιού, πάνω από ένα ποτάμι. Πρώτη σκέψη που μας πέρασε από το μυαλό ήταν να κάνουμε ένα μπάνιο. Το είχαμε τόση ανάγκη, αφού σ’ όλους μας τους πόρους είχε εισχωρήσει χώμα και άμμος που μαζί με τον ιδρώτα είχε γίνει λάσπη! Αφήσαμε το αυτοκίνητο εκεί και αφού πήραμε σαπούνια, σαμπουάν, πετσέτες, βίντεο και φωτογραφικές μηχανές, κατεβήκαμε την απότομη πλαγιά. Με το που φθάσαμε στην όχθη, είδαμε πως μας περίμενε μια οικογένεια ιπποποτάμων. Οι ντόπιοι μας είχαν προειδοποιήσει ότι οι ιπποπόταμοι, αν και φυτοφάγοι, ήταν από τα πιο επικίνδυνα ζώα, καθώς έχουν πολύ ανεπτυγμένο το ένστικτο της προστασίας της ιδιοκτησίας τους και των μικρών τους. Αν θεωρήσουν ότι απειλείς τον χώρο τους, θα σου επιτεθούν. Άσε που τρέχουν πιο γρήγορα και από τα άλογα ( περίπου με 60 χλμ την ώρα). Όσο το δυνατόν πιο αθόρυβα, απομακρυνθήκαμε από τους ιπποπόταμους, αφού πρώτα ενδώσαμε στον πειρασμό και τραβήξαμε μερικές φωτογραφίες, και όταν πια βρεθήκαμε σε απόσταση ασφαλείας, μπήκαμε στο νερό, πρώτος εγώ και μετά δειλά δειλά κι οι άλλοι, και αρχίσαμε να σαπουνιζόμαστε. Εκείνη τη στιγμή ακούσαμε για πρώτη φορά τον εκκωφαντικό βρυχηθμό ενός λιονταριού, που αντήχησε ακόμα πιο δυνατά εξαιτίας της ακουστικής του φαραγγιού. Σηκώθηκαν μέχρι και οι τρίχες της κεφαλής μας. Αμέσως κατάλαβα γιατί το αποκαλούν βασιλιά της ζούγκλας και πώς μπορεί να νιώθουν τα άλλα ζώα όταν το ακούν. Οι δύο συνταξιδιώτες μου βγήκαν γρήγορα από το νερό και άρχισαν να τρέχουν. Εγώ προσπάθησα να διατηρήσω την ψυχραιμία μου και συμβούλεψα και τους άλλους να μην φέρονται σπασμωδικά. Πρώτον, αν το λιοντάρι πεινούσε δεν θα έκανε τέτοιο σαματά, αλλά θα ερχόταν ύπουλα και αθόρυβα κοντά μας και απλώς θα νιώθαμε τα νύχια του και τα δόντια του. Δεύτερον δεν έπρεπε να δείξουμε ότι φοβόμαστε γιατί έτσι θα το προκαλούσαμε να μας κυνηγήσει. «Ας πάρουμε τα πράγματα και ας κατευθυνθούμε με βήμα σταθερό προς το αυτοκίνητο», τους είπα και πείστηκαν κι εκείνοι πως έτσι έπρεπε να κάνουμε. Όμως για να πάμε στο αυτοκίνητο, έπρεπε να περάσουμε πάλι από το σημείο με τους ιπποπόταμους. Προχωρούσαμε λοιπόν αργά και σταθερά, ακούγοντας κάθε τόσο τους ανατριχιαστικούς βρυχηθμούς του λιονταριού, ενώ την ώρα που φτάσαμε στη βάση της προσβάσιμης πλαγιάς του φαραγγιού, ακούσαμε έναν ιπποπόταμο να βγαίνει από το νερό και να έρχεται από πίσω μας. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, μπρος λιοντάρι πίσω ιπποπόταμος. Πώς τη γλιτώσαμε; Η συνέχεια στο επόμενο…

Κυριακή 14 Μαρτίου 2010

ΣΤΟ ΕΔΩΛΙΟ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΟ

Από τα φοιτητικά μου χρόνια και η παρακάτω ιστορία: Επειδή το κόστος ζωής στην Ελβετία ήταν πολύ υψηλό, πολύς κόσμος και κυρίως πολλοί φοιτητές  πήγαιναν για ψώνια στη Γαλλία. Εξάλλου, η Γενεύη είναι περιτριγυρισμένη από γαλλικά σύνορα, πράγμα που διευκόλυνε αυτό το πέρα-δώθε για ψύλλου πήδημα.  Βέβαια, η Ελβετία, για να προστατέψει την ντόπια αγορά, είχε θέσει ποσοτικά όρια για κάποια τρόφιμα, ενώ για ορισμένα είδη  ίσχυε πλήρης απαγόρευση. Για παράδειγμα, η επιτρεπόμενη ποσότητα ήταν ½ κιλό κρέας και ένα μπουκάλι κρασί κατ’ άτομο, με αποτέλεσμα να επιστρατεύονται παιδιά, ξαδέρφια, πεθερές, κουνιάδοι και φίλοι για να μπορέσει κανείς να κάνει τα ψώνια του επαρκώς. Επίσης, απαγορευόταν δια ροπάλου η εισαγωγή  πουλερικών. Δεν ξέρω αν σε αυτή την απόφαση είχαν οδηγήσει οικονομικοί ή υγειονομικοί λόγοι. Όμως έτσι είχαν τα πράγματα.
                Κάνοντας κι εγώ ό,τι και οι άλλοι φοιτητές, πήγαινα τακτικά σ’ ένα σουπερμάρκετ της Γαλλίας για φτηνά ψώνια. Μια μέρα όμως έφτασα την ώρα που έκλεινε, με αποτέλεσμα να μη με εξυπηρετήσει ο υπάλληλος του κρεοπωλείου, οπότε κατέφυγα στα ράφια με τα κρέατα. Ωστόσο εκεί δεν είχε μείνει ούτε γραμμάριο κρέατος (πόσω μάλλον το ½ κιλό που μου αντιστοιχούσε), γι’ αυτό άρπαξα βιαστικά ένα συσκευασμένο κοτόπουλο, αγνοώντας ότι δεν μπορούσα να το περάσω από τα σύνορα. Ύστερα έκανα βιαστικά τα υπόλοιπα ψώνια μου και αφού πλήρωσα, μπήκα στο αυτοκίνητο και κατευθύνθηκα προς τα γαλλοελβετικά σύνορα.
                Αν και η ουρά ήταν τεράστια, όπως συνέβαινε πάντα  την ώρα που έκλειναν τα καταστήματα, περίμενα υπομονετικά τη σειρά μου.  Προχωρούσαμε τσούκου τσούκου, ένα αυτοκίνητο κάθε τρία λεπτά. Με τα πολλά, βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο με τον τελωνειακό, ο οποίος με ρώτησε αν είχα τίποτα να δηλώσω.
               «Όχι», του απάντησα.
              «Τι έχετε στις σακούλες;»  ήταν η επόμενη ερώτησή του.
              Εγώ άρχισα να του απαριθμώ τα ψώνια ένα-ένα, πιστεύοντας ότι ήμουν μέσα στα νόμιμα πλαίσια. «Και ένα κοτόπουλο», ήταν η τελευταία κουβέντα μου που έκανε τον τελωνειακό να γουρλώσει τα μάτια του σαν να άκουγε το πιο εξωφρενικό πράγμα στον κόσμο.
              «Μα απαγορεύεται!» μου είπε. «Το κοτόπουλο απαγορεύεται!»
              Εγώ δεν είχα ιδέα. Νόμιζα πως ό,τι ίσχυε για το κρέας ίσχυε και για το κοτόπουλο. Και πράγματι, το κοτοπουλάκι που είχα αγοράσει δεν ήταν πάνω από 450 γραμμάρια. Τέλος πάντων, δεν είχα όρεξη για καβγάδες, οπότε αποφάσισα να συμμορφωθώ με το γράμμα του νόμου.
              «Ωραία, λοιπόν. Να το αφήσω και να φύγω», πρότεινα, θέλοντας να ξεμπερδεύω όσο το δυνατόν γρηγορότερα γιατί είχα και μάθημα στο Πανεπιστήμιο.
              «Δεν μπορείτε να το αφήσετε εδώ», μου είπε ο τελωνειακός.
                «Και πού να το πάω;» ρώτησα με πραγματική απορία.
                «Να το επιστρέψετε στο σουπερμάρκετ. Θα σας δώσουν και τα λεφτά σας πίσω»
                «Μα το σουπερμάρκετ έκλεισε», είπα εγώ ενώ είχε αρχίσει να με πιάνει απελπισία.         «Αφήστε με να το πετάξω στον κάδο απορριμμάτων».
                Ο τελωνειακός  ήταν ανένδοτος. «Δεν μπορείτε να το πετάξετε σε ελβετικό έδαφος», μου είπε αυστηρά. «Πηγαίνετε να το πετάξετε στη Γαλλία».
                Η ουρά που είχε σχηματιστεί πίσω μου ήταν ένα ολόκληρο φίδι, στην άκρη του οποίου θα έπρεπε να ξαναστηθώ για να περάσω πάλι από τελωνειακό έλεγχο, αφού πρώτα θα είχα πετάξει το κοτόπουλο σε γαλλικό έδαφος. Ε, δεν υπήρχε περίπτωση! Είχα πεισμώσει τόσο που έκρυψα το απαγορευμένο πουλερικό στο ντουλαπάκι του συνοδηγού (όπου φυσικά χωρούσε τσίμα-τσίμα)  και αποφάσισα  να περάσω στην Ελβετία από ένα άλλο σημείο των συνόρων. Αυτή τη φορά δεν θα έκανα τη βλακεία να το δηλώσω.
                Όταν ήρθε η σειρά μου και με ρώτησε ο δεύτερος τελωνειακός  τι περιείχαν οι σακούλες μου, αράδιασα πάλι ένα-ένα τα ψώνια, παραλείποντας επιμελώς το κοτόπουλο.
                «Τίποτα άλλο;» με ρώτησε σαν να ήξερε ότι έλεγα ψέματα.
                «Όχι», είπα εγώ και αυτός, ενώ μέχρι εκείνη τη στιγμή στεκόταν δίπλα στο παράθυρο του οδηγού, έκανε το γύρο του αυτοκινήτου, άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού και κατευθείαν πάτησε το κουμπί  από το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου. Το οποίο άνοιξε διάπλατα κι από μέσα πετάχτηκε το συσκευασμένο κοτόπουλο.
                «Τι είναι αυτό:» ρώτησε με νόημα.
                Προσπάθησα να τα μπαλώσω, λέγοντας ότι το είχα ξεχάσει εκεί μέσα, ότι δεν ήξερα ότι απαγορευόταν κλπ. κλπ., όμως αυτό δεν τον εμπόδισε να μου βάλει ένα γερό πρόστιμο για την παρανομία μου. Παρ’ όλα αυτά, όλως περιέργως, με άφησε να το περάσω στην Ελβετία.
                Τελικά, τα είχα καταφέρει. Μετά από τα πιο βιαστικά ψώνια που είχα κάνει ποτέ, από μια δίωρη αναμονή στα σύνορα,  από συνεννοήσεις με τελωνειακούς και πρόστιμα, είχα γεμίσει ικανοποιητικά το ψυγείο μου. Το δε κοτόπουλο θα το μαγείρευα το βράδυ για τους φίλους μου.
                Αφού μαζευτήκαμε λοιπόν στο σπίτι, έβγαλα στο μπαλκόνι μια ψησταριά που είχα φέρει από την Ελλάδα, άναψα κάρβουνα, έβαλα και τη σούβλα με το μηχανάκι και άρχισα να ψήνω το κοτόπουλο. Καθώς περνούσε η ώρα και η πετσούλα ροδοψηνόταν, γαργαλιστικές μυρωδιές έφταναν στα ρουθούνια μας. Εκεί που μας είχε ανοίξει η όρεξη και είχαν αρχίσει να τρέχουν τα σάλια μας, χτυπάει το κουδούνι. Τρέχω να ανοίξω και τι να δω; Μπροστά στην πόρτα μου στέκονταν δύο αστυνομικοί.
                «Ψήνετε σε ψησταριά;» με ρώτησε ο ένας εκ των δύο.
                «Ναι», απάντησα μέσα στην αθωότητά μου, απορώντας με την ερώτηση.
                 «Ξέρετε, απαγορεύεται μετά από μία ορισμένη ώρα», με ενημέρωσε ο ίδιος αστυνομικός. «Οι γείτονές σας παραπονούνται».
                   Καιρός ήταν να το ακούσω κι αυτό! Να κάνεις καταγγελία στην αστυνομία επειδή ο γείτονάς σου ψήνει στα κάρβουνα! Δεν μπορούσα να πιστέψω στ’ αυτιά μου.
                  «Μα κανείς δεν παραπονέθηκε σε μένα», είπα, προσπαθώντας να συλλάβω τη λογική του παραλόγου.
                   «Δεν έχει σημασία. Παραπονέθηκαν σε μας», απάντησε το όργανο της τάξης και μου έκοψε κι άλλο ένα γερό πρόστιμο αφού πρώτα με υποχρέωσε να βάλω μέσα την ψησταριά και μου συνέστησε να μην ξαναψήσω εκτός ωραρίου και χωρίς τη συναίνεση των γειτόνων μου. (Ευτυχώς, το κοτόπουλο είχε ψηθεί εν τω μεταξύ και έτσι θα μπορούσαμε να το φάμε).
                   «Μα είναι άδικο να πληρώσω», διαμαρτυρήθηκα, σκεφτόμενος ότι μαζί με το προηγούμενο πρόστιμο, θα μου στοίχιζε ο κούκος αηδόνι, ή το κοτόπουλο χαβιάρι.
                     «Αν έχετε αντίρρηση, μπορείτε να ασκήσετε έφεση», πρότεινε ο αστυνομικός.
                     Πράγματι λοιπόν άσκησα έφεση και μετά από δέκα μέρες, βρέθηκα στα δικαστήρια κατηγορούμενος για ένα κοτόπουλο. Μπαίνοντας μέσα στην αίθουσα, άρχισα να τρέμω από τον φόβο μου. Αισθανόμουν σαν να με κατηγορούσαν για φόνο. «Πού πάω;» έλεγα από μέσα μου. «Και μάλιστα χωρίς δικηγόρο!!!» (Αλήθεια, ποιος δικηγόρος θα αναλάμβανε την υπεράσπισή μου;)
                       Η διαδικασία ολοκληρώθηκε με κάθε τυπικότητα. Απαγγέλθηκε η κατηγορία, κρατήθηκαν πρακτικά, τέθηκαν ερωτήματα από τους δικαστές. Όλη αυτή την ώρα, ένιωθα ένα έντονο σφίξιμο στο στομάχι, σαν να κρινόταν ολόκληρη η ζωή μου από την απόφαση του δικαστηρίου. Κάποια στιγμή βέβαια οι δικαστές ξεκαρδίστηκαν στα γέλια – σίγουρα θα είχαν χρόνια να βρεθούν αντιμέτωποι με τόσο κωμική υπόθεση. Και δεν άργησαν να ανακοινώσουν την απόφασή τους:  Αθώος ο κατηγορούμενος.
                Αν και αθώος, όμως, ο κατηγορούμενος είχε υποστεί ένα σωρό ταλαιπωρίες εξαιτίας ενός κοτόπουλου και μάλιστα των 450 γραμμαρίων. Αν δεν σε θέλει, δεν σε θέλει – τελεία και παύλα.

Παρασκευή 5 Μαρτίου 2010

Η ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΑΣΚΑΛΙΝ


Τον καιρό που ήμουν στην Ελβετία, έζησα και μια πολύ τραγική ιστορία: την αρρώστια και τον θάνατο της πεντάχρονης Πασκαλίν.
     Η Πασκαλίν, κόρη του αγαπητού φίλου και συναδέλφου μου του Ρενέ, ήταν ένα πολύ πρόσχαρο και πολύ όμορφο κοριτσάκι – ένα σωστό κουκλί. Δυστυχώς όμως η μοίρα τη χτύπησε ανελέητα. Ήταν μόλις τριών χρονών όταν έγινε η διάγνωση: η μικρή έπασχε από λευχαιμία. Από την αρχή, οι γιατροί είχαν δώσει ελάχιστες ελπίδες, οι οποίες όσο περνούσε ο καιρός λιγόστευαν όλο και περισσότερο, ώσπου εξανεμίστηκαν τελείως μετά από δύο χρόνια αγώνα.
     Το δράμα ήταν ότι η Πασκαλίν, αν και τόσο μικρούλα, είχε πλήρη συναίσθηση της κατάστασής της. Θυμάμαι που ρωτούσε τη φίλη μου τη Μαρί-Φρανσουάζ που την επισκεπτόταν συχνά: «Γιατί εγώ; Γιατί σε μένα; Γιατί να πεθάνω;» Και όσο κι αν εκείνη προσπαθούσε να την καθησυχάσει, η μικρή ήξερε ότι οι μέρες που της απόμεναν ήταν λίγες. Πολύ λίγες.
      Και όταν πια η ζωή της έγινε ένα βάσανο από τους αφόρητους πόνους, οι γιατροί πρότειναν στον πατέρα της να δώσουν ένα τέλος στο μαρτύριό της και εκείνος δέχτηκε. Πήρε την Πασκαλίν στην αγκαλιά του κι αυτή ξεψύχησε στα χέρια του…
     Όσο τραγική, όμως, κι αν ακούγεται αυτή η ιστορία, ακόμα πιο τραγικό είναι το γεγονός ότι κάποιος θα μπορούσε να έχει σώσει αυτό το κοριτσάκι, γιατί αυτή η ασθένεια θεραπεύεται με μεγάλο ποσοστό επιτυχίας με μια μεταμόσχευση μυελού των οστών, αρκεί να βρεθεί ο κατάλληλος δότης. Η διαδικασία είναι απλή, τόσο για τον δότη όσο και για τον λήπτη. Για τον δότη, ειδικά, είναι τόσο απλή όσο και μια αιμοληψία, ο δε μυελός των οστών που αφαιρείται αναπλάθεται μέσα σε λίγες μέρες.
     Επειδή λοιπόν σίγουρα υπάρχει κάποιος στον κόσμο που είναι συμβατός με τον καθένα από μας, μπορούμε ή μάλλον επιβάλλεται να γίνουμε όλοι δότες μυελού των οστών. Πώς γίνεται αυτό; Πας σε ένα νοσοκομείο και αφού σου κάνουν μια απλή εξέταση αίματος, καταχωρίζουν τα στοιχεία σου σε μια παγκόσμια τράπεζα δεδομένων. Αν κάποτε παρουσιαστεί από οποιοδήποτε μέρος του κόσμου ένα άρρωστο παιδί με το οποίο έχεις ιστοσυμβατότητα, σε καλούν για να βοηθήσεις.
     Περιττό να πω ότι μετά την τραγική ιστορία της Πασκαλίν έγινα δότης μυελού των οστών στην Ελβετία. Και όταν ήρθα στην Ελλάδα, ξαναέγινα. Αυτό έτυχε να το κάνω στη Θεσσαλονίκη: πήγα στο Θεαγένειο Νοσοκομείο και μετά από την ολιγόλεπτη διαδικασία που περιέγραψα νωρίτερα, μου έδωσαν ένα χαρτάκι που με χρήζει δότη. Το οποίο έχω πάντα στο πορτοφόλι μου. Μέχρι τώρα δεν με έχουν καλέσει, ωστόσο ελπίζω μέχρι τα 55 μου (ηλικία-όριο) να έχω τη χαρά να φανώ χρήσιμος σε κάποιο παιδί σαν την Πασκαλίν.

Υ.Γ. Για όσους ενδιαφέρονται να γίνουν δότες μυελού των οστών, υπάρχει η παρακάτω ηλ. διεύθυνση:http://www.bestrong.org.gr/el/learncancer/treatmentstemcellandbonemarrowtransplants/donorofmarrow/
Υ.Γ.2 Στη φωτογραφία είναι η κάρτα δωρητή σώματος, γιατί παρόμοια επίσημη κάρτα δότη μυελού των οστών δεν υπάρχει.

Τετάρτη 3 Μαρτίου 2010

ΜΠΟΧΑ Ή ΑΡΩΜΑ;

Είχα μόλις αφήσει την πατρική στέγη με τα σπιτικά φαγητά της μαμάς, όταν μαζί με τον κατά δύο χρόνια μεγαλύτερο αδερφό μου και συγκάτοικό μου στη Γενεύη αρχίσαμε να πειραματιζόμαστε με νέες γεύσεις, πιο διεθνείς και πιο εκλεπτυσμένες. Οι προσπάθειές μας στη μαγειρική στέφονταν άλλοτε με επιτυχία και άλλοτε με παταγώδη αποτυχία, αν και σήμερα μπορούμε να λέμε και οι δυο μας ότι τα καταφέρνουμε αρκετά καλά στην κουζίνα.
        Μεγάλο ενδιαφέρον δείχναμε για τη γαλλική γαστρονομία και, όπως ήταν φυσικό, κάποια στιγμή ήρθε η ώρα να κάνουμε τη γνωριμία μας και με τα περίφημα γαλλικά τυριά, τα οποία μας ήταν παντελώς άγνωστα. Μέχρι τότε, όταν λέγαμε τυρί εννοούσαμε την πατροπαράδοτη φέτα που φέρναμε από την Ελλάδα σε τενεκέδες. Δεν είχαμε ιδέα ούτε από Brie ούτε από Chevre ούτε από Reblochon.
        Λαχταρώντας λοιπόν να δοκιμάσουμε καινούριες γεύσεις, πήγαμε μια μέρα στο σουπερμάρκετ και μεταξύ άλλων ρίξαμε στο καλάθι μας και ένα γαλλικό τυρί, ένα Caprice des Dieux , που ανήκει στην ίδια οικογένεια με το Camembert. Πληρώσαμε στο ταμείο και με το που γυρίσαμε στο σπίτι, το πρώτο πράγμα που κάναμε αφού τακτοποιήσαμε τα ψώνια μας ήταν να ανοίξουμε το πακέτο με το τυρί, έτοιμοι να το περιποιηθούμε καταλλήλως. Όμως, τι δυσάρεστη έκπληξη ήταν αυτή! Προτού καλά καλά ανοίξουμε τη συσκευασία, πλημμύρισε το δωμάτιο μια έντονη μυρωδιά αμμωνίας, λες και κάποιος είχε κατουρήσει πάνω στο τυρί.
        «Απαπά!» είπα αναγουλιασμένος . «Τι είναι αυτή η βρώμα; Σίγουρα είναι χαλασμένο!»
        Ο αδερφός μου συμφώνησε μαζί μου απόλυτα (αν και ήταν ήδη κάμποσο καιρό στην Ελβετία, μάλλον ήταν κι αυτός αρχάριος στο θέμα «γαλλικά τυριά»). Έτσι πήραμε το ανοιγμένο πακέτο και επιστρέψαμε στο σουπερμάρκετ, σκοπεύοντας – κατά την ελληνική συνήθεια – να κάνουμε φασαρία. Φουριόζοι, πάμε στο ταμείο, και κραδαίνοντας το μισανοιγμένο τυρί, αρχίσαμε να φωνάζουμε πως δεν θα μας πιάσουν κορόιδα αυτοί και πως θέλουμε τα λεφτά μας πίσω.
        «Ηρεμήστε. Δεν έγινε και τίποτα!» μας καθησύχασε ο ευγενέστατος και ψυχραιμότατος ταμίας.
         «Μα το τυρί σας είναι χαλασμένο. Βρωμάει!» επιμέναμε εμείς.
         «Αφήστε το και πάρτε ένα άλλο», μας πρότεινε εκείνος, αποστομώνοντας μας, καθώς ειδικά την δεκαετία του 70 τέτοιου είδους συμπεριφορές ήταν άγνωστες σε μας τους Έλληνες. Ο τύπος δεν είχε καν κοιτάξει αν το τυρί ήταν χαλασμένο και μας έδινε το ελεύθερο να πάρουμε μια άλλη συσκευασία! «Είναι τρελοί αυτοί οι Ελβετοί…» σκεφτήκαμε αλλά δεν είπαμε κουβέντα. Απλά αφήσαμε το πακέτο που είχαμε αγοράσει προηγουμένως και πήραμε ένα καινούριο.
         Περιττό να πω ότι επιστρέφοντας στο σπίτι έγινε πάλι το ίδιο σκηνικό: Ανοίγουμε το τυρί και για δεύτερη φορά μας πήρε η ίδια ακριβώς μπόχα. «Γρήγορα πίσω!» είπα στον αδερφό μου που ήταν κι εκείνος εξίσου αγανακτισμένος με μένα.
        Ξανά μανά επιστρέφουμε στο σουπερμάρκετ, αποφασισμένοι αυτή τη φορά να τους τα ψάλουμε για τα καλά. Δεν θα τους επιτρέπαμε να μας τουμπάρουν πάλι με τις ευγένειές τους. «Μα δεν ντρέπεστε;» είπαμε εκνευρισμένοι στον ταμία. «Μας πουλήσατε ξανά χαλασμένο τυρί!»
Εκείνος, εξίσου ψύχραιμος με πριν, μας πρότεινε να πάρουμε μια άλλη συσκευασία ή να μας δώσει τα λεφτά μας πίσω. Εμείς όμως θέλαμε ντε και καλά να παραπονεθούμε στον υπεύθυνο. Χωρίς χρονοτριβή, ο ταμίας φώναξε έναν κακόμοιρο τυπάκο, τον οποίο μας σύστησε ως υπεύθυνο του τμήματος των τυριών. Με το που άνοιξε το στόμα του, καταλάβαμε ότι ήταν Πορτογάλος .
        «Μυρίστε το», του είπα φέρνοντας το ανοιγμένο Caprice des Dieux στη μύτη του. «Είναι χαλασμένο!»
        «Έχετε απόλυτο δίκιο», είπε εκείνος «Πράγματι είναι χαλασμένο. Πάρτε ένα άλλο».
        Παίρνουμε λοιπόν μια άλλη συσκευασία και την ανοίγουμε αυτή τη φορά μπροστά του για να αποφύγουμε τα άσκοπα πηγαινέλα. Και πάλι ξεχύθηκε η ίδια αφόρητη μυρωδιά.
        Κάνοντας μια γκριμάτσα αηδίας, ο Πορτογάλος παραδέχτηκε ότι και αυτό το τυρί ήταν χαλασμένο. Υποψιασμένος πια, άνοιξε άλλα δυο-τρία πακέτα και αφού αποφάνθηκε ότι ολόκληρη η παρτίδα ήταν για πέταμα, έδωσε εντολή να αποσυρθούν όλα τα Caprice des Dieux από τα ράφια του καταστήματος. Τα οποία, παρεμπιπτόντως, ήταν μια χαρά. Απλώς, ο υπεύθυνος του τμήματος αποδείχτηκε τόσο άσχετος με τα γαλλικά τυριά όσο κι εμείς. Μας πήρε κάμποσα χρόνια για να μάθουμε να εκτιμάμε αυτή την υπέροχη … μπόχα.

Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2010

ΙΠΤΑΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑ ΛΙΓΟ ΜΑΚΑΡΙΤΗΣ


    Από μικρό παιδί αγαπούσα τα αεροπλάνα και ονειρευόμουν να μπορώ να πετάω κι εγώ μια μέρα από τη θέση του πιλότου. Έτσι, κάποια στιγμή, γράφτηκα σε μια αερολέσχη και ξεκίνησα μαθήματα – στην αρχή στο έδαφος και μετά εν πτήσει – πάντα με τον εκπαιδευτή μου, τον Σερζ, έναν ικανότατο πιλότο και εκπληκτικό άνθρωπο που του χρωστάω πολλά. (Δυστυχώς, ο Σερζ δεν υπάρχει πια. Σκοτώθηκε σε ένα αεροπορικό δυστύχημα. Ένας συνάδελφός του που θα πέταγε με ένα μαθητή του στη Λυών, τον κάλεσε να τους συνοδεύσει. Σκοτώθηκαν και οι τρεις στην προσγείωση. Στη θέση του πρώτου πιλότου καθόταν ο μαθητής, στην θέση του δεύτερου πιλότου ο συνάδελφος, ενώ ο Σερζ καθόταν πίσω. Είμαι βέβαιος ότι αν ήταν εκείνος στο τιμόνι, θα είχαν σωθεί).
    Θυμάμαι μια μέρα, μετά από λίγα μαθήματα, είχα πάει στην αερολέσχη με τους γονείς μου για μια ακόμα πτήση με τον δάσκαλό μου. Άφησα τον πατέρα μου και τη μητέρα μου να πιουν έναν καφέ, κι εγώ ανέβηκα στο αεροπλάνο με τον Σερζ. Ο οποίος από τη στιγμή που κάθισα στη θέση μου, δεν σταμάτησε να μου κάνει παρατηρήσεις και μάλιστα σε πολύ έντονο τόνο. «Γιατί πετάς στα 2.250 πόδια, αφού πρέπει να πετάς στα 2.200; Γιατί κάνεις αυτό και όχι εκείνο; Τι σου έχω μάθει; Τι σου έχω πει;» Και μετά από λίγο πάλι τα ίδια. Και δωσ’ του νεύρα, δως’ του φωνές. Έβρισκε πως όλες οι κινήσεις μου ήταν λάθος, παρ’ όλο που εγώ προσπαθούσα να τα κάνω όλα σωστά.
    Αφού λοιπόν είχα προσγειώσει και απογειώσει το αεροπλάνο δεν ξέρω κι εγώ πόσες φορές μέσα σε ένα κλίμα τρομερού εκνευρισμού, κάποια στιγμή σκέφτηκα πως δεν άντεχα άλλο και ότι θα ήταν καλύτερα να σταματήσω. Αρκετά είχα ταλαιπωρηθεί. Οι φωνές και οι διαπληκτισμοί με είχαν κουράσει. Έτσι προσγειώθηκα με σκοπό να αφήσω το αεροπλάνο και να πάω σπίτι μου. Θα υπήρχαν και καλύτερες μέρες… Ενώ το αεροπλάνο τροχοδρομούσε, αφήνοντας πίσω του τον διάδρομο προσγείωσης, βρεθήκαμε στη διασταύρωση που οδηγεί από τη μία πλευρά στο πάρκινγκ και από την άλλη στο διάδρομο απογείωσης. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο, ο Σερζ τράβηξε το φρένο και έξαλλος άρχισε να μου φωνάζει: «Δεν μ’ ακούς! Κάνεις του κεφαλιού σου! Εγώ δεν πετάω ξανά μαζί σου! Πέτα μόνος σου!» Και έφυγε.
    Είχα μείνει άναυδος. «Μα πού πάει αυτός;» σκέφτηκα. «Τι μου λέει τώρα; Να φύγω χωρίς αυτόν;» Ήμουν για πρώτη φορά μόνος στο αεροπλάνο, με τη μηχανή να δουλεύει και την έλικα να γυρίζει, και ενώ πριν από λίγα δευτερόλεπτα ήμουν αποφασισμένος να πάω στο πάρκινγκ και να κατέβω, έλυσα το φρένο και κατευθύνθηκα προς τον διάδρομο απογείωσης. Η συγκίνησή μου ήταν απερίγραπτη. Λες και ήμουν έτοιμος να κατακτήσω ολόκληρο τον κόσμο. Θυμάμαι αυτή τη στιγμή σαν από τις πιο συναρπαστικές της ζωής μου. Αφού συνεννοήθηκα με τον πύργο ελέγχου, έβαλα τα γκάζια και απογειώθηκα. Τι υπέροχη αίσθηση ελευθερίας! Ένιωθα σαν πουλί έτσι όπως πετούσα στον γαλανό ουρανό και έβλεπα από κάτω τα σπίτια σκόρπια εδώ κι εκεί μέσα στο καταπράσινο τοπίο. Και ήμουν μόνος μου! Απόλυτα μόνος!
    Μετά από μια μεθυστική βόλτα γύρω από το αεροδρόμιο, σκέφτηκα πως ήταν καιρός πια να προσγειωθώ. Εκείνη τη στιγμή, ερχόταν και ένα άλλο αεροπλάνο, το οποίο είχε προτεραιότητα σε σχέση με μένα, όμως με τη σκέψη ότι προλαβαίνω και τον φόβο μην απομακρυνθώ πολύ από το αεροδρόμιο μέχρι να προσγειωθεί αυτό, όρμησα μπροστά του. Το τι βρισίδια άκουσα από τον άλλο πιλότο δεν λέγεται! (Η γραμμή είναι κοινή και ακούν όλοι όλους). Τα οποία βρισίδια όμως κόπηκαν μαχαίρι όταν ακούστηκε η πολύ ήρεμη φωνή του εκπαιδευτή μου να λέει από τον πύργο ελέγχου: «Βούλωσ’ το! Είναι η πρώτη του πτήση!». «Χαλάλι του…» αποκρίθηκε ο άλλος πιλότος και μου παραχώρησε την προτεραιότητα. Προσγειώθηκα ακολουθώντας με θρησκευτική ευλάβεια όσα με είχε μάθει τόσον καιρό ο Σερζ και αμέσως μετά προσγειώθηκε και ο άλλος – που όπως αποδείχτηκε ήταν… ο γείτονάς μου.
    Εν τω μεταξύ, οι γονείς μου όλο αυτό το διάστημα είχαν μείνει αποσβολωμένοι. Δεν είχαν ανταλλάξει κουβέντα – απλώς παρακολουθούσαν με το βλέμμα τους το αεροπλάνο, φυσικά με τρομερή αγωνία, αφού ήξεραν ότι ο δάσκαλός μου δεν ήταν μαζί μου και ότι ήταν η πρώτη σόλο πτήση μου. Με το που με είδαν να πλησιάζω, έπεσαν στην αγκαλιά μου και μαζί με όλη την αερολέσχη γιορτάσαμε το γεγονός όπως αρμόζει σ’ αυτές τις περιπτώσεις.
    Αφού πήρα λοιπόν το βάπτισμα του πυρός, χαιρόμουν αρκετά συχνά αυτό το χόμπι μου κάνοντας βόλτες με το αεροπλάνο μόνος μου ή με παρέα. Και επειδή το αγαπούσα τόσο, το καθιέρωσα και στο σχολείο ως δραστηριότητα. Είχα μαθητές που τους πήγαινα στην αερολέσχη για να πάρουν κι αυτοί δίπλωμα πιλότου. Φυσικά, αντί να τους περιμένω με σταυρωμένα χέρια, έβρισκα κι εγώ ευκαιρία να μπω σε ένα αεροπλάνο και να κάνω το κέφι μου.
    Ήταν 4 Δεκεμβρίου του 1992. Είχα πάρει , όπως συνήθως, εφτά-οχτώ υποψήφιους πιλότους-μαθητές μου και τους είχα φέρει στην αερολέσχη για το μάθημά τους. Αφού έφυγαν με τους εκπαιδευτές τους, εντόπισα λίγο πιο πέρα ένα ολοκαίνουργιο – τσίλικο – αεροπλάνο που άστραφτε ολόκληρο. Πολύ χλιδάτο κομμάτι! Ανάμεσα στα σαράβαλα που είχαν κάνει χιλιάδες ώρες πτήσης, αυτό ξεχώριζε σαν κύκνος ανάμεσα στις πάπιες. Έσπευσα να το καπαρώσω μην τυχόν και το προλάβει κανένας άλλος. Μπήκα μέσα και είχε ακόμα τη μυρωδιά του καινούριου. Η κονσόλα με τα όργανα γυάλιζε. Οροφή, δάπεδο έλαμπαν. Τα δερμάτινα καθίσματα ήταν τελείως άθικτα. Είχε κάνει μόλις 35 ώρες πτήσης. Με μεγάλη χαρά, έβαλα μπρος τη μηχανή, τροχοδρόμησα στον διάδρομο, έβαλα γκάζι και απογειώθηκα. Όμως δεν είχε περάσει ούτε ένα λεπτό από την απογείωση (δηλαδή ήμουν ακόμα χαμηλά, ευτυχώς όχι πολύ χαμηλά), όταν ξαφνικά η έλικα σταμάτησε και το αεροπλάνο πήρε μια κλίση προς τα κάτω.
    Εδώ πρέπει να κάνω μία παρένθεση και να αναφέρω ότι η εκπαίδευση του πιλότου δεν επικεντρώνεται τόσο στην πτήση του αεροσκάφους, όσο στην προσγείωση κάτω από δύσκολες συνθήκες και, δη, χωρίς τη μηχανή. Είχα κάνει τουλάχιστον 40 προσγειώσεις χωρίς τη μηχανή – πράγμα απαραίτητο για να πάρεις το δίπλωμά σου. Όμως πάντα με τον εκπαιδευτή μου δίπλα. Τώρα ήμουν μόνος και, κυρίως, κάτω από πραγματικές συνθήκες κινδύνου.
    Με έπιασε κρύος ιδρώτας. Μου κόπηκαν τα πόδια. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν ταμπούρλο. Ο πανικός δεν με άφηνε να σκεφτώ λογικά και να κάνω τις κινήσεις που έπρεπε, δηλαδή να κοιτάξω να βρω έναν ελεύθερο χώρο, κενό από ανθρώπους, ηλεκτροφόρα σύρματα και κατοικίες, και να προσγειώσω το αεροπλάνο με σβηστή τη μηχανή. Αντιθέτως, άρχισα να προσπαθώ να ξαναβάλω μπρος. Εν τω μεταξύ το αεροπλάνο έπεφτε και η γη πλησίαζε επικίνδυνα… πολύ επικίνδυνα. Όμως εμένα μου είχε κολλήσει να βάλω μπρος τη μηχανή. Ήξερα πως όταν κάνει πολύ κρύο, συχνά σχηματίζεται πάγος στον θάλαμο ανάφλεξης της βενζίνης με αποτέλεσμα να μπουκώνει και να σβήνει η μηχανή. Γι’ αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει ένα κουμπί που με το πάτημά του τα θερμά αέρια της εξάτμισης στρέφονται μέσα στη μηχανή και έτσι λιώνει ο πάγος. Πιστεύοντας ότι η βλάβη του αεροπλάνου οφειλόταν σε αυτή την αιτία, επέμενα κι εγώ στις παραπάνω ενέργειες.
    Τελικά, εκεί που είχα χάσει και την τελευταία μου ελπίδα, εκεί που έλεγα «Πάει, πεθαίνω!», επενέβη ο από μηχανής (κυριολεκτικά) θεός και η μηχανή πήρε μπρος. Αν δεν γινόταν αυτό, σε λίγα δευτερόλεπτα το αεροπλάνο μου θα διαλυόταν στο έδαφος κι εγώ θα ανέβαινα στους ουρανούς για πάντα. Τώρα έπρεπε να συγκεντρωθώ στην προσγείωση. Προσγειώθηκα κανονικά, με τη μηχανή αναμμένη, όλως παραδόξως απόλυτα ψύχραιμος, και αφού συνάντησα τον Σερζ που μου τα έψαλε ένα χεράκι για τις βλακείες που έκανα, πήγα να αναφέρω το επεισόδιο στους υπεύθυνους της αερολέσχης. Σε λίγα λεπτά, ένας μηχανικός προσπαθούσε να βάλει μπρος τη μηχανή. Μάταια όμως. Η μηχανή είχε πνεύσει τα λοίσθια.
    Την επομένη έμαθα ότι όλοι απορούσαν που ήμουν ακόμα ζωντανός. Πάγωσα όταν κατάλαβα ότι την είχα γλιτώσει παρά τρίχα. Η διάγνωση του συνεργείου ήταν ότι δεν επρόκειτο για βλάβη λόγω κρύου – η εκτίμησή μου ήταν εντελώς λανθασμένη. Η μηχανή, που ήταν ακόμα καινούρια, δεν είχε ρονταριστεί καλά και γι’ αυτό είχε σπάσει. Τόσο απλά. Το πώς πήρε ξανά μπρος εκείνη την τελευταία φορά είναι ένα μυστήριο. Φαίνεται πως ήταν γραφτό να ζήσω για να σας διηγηθώ αυτή την ιστορία.